Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Genesis 44


font
NEW JERUSALEMGREEK BIBLE
1 Then Joseph instructed his chamberlain as follows: 'Fil these men's sacks with as much food as theycan carry, and put each man's money in the mouth of his sack.1 Προσεταξε δε τον επιστατην της οικιας αυτου λεγων, Γεμισον τα σακκια των ανθρωπων τροφας, οσας δυνανται να φερωσι, και βαλε το αργυριον εκαστου εν τω στοματι του σακκιου αυτου?
2 And put my cup, the silver one, in the mouth of the youngest one's sack as wel as the money for hisrations.' He did as Joseph had instructed.2 και βαλε το ποτηριον μου, το ποτηριον το αργυρουν, εν τω στοματι του σακκιου του νεωτερου και το αργυριον του σιτου αυτου. Και εκαμε κατα τον λογον τον οποιον ειπεν ο Ιωσηφ.
3 At daybreak, the men were sent off with their donkeys.3 Το πρωι καθως εφεγξεν, απεσταλησαν οι ανθρωποι, αυτοι και οι ονοι αυτων.
4 They had gone only a little way from the city, when Joseph said to his chamberlain, 'Away now andfol ow those men. When you catch up with them, say to them, "Why have you repaid good with evil?4 Αφου δε εξηλθον εκ της πολεως, πριν απομακρυνθωσι πολυ, ειπεν ο Ιωσηφ προς τον επιστατην της οικιας αυτου, Σηκωθεις, δραμε κατοπιν των ανθρωπων? και προφθασας ειπε προς αυτους, δια τι ανταπεδωκατε κακον αντι καλου;
5 Is this not what my lord uses for drinking and also for reading omens? What you have done is wrong."'5 δεν ειναι τουτο το ποτηριον, εις το οποιον πινει ο κυριος μου, και δια του οποιου αληθως μαντευει; κακως εκαμετε πραξαντες τουτο.
6 So when he caught up with them he repeated these words.6 Και καθως επροφθασεν αυτους, ειπε προς αυτους τους λογους τουτους.
7 They asked him, 'What does my lord mean? Your servants would never think of doing such a thing.7 Οι δε ειπον προς αυτον, Δια τι ο κυριος ημων λαλει κατα τους λογους τουτους; μη γενοιτο οι δουλοι σου να πραξωσι τοιουτον πραγμα?
8 Look, we brought you back the money we found in the mouths of our sacks, al the way from Canaan.Are we likely to have stolen silver or gold from your master's house?8 ιδου, το αργυριον, το οποιον ευρηκαμεν εν τω στοματι των σακκιων ημων, επεστρεψαμεν προς σε εκ της γης Χανααν, και πως ηθελομεν κλεψει εκ της οικιας του κυριου σου αργυριον η χρυσιον;
9 Whichever of your servants is found to have it shall die, and the rest of us shal be slaves of my lord.'9 εις οντινα εκ των δουλων σου ευρεθη, ας αποθανη, και ημεις ετι θελομεν γεινει δουλοι του κυριου ημων.
10 'Very wel , then, it shal be as you say,' he replied, 'the one on whom it is found shall become myslave, but the rest of you can go free.'10 Ο δε ειπε, Και τωρα ας γεινη καθως λεγετε? εις οντινα ευρεθη, θελει γεινει δουλος μου, σεις δε θελετε εισθαι αθωοι.
11 Each of them quickly lowered his sack to the ground, and each opened his own.11 Και σπευσαντες, κατεβιβασαν εκαστος το σακκιον αυτου εις την γην και ηνοιξεν εκαστος το σακκιον αυτου.
12 He searched, beginning with the eldest and ending with the youngest, and found the cup inBenjamin's sack.12 Και ηρευνησεν, αρχισας απο του πρεσβυτερου και τελειωσας εις τον νεωτερον? και ευρεθη το ποτηριον εν τω σακκιω του Βενιαμιν.
13 Then they tore their clothes, and when each man had reloaded his donkey they returned to the city.13 Τοτε εσχισαν τα ιματια αυτων και φορτωσαντες εκαστος τον ονον αυτου, επεστρεψαν εις την πολιν.
14 When Judah and his brothers arrived at Joseph's house he was still there, so they fell on the groundin front of him.14 Εισηλθε δε ο Ιουδας και οι αδελφοι αυτου εις την οικιαν του Ιωσηφ, ετι αυτου οντος εκει? και επεσαν εμπροσθεν αυτου επι την γην.
15 'What do you mean by doing this?' Joseph asked them. 'Did you not know that a man such as I am isa reader of omens?'15 Και ειπε προς αυτους ο Ιωσηφ, Τι ειναι το πραγμα τουτο, το οποιον επραξατε; δεν εξευρετε οτι ανθρωπος οποιος εγω αληθως μαντευει;
16 'What can we answer my lord?' Judah replied. 'What can we say? How can we clear ourselves? Godhimself has uncovered your servants' guilt. Here we are then, my lord's slaves, we no less than the one in whose possession the cup was found.'16 Και ειπεν ο Ιουδας, Τι να ειπωμεν προς τον κυριον μου; τι να λαλησωμεν; η πως να δικαιωθωμεν; ο Θεος ευρηκε την αδικιαν των δουλων σου? ιδου, ειμεθα δουλοι του κυριου μου και εμεις και εκεινος εις τον οποιον ευρεθη το ποτηριον.
17 'I could not think of doing such a thing,' he replied. 'The man in whose possession the cup was foundshall be my slave, but you can go back unhindered to your father.'17 Ο δε ειπε, Μη γενοιτο εις εμε να πραξω τουτο? ο ανθρωπος εις τον οποιον ευρεθη το ποτηριον, ουτος θελει εισθαι εις εμε δουλος? σεις δε αναβητε εν ειρηνη προς τον πατερα σας.
