Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Livre de la Genèse 44


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Puis Joseph dit à son intendant: "Remplis les sacs de ces gens avec autant de vivres qu'ils peuventporter et mets l'argent de chacun à l'entrée de son sac.1 Προσεταξε δε τον επιστατην της οικιας αυτου λεγων, Γεμισον τα σακκια των ανθρωπων τροφας, οσας δυνανται να φερωσι, και βαλε το αργυριον εκαστου εν τω στοματι του σακκιου αυτου?
2 Ma coupe, celle d'argent, tu la mettras à l'entrée du sac du plus jeune, avec le prix de son grain." Etil fit comme Joseph avait dit.2 και βαλε το ποτηριον μου, το ποτηριον το αργυρουν, εν τω στοματι του σακκιου του νεωτερου και το αργυριον του σιτου αυτου. Και εκαμε κατα τον λογον τον οποιον ειπεν ο Ιωσηφ.
3 Lorsque le matin parut, on renvoya nos gens avec leurs ânes.3 Το πρωι καθως εφεγξεν, απεσταλησαν οι ανθρωποι, αυτοι και οι ονοι αυτων.
4 Ils étaient à peine sortis de la ville et n'étaient pas bien loin que Joseph dit à son intendant:"Debout! Cours après ces hommes, rattrape-les et dis-leur: Pourquoi avez-vous rendu le mal pour le bien?4 Αφου δε εξηλθον εκ της πολεως, πριν απομακρυνθωσι πολυ, ειπεν ο Ιωσηφ προς τον επιστατην της οικιας αυτου, Σηκωθεις, δραμε κατοπιν των ανθρωπων? και προφθασας ειπε προς αυτους, δια τι ανταπεδωκατε κακον αντι καλου;
5 N'est-ce pas ce qui sert à mon maître pour boire et aussi pour lire les présages? C'est mal ce quevous avez fait!"5 δεν ειναι τουτο το ποτηριον, εις το οποιον πινει ο κυριος μου, και δια του οποιου αληθως μαντευει; κακως εκαμετε πραξαντες τουτο.
6 Il les attrapa donc et leur redit ces paroles.6 Και καθως επροφθασεν αυτους, ειπε προς αυτους τους λογους τουτους.
7 Mais ils répondirent: "Pourquoi Monseigneur parle-t-il ainsi?Loin de tes serviteurs de faire unechose pareille!7 Οι δε ειπον προς αυτον, Δια τι ο κυριος ημων λαλει κατα τους λογους τουτους; μη γενοιτο οι δουλοι σου να πραξωσι τοιουτον πραγμα?
8 Vois donc: l'argent que nous avions trouvé à l'entrée de nos sacs à blé, nous te l'avons rapporté dupays de Canaan, comment aurions-nous volé de la maison de ton maître argent ou or?8 ιδου, το αργυριον, το οποιον ευρηκαμεν εν τω στοματι των σακκιων ημων, επεστρεψαμεν προς σε εκ της γης Χανααν, και πως ηθελομεν κλεψει εκ της οικιας του κυριου σου αργυριον η χρυσιον;
9 Celui de tes serviteurs avec qui on trouvera l'objet sera mis à mort et nous-mêmes deviendronsesclaves de Monseigneur."9 εις οντινα εκ των δουλων σου ευρεθη, ας αποθανη, και ημεις ετι θελομεν γεινει δουλοι του κυριου ημων.
10 Il reprit: "Eh bien! Qu'il en soit comme vous avez dit: celui avec qui on trouvera l'objet sera monesclave, mais vous autres vous serez quittes."10 Ο δε ειπε, Και τωρα ας γεινη καθως λεγετε? εις οντινα ευρεθη, θελει γεινει δουλος μου, σεις δε θελετε εισθαι αθωοι.
11 Vite, chacun descendit à terre son sac à blé et chacun l'ouvrit.11 Και σπευσαντες, κατεβιβασαν εκαστος το σακκιον αυτου εις την γην και ηνοιξεν εκαστος το σακκιον αυτου.
12 Il les fouilla en commençant par l'aîné et en finissant par le plus jeune, et la coupe fut trouvéedans le sac de Benjamin!12 Και ηρευνησεν, αρχισας απο του πρεσβυτερου και τελειωσας εις τον νεωτερον? και ευρεθη το ποτηριον εν τω σακκιω του Βενιαμιν.
