Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Secondo libro di Samuele 5


font
BIBBIA TINTORIGREEK BIBLE
1 Vennero poi da David in Ebron tutte le tribù d'Israele e dissero: «Noi siamo tue ossa e tua carne;1 Και ηλθον πασαι αι φυλαι του Ισραηλ προς τον Δαβιδ εις Χεβρων και ειπον, λεγοντες, Ιδου, οστουν σου και σαρξ σου ειμεθα ημεις?
2 anche per l'addietro, quando Saul era re sopra di noi, eri tu che conducevi e riconducevi Israele; e il Signore t'ha detto: Tu pascerai il mio popolo d'Israele, tu sarai condottiero d'Israele ».2 και προτερον ετι, οτε ο Σαουλ εβασιλευεν εφ' ημας, συ ησο ο εξαγων και εισαγων τον Ισραηλ? και προς σε ειπεν ο Κυριος, Συ θελεις ποιμανει τον λαον μου τον Ισραηλ, και συ θελεις εισθαι ηγεμων επι τον Ισραηλ.
3 Essendo adunque andati gli anziani d'Israele dal re in Ebron, il re David fece alleanza con essi in Ebron, davanti al Signore, ed essi unsero David in re sopra Israele.3 Και ηλθον παντες οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ προς τον βασιλεα εις Χεβρων? και εκαμεν ο βασιλευς Δαβιδ συνθηκην μετ' αυτων εις Χεβρων ενωπιον του Κυριου? και εχρισαν τον Δαβιδ βασιλεα επι τον Ισραηλ.
4 David aveva trent'anni quando cominciò a regnare; e regnò quarant'anni:4 Τριακοντα ετων ητο ο Δαβιδ οτε εγεινε βασιλευς, και εβασιλευσε τεσσαρακοντα ετη?
5 in Ebron, sopra Giuda, sette anni e sei mesi; in Gerusalemme, sopra tutto Israele e Giuda, trentatrè anni.5 εν μεν Χεβρων εβασιλευσεν επι τον Ιουδαν επτα ετη και εξ μηνας? εν δε Ιερουσαλημ εβασιλευσε τριακοντα τρια ετη επι παντα τον Ισραηλ και Ιουδαν.
6 Il re andò con tutta la gente ch'era con lui, in Gerusalemme, contro i Gebusei, che abitavano nel paese. Ma essi dissero a David: « Non c'entrerai, se non levi i ciechi e gli zoppi che dicono: David non c'entrerà ».6 Και υπηγεν ο βασιλευς και οι ανδρες αυτου εις Ιερουσαλημ, προς τους Ιεβουσαιους, τους κατοικουντας την γην? οιτινες ελαλησαν προς τον Δαβιδ, λεγοντες, Δεν θελεις εισελθει ενταυθα, εαν δεν εκβαλης τους τυφλους και χωλους? λεγοντες οτι ο Δαβιδ δεν ηθελε δυνηθη να εισελθη εκει.
7 Ma David prese la cittadella di Sion, che è la città di David,7 Ο Δαβιδ ομως εκυριευσε το φρουριον Σιων? αυτη ειναι η πολις Δαβιδ.
8 perchè egli aveva in quel giorno proposto un premio a chi avesse percosso i Gebusei, avesse toccato le scanalature dei tetti, e ne avesse levati i ciechi e gli zoppi, che odiavano l'anima di David. Per questo si dice in proverbio: « Il cieco e lo zoppo non entreran nel tempio ».8 Και ειπεν ο Δαβιδ την ημεραν εκεινην, Οστις φθαση εις τον οχετον και παταξη τους Ιεβουσαιους, και τους χωλους και τους τυφλους, τους μισουμενους υπο της ψυχης του Δαβιδ, θελει εισθαι αρχηγος. Δια τουτο λεγουσι, Τυφλος και χωλος δεν θελουσιν εισελθει εις τον οικον.
9 Poi David si stabilì nella fortezza, e la chiamò Città di David, e vi fece delle costruzioni all'intorno, a partir da Mello, e al di dentro.9 Και κατωκησεν ο Δαβιδ εν τινι φρουριω και ωνομασεν αυτο, Η πολις Δαβιδ. Και εκαμεν ο Δαβιδ οικοδομας κυκλω απο Μιλλω και εσω.
10 E andava sempre avanzando e crescendo, e il Signore degli eserciti era con lui.10 Και προεχωρει ο Δαβιδ και εμεγαλυνετο, και Κυριος ο Θεος των δυναμεων ητο μετ' αυτου.
11 Anche Hiram re di Tiro mandò ambasciatori a David, e legni di cedro, legnaioli, lavoratori di pietre per i muri, ed essi edificarono una casa a David.11 Και απεστειλεν ο Χειραμ, βασιλευς της Τυρου, πρεσβεις προς τον Δαβιδ, και ξυλα κεδρινα και ξυλουργους και κτιστας, και ωκοδομησαν οικον εις τον Δαβιδ.
