Scrutatio

Giovedi, 2 maggio 2024 - Sant´ Atanasio ( Letture di oggi)

Livre de la Genèse 19


font
JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Quand les deux Anges arrivèrent à Sodome sur le soir, Lot était assis à la porte de la ville. Dès queLot les vit, il se leva à leur rencontre et se prosterna, face contre terre.1 Ηλθον δε οι δυο αγγελοι εις τα Σοδομα το εσπερας? και εκαθητο ο Λωτ παρα την πυλην των Σοδομων? ιδων δε ο Λωτ, εσηκωθη εις συναντησιν αυτων και προσεκυνησεν επι προσωπον εως εδαφους?
2 Il dit: "Je vous en prie, Messeigneurs! Veuillez descendre chez votre serviteur pour y passer la nuitet vous laver les pieds, puis au matin vous reprendrez votre route", mais ils répondirent: "Non, nous passerons lanuit sur la place."2 και ειπεν, Ιδου, κυριοι μου, εκκλινατε, παρακαλω, προς την οικιαν του δουλου σας, και διανυκτερευσατε και πλυνατε τους ποδας σας? και σηκωθεντες πρωι, θελετε υπαγει εις την οδον σας? οι δε ειπον, Ουχι, αλλ' εν τη πλατεια θελομεν διανυκτερευσει.
3 Il les pressa tant qu'ils allèrent chez lui et entrèrent dans sa maison. Il leur prépara un repas, fitcuire des pains sans levain, et ils mangèrent.3 Αφου δε εβιασεν αυτους πολυ, εξεκλιναν προς αυτον και εισηλθον εις την οικιαν αυτου? και εκαμεν εις αυτους συμποσιον, και εψησεν αζυμα και εφαγον.
4 Ils n'étaient pas encore couchés que la maison fut cernée parles hommes de la ville, les gens deSodome, depuis les jeunes jusqu'aux vieux, tout le peuple sans exception.4 Πριν δε κοιμηθωσιν, οι ανδρες της πολεως, οι ανδρες των Σοδομων, περιεκυκλωσαν την οικιαν, νεοι και γεροντες, απας ο λαος ομου πανταχοθεν?
5 Ils appelèrent Lot et lui dirent: "Où sont les hommes qui sont venus chez toi cette nuit? Amène-lesnous pour que nous en abusions."5 και εκραζον προς τον Λωτ και ελεγον προς αυτον, Που ειναι οι ανδρες οι εισελθοντες προς σε την νυκτα; εκβαλε αυτους προς ημας, δια να γνωρισωμεν αυτους.
6 Lot sortit vers eux à l'entrée et, ayant fermé la porte derrière lui,6 Εξηλθε δε ο Λωτ προς αυτους εις το προθυρον, και εκλεισε την θυραν οπισω αυτου,
7 il dit: "Je vous en supplie, mes frères, ne commettez pas le mal!7 και ειπε, Μη, αδελφοι μου, μη πραξητε τοιουτον κακον?
8 Ecoutez: j'ai deux filles qui sont encore vierges, je vais vous les amener: faites-leur ce qui voussemble bon, mais, pour ces hommes, ne leur faites rien, puisqu'ils sont entrés sous l'ombre de mon toit."8 ιδου, εχω δυο θυγατερας αιτινες δεν εγνωρισαν ανδρα? να σας φερω λοιπον αυτας εξω? και καμετε εις αυτας, οπως φανη εις εσας αρεστον? μονον εις τους ανδρας τουτους μη πραξητε μηδεν, επειδη δια τουτο εισηλθον υπο την σκιαν της στεγης μου.
9 Mais ils répondirent: "Ote-toi de là! En voilà un qui est venu en étranger, et il fait le juge! Eh bien,nous te ferons plus de mal qu'à eux!" Ils le pressèrent fort, lui Lot, et s'approchèrent pour briser la porte.9 Οι δε ειπον, Φυγε απ' εκει. Και ειπον, ουτος ηλθε δια να παροικηση? θελει να γεινη και κριτης; τωρα θελομεν καποποιησει σε μαλλον παρα εκεινους. Και εβιαζον τον ανθρωπον τον Λωτ καθ' υπερβολην, και επλησιασαν δια να συντριψωσι την θυραν?