13 Alors, ils déchirèrent leurs vêtements, rechargèrent chacun son âne et revinrent à la ville.13 Τοτε εσχισαν τα ιματια αυτων και φορτωσαντες εκαστος τον ονον αυτου, επεστρεψαν εις την πολιν.
14 Lorsque Juda et ses frères entrèrent dans la maison de Joseph, celui-ci s'y trouvait encore, et ilstombèrent à terre devant lui.14 Εισηλθε δε ο Ιουδας και οι αδελφοι αυτου εις την οικιαν του Ιωσηφ, ετι αυτου οντος εκει? και επεσαν εμπροσθεν αυτου επι την γην.
15 Joseph leur demanda: "Quelle est cette action que vous avez commise? Ne saviez-vous pas qu'unhomme comme moi sait deviner?"15 Και ειπε προς αυτους ο Ιωσηφ, Τι ειναι το πραγμα τουτο, το οποιον επραξατε; δεν εξευρετε οτι ανθρωπος οποιος εγω αληθως μαντευει;
16 Et Juda répondit: "Que dirons-nous à Monseigneur, comment parler et comment nous justifier?C'est Dieu qui a mis en évidence la faute de tes serviteurs. Nous voici donc les esclaves de Monseigneur, aussibien nous autres que celui aux mains duquel on a trouvé la coupe."16 Και ειπεν ο Ιουδας, Τι να ειπωμεν προς τον κυριον μου; τι να λαλησωμεν; η πως να δικαιωθωμεν; ο Θεος ευρηκε την αδικιαν των δουλων σου? ιδου, ειμεθα δουλοι του κυριου μου και εμεις και εκεινος εις τον οποιον ευρεθη το ποτηριον.
17 Mais il reprit: "Loin de moi d'agir ainsi! L'homme aux mains duquel la coupe a été trouvée seramon esclave, mais vous, retournez en paix chez votre père."17 Ο δε ειπε, Μη γενοιτο εις εμε να πραξω τουτο? ο ανθρωπος εις τον οποιον ευρεθη το ποτηριον, ουτος θελει εισθαι εις εμε δουλος? σεις δε αναβητε εν ειρηνη προς τον πατερα σας.
18 Alors Juda s'approcha de lui et dit: "S'il te plaît, Monseigneur, permets que ton serviteur fasseentendre un mot aux oreilles de Monseigneur, sans que ta colère s'enflamme contre ton serviteur, car tu esvraiment comme Pharaon!18 Τοτε επλησιασεν εις αυτον ο Ιουδας και ειπε, Δεομαι, κυριε μου? ας λαληση, παρακαλω, ο δουλος σου λογον εις τα ωτα του κυριου μου και ας μη εξαφθη ο θυμος σου κατα του δουλου σου? διοτι συ εισαι ως Φαραω.
19 Monseigneur avait posé cette question à ses serviteurs:Avez-vous encore un père ou un frère?19 Ο κυριος μου ηρωτησε τους δουλους αυτου λεγων, Εχετε πατερα, η αδελφον;
20 Et nous avons répondu à Monseigneur: Nous avons un vieux père et un cadet, qui lui est né danssa vieillesse; le frère de celui-ci est mort, il reste le seul enfant de sa mère et notre père l'aime!20 Και ειπομεν προς τον κυριον μου, Εχομεν πατερα γεροντα και παιδιον του γηρατος αυτου μικρον, ο δε αδελφος αυτου απεθανε? και αυτος μονος εμεινεν εκ της μητρος αυτου και ο πατηρ αυτου αγαπα αυτον.
21 Alors tu as dit à tes serviteurs: Amenez-le moi, que mon regard se pose sur lui.21 Και ειπας προς τους δουλους σου, Φερετε αυτον προς εμε δια να ιδω αυτον ιδιοις οφθαλμοις.
22 Nous avons répondu à Monseigneur: L'enfant ne peut pas quitter son père; s'il quitte son père,celui-ci en mourra.22 Και ειπομεν προς τον κυριον μου, το παιδιον δεν δυναται να αφηση τον πατερα αυτου διοτι εαν αφηση τον πατερα αυτου, ουτος θελει αποθανει.