12 E David conobbe che il Signore l'aveva confermato re sopra Israele e che aveva innalzato il regno di lui sopra il suo popolo Israele.12 Και εγνωρισεν ο Δαβιδ, οτι ο Κυριος κατεστησεν αυτον βασιλεα επι τον Ισραηλ, και οτι υψωσε την βασιλειαν αυτου δια τον λαον αυτου Ισραηλ.
13 David poi prese anche delle concubine e delle mogli di Gerusalemme, dopo ch'era venuto da Ebron, e gli nacquero altri figli e figlie.13 Και ελαβε προσετι ο Δαβιδ παλλακας και γυναικας εκ της Ιερουσαλημ, αφου ηλθεν εκ Χεβρων? και εγεννηθησαν ετι εις τον Δαβιδ υιοι και θυγατερες.
14 Ecco i nomi di quelli che gli nacquero in Gerusalemme: Samua, Sobab, Natan, Salomone,14 ταυτα δε ειναι τα ονοματα των εις αυτον γεννηθεντων εν Ιερουσαλημ? Σαμμουα και Σωβαβ και Ναθαν και Σολομων,
15 Iebahar, Elisua, Nefeg,15 και Ιεβαρ και Ελισουα και Νεφεγ και Ιαφια,
16 Iafia, Elisama, Elioda ed Elifalet.16 και Ελισαμα και Ελιαδα και Ελιφαλετ.
17 Avendo i Filistei inteso che David era stato unto in re sopra Israele, salirono tutti per cercare David. Ma David, avendo ciò udito, discese nella fortezza.17 Οτε δε ηκουσαν οι Φιλισταιοι οτι εχρισαν τον Δαβιδ βασιλεα επι τον Ισραηλ, ανεβησαν παντες οι Φιλισταιοι να ζητησωσι τον Δαβιδ? και ο Δαβιδ ηκουσε περι τουτου και κατεβη εις το φρουριον.
18 I Filistei vennero e si stesero nella valle dei Rafaim.18 Και ηλθον οι Φιλισταιοι και διεχυθησαν εις την κοιλαδα Ραφαειμ.
19 Allora David consultò il Signore, dicendo: « Devo salire contro i Filistei? Li darai tu nelle mie mani? » Il Signore rispose a David: « Sali, perchè io darò e metterò nelle tue mani i Filistei ».19 Και ερωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, λεγων, Να αναβω προς τους Φιλισταιους; θελεις παραδωσει αυτους εις την χειρα μου; Και ειπεν ο Κυριος προς τον Δαβιδ, Αναβα? διοτι βεβαιως θελω παραδωσει τους Φιλισταιους εις την χειρα σου.
20 David allora andò a Baal Farasim ed ivi li percosse, e disse: « Il Signore ha disperso i miei nemici davanti a me, come si disperdono le acque ». Per questo quel luogo fu detto Baal Farasim.20 Και ηλθεν ο Δαβιδ εις Βααλ-φερασειμ, και εκει επαταξεν αυτους ο Δαβιδ και ειπεν, Ο Κυριος διεκοψε τους εχθρους μου εμπροσθεν μου, καθως διακοπτονται τα υδατα. Δια τουτο εκαλεσθη το ονομα του τοπου εκεινου Βααλ-φερασειμ.
21 I Filistei vi lasciarono i loro idoli, che David e la sua gente portaron via.21 Και εκει κατελιπον τα ειδωλα αυτων, και εσηκωσαν αυτα ο Δαβιδ και οι ανδρες αυτου.
22 I Filistei tornarono un'altra volta e si schierarono nella Valle dei Rafaim.22 Και ανεβησαν παλιν οι Φιλισταιοι και διεχυθησαν εις την κοιλαδα Ραφαειμ.
23 David consultò il Signore: « Devo salire contro i Filistei? Li darai nelle mie mani? » Il Signore rispose: « Non salire di fronte ad essi; ma gira loro dietro e va ad attaccarli dal lato dei peri.23 Και οτε ηρωτησεν ο Δαβιδ τον Κυριον, ειπε, Μη αναβης? στρεψον οπισω αυτων και επιπεσον επ' αυτους απεναντι των συκαμινων.
24 Quando sentirai il rumore di uno che sembra cammini sopra le cime dei peri, allora comincerai la battaglia, perchè allora il Signore uscirà davanti a te per percuotere il campo dei Filistei».24 και οταν ακουσης θορυβον διαβασεως επι των κορυφων των συκαμινων, τοτε θελεις σπευσει διοτι τοτε ο Κυριος θελει εξελθει εμπροσθεν σου, δια να παταξη το στρατοπεδον των Φιλισταιων.
25 David, avendo fatto come il Signore gli aveva comandato, percosse i Filistei da Gabaa fino a Gezer.25 Και εκαμεν ο Δαβιδ, καθως προσεταξεν εις αυτον ο Κυριος? και επαταξε τους Φιλισταιους απο Γαβαα εως της εισοδου Γεζερ.