1 Migliore è un boccon di pane secco, con quiete, Che una casa piena di animali ammazzati, con rissa | 1 Καλητερον ξηρον ψωμιον και ειρηνη μετ' αυτου, παρα οικον πληρη θυματων μετα εριδος. |
2 Il servitore intendente signoreggerà sopra il figliuolo che reca vituperio, E spartirà l’eredità tra i fratelli | 2 Ο φρονιμος υπηρετης θελει εξουσιαζει επι υιου αισχυνης και θελει συμμοιρασθη την κληρονομιαν μεταξυ αδελφων. |
3 La coppella è per l’argento, e il fornello per l’oro; Ma il Signore prova i cuori | 3 Το χωνευτηριον δοκιμαζει τον αργυρον και η καμινος τον χρυσον, ο δε Κυριος τας καρδιας. |
4 L’uomo maligno presta gli orecchi alle labbra inique; E l’ingannatore ascolta la lingua maliziosa | 4 Ο κακοποιος υπακουει εις τα ανομα χειλη? ο ψευστης διδει ακροασιν εις την κακην γλωσσαν. |
5 Chi beffa il povero fa onta a colui che l’ha fatto; Chi si rallegra della calamità altrui non resterà impunito | 5 Οστις περιγελα τον πτωχον, ονειδιζει τον Ποιητην αυτου? οστις χαιρει εις συμφορας, δεν θελει μεινει ατιμωρητος. |
6 I figliuoli de’ figliuoli son la corona de’ vecchi; E i padri son la gloria de’ figliuoli | 6 Τεκνα τεκνων ειναι ο στεφανος των γεροντων? και η δοξα των τεκνων οι πατερες αυτων. |
7 Il parlar magnifico non è decevole all’uomo da nulla; Quanto meno al principe il labbro falso! | 7 Χειλη υπεροχης δεν αρμοζουσιν εις τον αφρονα? πολυ ολιγωτερον χειλη ψευδους εις τον αρχοντα. |
8 Il presente è, appo chi è dato a ricever presenti, una gioia graziosa; Dovunque si volge produce effetto | 8 Το δωρον ειναι ως λιθος πολυτιμος εις τους οφθαλμους του δωροδοκουμενου? οπου τουτο εμφανισθη, κατορθονει. |
9 Chi copre il fallo procaccia amicizia; Ma chi lo ridice disunisce gli amici | 9 Οστις κρυπτει παραβασιν, ζητει φιλιαν? αλλ' οστις επαναλεγει το πραγμα, χωριζει τους στενωτερους φιλους. |
10 La riprensione scende più addentro nell’uomo intendente, Che cento percosse date allo stolto | 10 Περισσοτερον τυπτει ο ελεγχος τον φρονιμον, παρα εκατον μαστιγωσεις τον αφρονα. |
11 Il malvagio non cerca altro che ribellione; Ma l’angelo crudele sarà mandato contro a lui | 11 Ο κακος ζητει μονον στασεις? δια τουτο αγγελος σκληρος θελει πεμφθη κατ' αυτου. |
12 Scontrisi pure in un uomo un’orsa, a cui sieno stati tolti i suoi figli, Anzi che un pazzo nella sua pazzia | 12 Ας απαντηση τον ανθρωπον αρκτος στερηθεισα των τεκνων αυτης και ουχι αφρων εν τη μωρια αυτου. |
13 Il male non si dipartirà giammai dalla casa Di chi rende il mal per lo bene | 13 Οστις αποδιδει κακον αντι καλου, κακον δεν θελει αναχωρησει απο του οικου αυτου. |
14 Chi comincia la contesa è come chi dà apritura alle acque; Però avanti che si venga alle contumelie, lascia la questione | 14 Οστις αρχιζει φιλονεικιαν, ειναι ως ο εκφραττων υδατα? οθεν παυσον απο της φιλονεικιας πριν εξαφθη. |
15 Chi assolve il reo, e chi condanna il giusto, Sono amendue ugualmente abbominevoli al Signore | 15 Ο δικαιονων τον ασεβη και ο καταδικαζων τον δικαιον, αμφοτεροι ειναι βδελυγμα εις τον Κυριον. |
16 A che serve il prezzo in mano allo stolto, Da comperar sapienza, poichè egli non ha alcun senno? | 16 Τι χρησιμευουσι τα χρηματα εις την χειρα του αφρονος, δια να αγοραση σοφιαν, αφου δεν εχει γνωσιν; |
17 L’amico ama in ogni tempo, E il fratello nasce per l’afflizione | 17 Εν παντι καιρω αγαπα ο φιλος, και ο αδελφος γενναται δια καιρον αναγκης. |
18 L’uomo scemo di senno tocca la mano, E fa sicurtà al suo prossimo | 18 Ανθρωπος ενδεης φρενων διδει χειρα και εγγυαται δια τον φιλον αυτου. |
19 Chi ama contesa ama misfatto; Chi alza la sua porta cerca ruina | 19 Ο αγαπων εριδας αγαπα αμαρτηματα? ο υπερυψονων την πυλην αυτου ζητει ολεθρον. |
20 L’uomo perverso di cuore non troverà il bene; E l’uomo stravolto nel suo parlare caderà nel male | 20 Ο σκολιος την καρδιαν δεν ευρισκει καλον? και ο διεστραμμενος την γλωσσαν αυτου πιπτει εις συμφοραν. |
21 Chi genera un pazzo lo genera a suo cordoglio; E il padre dello stolto non si rallegrerà | 21 Οστις γεννα αφρονα, γεννα αυτον δια λυπην αυτου? και ο πατηρ του ανοητου δεν απολαμβανει χαραν. |
22 Il cuore allegro giova, come una medicina; Ma lo spirito afflitto secca le ossa | 22 Η ευφραινομενη καρδια διδει ευεξιαν ως ιατρικον? το δε κατατεθλιμμενον πνευμα ξηραινει τα οστα. |
23 L’empio prende il presente dal seno, Per pervertir le vie del giudicio | 23 Ο ασεβης δεχεται δωρον απο του κολπου, δια να διαστρεψη τας οδους της κρισεως. |
24 La sapienza è nel cospetto dell’intendente; Ma gli occhi dello stolto riguardano alle estremità della terra | 24 Επι του προσωπου του συνετου ειναι σοφια? αλλ' οι οφθαλμοι του αφρονος βλεπουσιν εις τα ακρα της γης. |
25 Il figliuolo stolto è sdegno a suo padre, Ed amaritudine a colei che l’ha partorito | 25 Ο αφρων υιος ειναι βαρυθυμια εις τον πατερα αυτου και πικρια εις την γεννησασαν αυτον. |
26 Egli non è bene di condannare il giusto, non pure ad ammenda, Nè che i principi battano alcuno per dirittura | 26 Δεν ειναι ποτε καλον να επιβαλληται ποινη εις τον δικαιον, να επιβουλευηται τις τους αρχοντας δια την ευθυτητα αυτων. |
27 Chi rattiene i suoi detti è dotato di conoscimento; E chi è di spirito riservato è uomo intendente. | 27 Ο κρατων τους λογους αυτου ειναι γνωστικος? ο μακροθυμος ανθρωπος ειναι φρονιμος. |
28 Lo stolto stesso è reputato savio, quando si tace; E prudente, quando tiene le labbra chiuse | 28 Και αυτος ο αφρων, οταν σιωπα λογιζεται σοφος? και ο κλειων τα χειλη αυτου, συνετος. |