23 Mais tu as insisté auprès de tes serviteurs: Si votre plus jeune frère ne descend pas avec vous,vous ne serez plus admis en ma présence.23 Συ δε ειπας προς τους δουλους σου, Εαν δεν καταβη ο αδελφος υμων ο νεωτερος μεθ' υμων, δεν θελετε ιδει πλεον το προσωπον μου.
24 Donc, lorsque nous sommes remontés chez ton serviteur, mon père, nous lui avons apporté lesparoles de Monseigneur.24 Και οτε ανεβημεν προς τον δουλον σου τον πατερα μου, απηγγειλαμεν προς αυτον τους λογους του κυριου μου.
25 Et lorsque notre père a dit: Retournez pour nous acheter un peu de vivres,25 Ο δε πατηρ ημων ειπεν, Υπαγετε παλιν, αγορασατε εις ημας ολιγας τροφας.
26 nous avons répondu: Nous ne pouvons pas descendre. Nous ne descendrons que si notre jeunefrère est avec nous, car il n'est pas possible que nous soyons admis en présence de cet homme sans que notreplus jeune frère soit avec nous.26 Και ειπομεν, Δεν δυναμε0α να καταβωμεν? εαν ο αδελφος ημων ο νεωτερος ηναι μεθ' ημων, τοτε θελομεν καταβη? διοτι δεν δυναμεθα να ιδωμεν το προσωπον του ανθρωπου, εαν ο αδελφος ημων ο νεωτερος δεν ηναι μεθ' ημων.
27 Alors ton serviteur, mon père, nous a dit: Vous savez bien que ma femme ne m'a donné que deuxenfants:27 Και ο δουλος σου ο πατηρ μου ειπε προς ημας, Σεις εξευρετε οτι δυο υιους εγεννησεν εις εμε η γυνη μου?
28 l'un m'a quitté et j'ai dit: il a été mis en pièces! et je ne l'ai plus revu jusqu'à présent.28 και ο εις εξηλθεν απο πλησιον μου και ειπα, Βεβαιως κατεσπαραχθη υπο θηριου? και δεν ειδον αυτον εως του νυν?
29 Que vous preniez encore celui-ci d'auprès de moi et qu'il lui arrive malheur et vous feriezdescendre dans la peine mes cheveux blancs au shéol.29 εαν δε λαβητε και τουτον απ' εμπροσθεν μου και συμβη εις αυτον συμφορα, θελετε καταβιβασει την πολιαν μου μετα λυπης εις τον ταφον.
30 Maintenant, si j'arrive chez ton serviteur, mon père, sans que soit avec nous l'enfant à l'âmeduquel son âme est liée,30 Τωρα λοιπον οταν υπαγω προς τον δουλον σου τον πατερα μου, και το παιδιον δεν ηναι μεθ' ημων επειδη η ψυχη αυτου κρεμαται εκ της ψυχης εκεινου,
31 dès qu'il verra que l'enfant n'est pas avec nous, il mourra, et tes serviteurs auront fait descendredans l'affliction les cheveux blancs de ton serviteur, notre père, au shéol.31 καθως ιδη οτι το παιδιον δεν ειναι, θελει αποθανει και οι δουλοι σου θελουσι καταβιβασει την πολιαν του δουλου σου του πατρος ημων μετα λυπης εις τον ταφον.
32 Et ton serviteur s'est porté garant de l'enfant auprès de mon père, en ces termes: Si je ne te leramène pas, j'en serai coupable envers mon père toute ma vie.32 Διοτι ο δουλος σου εγγυηθη περι του παιδιου προς τον πατερα μου λεγων, Εαν δεν φερω αυτον προς σε, τοτε θελω εισθαι υπευθυνος προς τον πατερα μου διαπαντος.
33 Maintenant, que ton serviteur reste comme esclave de Monseigneur à la place de l'enfant et quecelui-ci remonte avec ses frères.33 Τωρα λοιπον, δεομαι σου, ας μεινη ο δουλος σου αντι του παιδιου δουλος εις τον κυριον μου, το δε παιδιον ας αναβη μετα των αδελφων αυτου?
34 Comment, en effet, pourrais-je remonter chez mon père sans que l'enfant soit avec moi? Je neveux pas voir le malheur qui frapperait mon père."34 διοτι πως να αναβω προς τον πατερα μου, εαν το παιδιον δεν ηναι μετ' εμου; ουχι, δια να μη ιδω το κακον, το οποιον θελει ευρει τον πατερα μου.