Scrutatio

Venerdi, 10 maggio 2024 - San Giobbe ( Letture di oggi)

Giona 1


font
BIBBIA MARTINIGREEK BIBLE
1 Il Signore parlò a Giona figliuolo di Amathi, e disse:1 Και εγεινε λογος Κυριου προς Ιωναν τον υιον του Αμαθι, λεγων,
2 Alzati, e va a Ninive citta grande, ed ivi predica, perchè il clamore di sua malvagità è salito fino a me.2 Σηκωθητι, υπαγε εις Νινευη, την πολιν την μεγαλην, και κηρυξον κατ' αυτης? διοτι η ασεβεια αυτων ανεβη ενωπιον μου.
3 E Giona si mosse per fuggirsene a Tharsis dalla faccia del Signore, e andò a Joppe, e trovò una nave, che facea vela per Tharsis, e pagò il suo nolo, ed entrò in essa cogli altri per andarsene a Tharsis, fuggendo dalla faccia del Signore.3 Και εσηκωθη ο Ιωνας δια να φυγη εις Θαρσεις απο προσωπου Κυριου και κατεβη εις Ιοππην? και ευρηκε πλοιον πορευομενον εις Θαρσεις, και εδωκε τον ναυλον αυτου και επεβη εις αυτο, δια να υπαγη μετ' αυτων εις Θαρσεις απο προσωπου Κυριου.
4 Ma il Signore mandò sul mare un gran vento, e si fece gran tempesta di mare, e la nave era in pericolo di essere fracassata.4 Αλλ' ο Κυριος εξηγειρεν ανεμον μεγαν επι την θαλασσαν, και εγεινε κλυδων μεγας εν τη θαλασση και το πλοιον εκινδυνευε να συντριφθη.
5 E i marinari erano sbigottiti, e alzò le grida ciascuno al suo dio, e gettarono in mare il carico della nave per alleggiarla: ma Giona era sceso nel fondo della nave, e dormiva profondamente.5 Και εφοβηθησαν οι ναυται και ανεβοησαν εκαστος προς τον θεον αυτου και εκαμον εκβολην των εν τω πλοιω σκευων εις την θαλασσαν, δια να ελαφρωθη απ' αυτων? ο δε Ιωνας κατεβη εις το κοιλωμα του πλοιου και επλαγιασε και εκοιματο βαθεως.
6 E il piloto se gli accostò, e gli disse: Che fai tu dormiglione? alzati, e invoca il tuo Dio, se a sorte Dio si ricordasse di noi, e ci sottraesse alla perdizione.6 Και επλησιασε προς αυτον ο πλοιαρχος και ειπε προς αυτον, Τι κοιμασαι συ; σηκωθητι, επικαλου τον Θεον σου, ισως ο Θεος μας ενθυμηθη και δεν χαθωμεν.
7 Indi dissero l'un uomo all'altro: Venite, e tiriamo le sorti per sapere donde venga a noi questa sciagura: e tirarono a sorte, e la sorte cadde sopra di Giona.7 Και ειπον εκαστος προς τον πλησιον αυτου, Ελθετε και ας ριψωμεν κληρους, δια να γνωρισωμεν τινος ενεκεν το κακον τουτο ειναι εφ' ημας. Και ερριψαν κληρους και επεσεν ο κληρος επι τον Ιωναν.
8 E dissero a lui: Fa tu sapere a noi il perchè ci troviamo in tal miseria, che mestiere è il tuo? di dove sei, e dove vai, e di qual nazione se' tu?8 Τοτε ειπον προς αυτον, Ειπε τωρα προς ημας, τινος ενεκεν το κακον τουτο ηλθεν εφ' ημας; Τι ειναι το εργον σου; και ποθεν ερχεσαι; τις ο τοπος σου; και εκ τινος λαου εισαι;
9 E quegli disse: Io sono Ebreo, e temo il Signore Dio del cielo, e della terra, che fece il mare, e la terra.9 Ο δε ειπε προς αυτους, Εγω ειμαι Εβραιος? και σεβομαι Κυριον τον Θεον του ουρανου, οστις εποιησε την θαλασσαν και την ξηραν.
10 E coloro rimasero sbigottiti grandemente, e gli dissero: Perchè hai tu fatto questo? (Imperocché dal suo racconto avean compreso, com'ei fuggiva dalla faccia del Signore.)10 Τοτε εφοβηθησαν οι ανθρωποι φοβον μεγαν και ειπον προς αυτον, Τι ειναι τουτο, το οποιον εκαμες; διοτι εγνωρισαν οι ανθρωποι, οτι εφευγεν απο προσωπου Κυριου, επειδη ειχεν αναγγειλει τουτο προς αυτους.
11 E gli dissero: Che farem noi di te, affinchè il mare si plachi con noi? perocché il mare si andava ingrossando.11 Και ειπον προς αυτον, Τι να σε καμωμεν, δια να ησυχαση η θαλασσα αφ' ημων; διοτι η θαλασσα εκλυδωνιζετο επι το μαλλον.
12 Ed ei disse loro: Prendetemi, e gettatemi in mare, e il mare si acquieterà; perocché io so, che per mia cagione vi ha assaliti questa tempesta.12 Και ειπε προς αυτους, Σηκωσατε με και ριψατε με εις την θαλασσαν, και η θαλασσα θελει ησυχασει αφ' υμων? διοτι εγω γνωριζω, οτι εξ αιτιας εμου εγεινεν ο μεγας ουτος κλυδων εφ' υμας.
13 E la gente s'aiutava co' remi per tornare a terra, ma non potevano, per chè il mare si andava gonfiando sopra di loro.13 Οι ανθρωποι ομως εκωπηλατουν δυνατα δια να επιστρεψωσι προς την ξηραν? αλλα δεν εδυναντο, διοτι η θαλασσα εκλυδωνιζετο επι το μαλλον κατ' αυτων.
14 E alzaron le grida al Signore, e dissero: Signore, ti preghiamo, che non abbiam noi a perire, per aver data la morte a quest'uomo, e non porre sopra di noi il sangue innocente; per chè tu, o Signore, fai quello, che ti piace.14 Οθεν ανεβοησαν προς τον Κυριον και ειπον, Δεομεθα, Κυριε, δεομεθα, ας μη χαθωμεν δια την ζωην του ανθρωπου τουτου και μη επιβαλης εφ' ημας αιμα αθωον? διοτι συ, Κυριε, εκαμες ως ηθελες.
15 E preser Giona, e lo messero nel mare, e il furore del mare cessò.15 Και εσηκωσαν τον Ιωναν και ερριψαν αυτον εις την θαλασσαν και η θαλασσα εσταθη απο του θυμου αυτης.
16 E quelli concepiron timore grande del Signore; e immolarono ostie al Signore, e fecer dei voti.16 Τοτε οι ανθρωποι εφοβηθησαν τον Κυριον φοβον μεγαν και προσεφεραν θυσιαν εις τον Κυριον και εκαμον ευχας.
17 Και διεταξε Κυριος μεγα κητος να καταπιη τον Ιωναν. Και ητο ο Ιωνας εν τη κοιλια του κητους τρεις ημερας και τρεις νυκτας.