10 Mais les hommes sortirent le bras, firent rentrer Lot auprès d'eux dans la maison et refermèrent laporte.10 Εκτειναντες δε οι ανδρες τας χειρας αυτων εσυραν τον Λωτ προς εαυτους εις την οικιαν, και εκλεισαν την θυραν?
11 Quant aux hommes qui étaient à l'entrée de la maison, ils les frappèrent de berlue, du plus petitjusqu'au plus grand, et ils n'arrivaient pas à trouver l'ouverture.11 τους δε ανθρωπους, τους οντας εις την θυραν της οικιας, εκτυπησαν με αορασιαν απο μικρου εως μεγαλου, ωστε απεκαμον ζητουντες την θυραν.
12 Les hommes dirent à Lot: "As-tu encore quelqu'un ici? Tes fils, tes filles, tous les tiens qui sontdans la ville, fais-les sortir de ce lieu.12 Και ειπον οι ανδρες προς τον Λωτ, Εχεις εδω αλλον τινα; γαμβρον υιους η θυγατερας η οντινα αλλον εχεις εν τη πολει, εξαγαγε αυτους εκ του τοπου?
13 Nous allons en effet détruire ce lieu, car grand est le cri qui s'est élevé contre eux à la face deYahvé, et Yahvé nous a envoyés pour les exterminer."13 διοτι ημεις καταστρεφομεν τον τοπον τουτον, επειδη η κραυγη αυτων εμεγαλυνεν ενωπιον του Κυριου? και απεστειλεν ημας ο Κυριος δια να καταστρεψωμεν αυτον.
14 Lot alla parler à ses futurs gendres, qui devaient épouser ses filles: "Debout, dit-il, quittez ce lieu,car Yahvé va détruire la ville." Mais ses futurs gendres crurent qu'il plaisantait.14 Εξηλθε λοιπον ο Λωτ και ελαλησε προς τους γαμβρους αυτου, τους μελλοντας να λαβωσι τας θυγατερας αυτου, και ειπε, Σηκωθητε, εξελθετε εκ του τοπου τουτου? διοτι καταστρεφει ο Κυριος την πολιν. Αλλ' εφανη εις τους γαμβρους αυτου ως αστειζομενος.
15 Lorsque pointa l'aurore, les Anges insistèrent auprès de Lot, en disant: "Debout! prends ta femmeet tes deux filles qui se trouvent là, de peur d'être emporté par le châtiment de la ville."15 Και οτε εγεινεν αυγη, εβιαζον οι αγγελοι τον Λωτ, λεγοντες? Σηκωθητι, λαβε την γυναικα σου και τας δυο σου θυγατερας, τας ευρισκομενας εδω, δια να μη συναπολεσθης και συ εν τη ανομια της πολεως.
16 Et comme il hésitait, les hommes le prirent par la main, ainsi que sa femme et ses deux filles, pourla pitié que Yahvé avait de lui. Ils le firent sortir et le laissèrent en dehors de la ville.16 Επειδη δε εβραδυνεν, οι ανδρες πιασαντες την χειρα αυτου και την χειρα της γυναικος αυτου και τας χειρας των δυο θυγατερων αυτου, διοτι εσπλαγχνισθη αυτον ο Κυριος, εξηγαγον αυτον και εθεσαν αυτον εξω της πολεως.
17 Comme ils le menaient dehors, il dit: "Sauve-toi, sur ta vie! Ne regarde pas derrière toi et net'arrête nulle part dans la Plaine, sauve-toi à la montagne, pour n'être pas emporté!"17 Και οτε εξηγαγον αυτους εξω, ειπεν ο Κυριος, Διασωσον την ζωην σου? μη περιβλεψης οπισω σου, και μη σταθης καθ' ολην την περιχωρον? διασωθητι εις το ορος, δια να μη απολεσθης.