18 At this, Judah went up to him and said, 'May it please my lord, let your servant have a word privatelywith my lord. Do not be angry with your servant, for you are like Pharaoh himself.18 Τοτε επλησιασεν εις αυτον ο Ιουδας και ειπε, Δεομαι, κυριε μου? ας λαληση, παρακαλω, ο δουλος σου λογον εις τα ωτα του κυριου μου και ας μη εξαφθη ο θυμος σου κατα του δουλου σου? διοτι συ εισαι ως Φαραω.
19 My lord questioned his servants, "Have you father or brother?"19 Ο κυριος μου ηρωτησε τους δουλους αυτου λεγων, Εχετε πατερα, η αδελφον;
20 And we said to my lord, "We have an old father, and a younger brother born of his old age. Hisbrother is dead, so he is the only one by that mother now left, and his father loves him."20 Και ειπομεν προς τον κυριον μου, Εχομεν πατερα γεροντα και παιδιον του γηρατος αυτου μικρον, ο δε αδελφος αυτου απεθανε? και αυτος μονος εμεινεν εκ της μητρος αυτου και ο πατηρ αυτου αγαπα αυτον.
21 Then you said to your servants, "Bring him down to me, so that I can set eyes on him."21 Και ειπας προς τους δουλους σου, Φερετε αυτον προς εμε δια να ιδω αυτον ιδιοις οφθαλμοις.
22 We replied to my lord, "The boy cannot leave his father. If he leaves him, his father will die."22 Και ειπομεν προς τον κυριον μου, το παιδιον δεν δυναται να αφηση τον πατερα αυτου διοτι εαν αφηση τον πατερα αυτου, ουτος θελει αποθανει.
23 But you said to your servants, "If your youngest brother does not come down with you, you wil notbe admitted to my presence again."23 Συ δε ειπας προς τους δουλους σου, Εαν δεν καταβη ο αδελφος υμων ο νεωτερος μεθ' υμων, δεν θελετε ιδει πλεον το προσωπον μου.
24 When we went back to your servant my father, we repeated to him what my lord had said.24 Και οτε ανεβημεν προς τον δουλον σου τον πατερα μου, απηγγειλαμεν προς αυτον τους λογους του κυριου μου.
25 So when our father said, "Go back and get us a little food,"25 Ο δε πατηρ ημων ειπεν, Υπαγετε παλιν, αγορασατε εις ημας ολιγας τροφας.
26 we said, "We cannot go down. We shall go only if our youngest brother is with us for, unless ouryoungest brother is with us, we shal not be admitted to the man's presence."26 Και ειπομεν, Δεν δυναμε0α να καταβωμεν? εαν ο αδελφος ημων ο νεωτερος ηναι μεθ' ημων, τοτε θελομεν καταβη? διοτι δεν δυναμεθα να ιδωμεν το προσωπον του ανθρωπου, εαν ο αδελφος ημων ο νεωτερος δεν ηναι μεθ' ημων.
27 So your servant our father said to us, "You know that my wife bore me two children.27 Και ο δουλος σου ο πατηρ μου ειπε προς ημας, Σεις εξευρετε οτι δυο υιους εγεννησεν εις εμε η γυνη μου?
28 When one of them left me, I supposed that he must have been torn to pieces, and I have never seenhim since.28 και ο εις εξηλθεν απο πλησιον μου και ειπα, Βεβαιως κατεσπαραχθη υπο θηριου? και δεν ειδον αυτον εως του νυν?
29 If you take this one from me too and any harm comes to him, you wil send my white head down toSheol with grief."29 εαν δε λαβητε και τουτον απ' εμπροσθεν μου και συμβη εις αυτον συμφορα, θελετε καταβιβασει την πολιαν μου μετα λυπης εις τον ταφον.
30 If I go to your servant my father now, and we do not have the boy with us, he will die as soon as hesees that the boy is not with us, for his heart is bound up with him;30 Τωρα λοιπον οταν υπαγω προς τον δουλον σου τον πατερα μου, και το παιδιον δεν ηναι μεθ' ημων επειδη η ψυχη αυτου κρεμαται εκ της ψυχης εκεινου,
31 and your servants will have sent your servant our father's white head down to Sheol with grief.31 καθως ιδη οτι το παιδιον δεν ειναι, θελει αποθανει και οι δουλοι σου θελουσι καταβιβασει την πολιαν του δουλου σου του πατρος ημων μετα λυπης εις τον ταφον.
32 Now your servant went surety to my father for the boy. I said: "If I do not bring him back to you, letme bear the blame before my father al my life."32 Διοτι ο δουλος σου εγγυηθη περι του παιδιου προς τον πατερα μου λεγων, Εαν δεν φερω αυτον προς σε, τοτε θελω εισθαι υπευθυνος προς τον πατερα μου διαπαντος.
33 Let your servant stay, then, as my lord's slave in place of the boy, I implore you, and let the boy goback with his brothers.33 Τωρα λοιπον, δεομαι σου, ας μεινη ο δουλος σου αντι του παιδιου δουλος εις τον κυριον μου, το δε παιδιον ας αναβη μετα των αδελφων αυτου?
34 How indeed could I go back to my father and not have the boy with me? I could not bear to see themisery that would overwhelm my father.'34 διοτι πως να αναβω προς τον πατερα μου, εαν το παιδιον δεν ηναι μετ' εμου; ουχι, δια να μη ιδω το κακον, το οποιον θελει ευρει τον πατερα μου.