18 Lot leur répondit: "Non, je t'en prie, Monseigneur!18 Και ειπεν ο Λωτ προς αυτους, Μη, παρακαλω, Κυριε?
19 Ton serviteur a trouvé grâce à tes yeux et tu as montré unegrande miséricorde à mon égard enm'assurant la vie. Mais moi, je ne puis pas me sauver à la montagne sans que m'atteigne le malheur et que jemeure.19 ιδου, ο δουλος σου ευρηκε χαριν ενωπιον σου, και εμεγαλυνας το ελεος σου, το οποιον εκαμες προς εμε, φυλαττων την ζωην μου? αλλ' εγω δεν θελω δυνηθη να διασωθω εις το ορος, μηπως με προφθαση το κακον και αποθανω?
20 Voilà cette ville, assez proche pour y fuir, et elle est peu de chose. Permets que je m'y sauve --est-ce qu'elle n'est pas peu de chose? -- et que je vive!"20 ιδου, παρακαλω, η πολις αυτη ειναι πλησιον ωστε να καταφυγω εκει, και ειναι μικρα? εκει, παρακαλω, να διασωθω? δεν ειναι μικρα; και θελει ζησει η ψυχη μου.
21 Il lui répondit: "Je te fais encore cette grâce de ne pas renverser la ville dont tu parles.21 Και ειπε προς αυτον ο Κυριος, Ιδου, επηκουσα σου και εις το πραγμα τουτο, να μη καταστρεψω την πολιν, περι της οποιας ελαλησας?
22 Vite, sauve-toi là-bas, car je ne puis rien faire avant que tu n'y sois arrivé." C'est pourquoi on adonné à la ville le nom de Coar.22 ταχυνον, διασωθητι εκει? διοτι δεν θελω δυνηθη να καμω ουδεν, εωσου φθασης εκει? δια τουτο εκαλεσε το ονομα της πολεως Σηγωρ.
23 Au moment où le soleil se levait sur la terre et que Lot entrait à Coar,23 Ο ηλιος ανετειλεν επι την γην, οτε ο Λωτ εισηλθεν εις Σηγωρ.
24 Yahvé fit pleuvoir sur Sodome et sur Gomorrhe du soufre et du feu venant de Yahvé,24 Και εβρεξεν ο Κυριος επι τα Σοδομα και Γομορρα θειον και πυρ παρα Κυριου εκ του ουρανου?
25 et il renversa ces villes et toute la Plaine, avec tous les habitants des villes et la végétation du sol.25 και κατεστρεψε τας πολεις ταυτας, και παντα τα περιχωρα και παντας τους κατοικους των πολεων και τα φυτα της γης.
26 Or la femme de Lot regarda en arrière, et elle devint une colonne de sel.26 Αλλ' γυνη αυτου περιβλεψασα οπισθεν αυτου εγεινε στηλη αλατος.
27 Levé de bon matin, Abraham vint à l'endroit où il s'était tenu devant Yahvé27 Ο δε Αβρααμ σηκωθεις ενωρις το πρωι ηλθεν εις τον τοπον οπου ειχε σταθη ενωπιον του Κυριου?
28 et il jeta son regard sur Sodome, sur Gomorrhe et sur toute la Plaine, et voici qu'il vit la fuméemonter du pays comme la fumée d'une fournaise!28 και βλεψας επι τα Σοδομα και Γομορρα και εφ' ολην την γην της περιχωρου, ειδε, και ιδου, ανεβαινε καπνος απο της γης, ως καπνος καμινου.
29 Ainsi, lorsque Dieu détruisit les villes de la Plaine, il s'est souvenu d'Abraham et il a retiré Lot dumilieu de la catastrophe, dans le renversement des villes où habitait Lot.29 Ουτω λοιπον, οτε ο Θεος κατεστρεψε τας πολεις της περιχωρου, ενεθυμηθη ο Θεος τον Αβρααμ, και εξαπεστειλε τον Λωτ εκ μεσου της καταστροφης, οτε κατεστρεψε τας πολεις, εις τας οποιας κατωκει ο Λωτ.
30 Lot monta de Coar et s'établit dans la montagne avec ses deux filles, car il n'osa pas rester à Coar.Il s'installa dans une grotte, lui et ses deux filles.30 Ανεβη δε ο Λωτ απο Σηγωρ και κατωκησεν εν τω ορει, και μετ' αυτου αι δυο θυγατερες αυτου, διοτι εφοβηθη να κατοικηση εν Σηγωρ? και κατωκησεν εν σπηλαιω, αυτος και αι δυο θυγατερες αυτου.
31 L'aînée dit à la cadette: "Notre père est âgé et il n'y a pas d'homme dans le pays pour s'unir à nousà la manière de tout le monde.31 Και ειπεν η πρεσβυτερα προς την νεωτεραν, Ο πατηρ ημων ειναι γερων, και ανθρωπος δεν ειναι επι της γης, δια να εισελθη προς ημας κατα την συνηθειαν πασης της γης?
32 Viens, faisons boire du vin à notre père et couchons avec lui; ainsi, de notre père, nous susciteronsune descendance."32 ελθε, ας ποτισωμεν τον πατερα, ημων οινον, και ας κοιμηθωμεν μετ' αυτου, και ας αναστησωμεν σπερμα εκ του πατρος ημων.
33 Elles firent boire, cette nuit-là, du vin à leur père, et l'aînée vint s'étendre près de son père, quin'eut conscience ni de son coucher ni de son lever.33 Εποτισαν λοιπον τον πατερα αυτων οινον κατ' εκεινην την νυκτα? και εισηλθεν η πρεσβυτερα και εκοιμηθη μετα του πατρος αυτης? και εκεινος δεν ενοησεν ουτε ποτε επλαγιασεν αυτη, και ποτε εσηκωθη.
34 Le lendemain, l'aînée dit à la cadette: "La nuit dernière, j'ai couché avec mon père; faisons-luiboire du vin encore cette nuit et va coucher avec lui; ainsi, de notre père nous susciterons une descendance."34 Και την επαυριον ειπεν η πρεσβυτερα προς την νεωτεραν, Ιδου, εγω εκοιμηθην χθες την νυκτα μετα του πατρος ημων? ας ποτισωμεν αυτον οινον και την νυκτα ταυτην, και εισελθουσα συ, κοιμηθητι μετ' αυτου, και ας αναστησωμεν σπερμα εκ του πατρος ημων.
35 Elles firent boire du vin à leur père encore cette nuit-là, et la cadette s'étendit auprès de lui, quin'eut conscience ni de son coucher ni de son lever.35 Εποτισαν λοιπον και την νυκτα εκεινην τον πατερα αυτων οινον, και σηκωθεισα η νεωτερα, εκοιμηθη μετ' αυτου? και εκεινος δεν ενοησεν ουτε ποτε επλαγιασεν αυτη, και ποτε εσηκωθη.
36 Les deux filles de Lot devinrent enceintes de leur père.36 Και συνελαβον αι δυο θυγατερες του Λωτ εκ του πατρος αυτων.
37 L'aînée donna naissance à un fils et elle l'appela Moab; c'est l'ancêtre des Moabites d'aujourd'hui.37 Και εγεννησεν η πρεσβυτερα υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Μωαβ? ουτος ειναι ο πατηρ των Μωαβιτων εως της σημερον.
38 La cadette aussi donna naissance à un fils et elle l'appela Ben-Ammi; c'est l'ancêtre des Bené-Ammon d'aujourd'hui.38 Εγεννησε δε και η νεωτερα υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Βεν-αμμι? ουτος ειναι ο πατηρ των Αμμωνιτων εως της σημερον.