1 Il leur raconta cette parabole pour dire qu’il faut prier sans cesse et ne pas se décourager: | 1 Ελεγε δε και παραβολην προς αυτους περι του οτι πρεπει παντοτε να προσευχωνται και να μη αποκαμνωσι, |
2 "Il y avait dans une ville un juge qui ne craignait pas Dieu et se moquait des gens. | 2 λεγων? Κριτης τις ητο εν τινι πολει, οστις τον Θεον δεν εφοβειτο και ανθρωπον δεν εντρεπετο. |
3 Dans cette même ville il y avait une veuve qui venait lui dire: ‘Rends la sentence contre mon adversaire.’ | 3 Ητο δε χηρα τις εν εκεινη τη πολει και ηρχετο προς αυτον, λεγουσα? Εκδικησον με απο του αντιδικου μου. |
4 “Tout un temps il refusa; puis il se dit: C’est vrai que je ne crains pas Dieu et que je n’ai rien à faire des gens, | 4 Και μεχρι τινος δεν ηθελησε? μετα δε ταυτα ειπε καθ' εαυτον? Αν και τον Θεον δεν φοβωμαι και ανθρωπον δεν εντρεπωμαι, |
5 mais cette veuve me dérange à un tel point que je vais lui faire justice; sinon elle finira par me casser la tête.” | 5 τουλαχιστον επειδη με ενοχλει η χηρα αυτη, ας εκδικησω αυτην, δια να μη ερχηται παντοτε και με βασανιζη. |
6 Le Seigneur ajouta: "Écoutez bien ce qu’a dit ce juge très peu juste. | 6 Και ειπεν ο Κυριος? Ακουσατε τι λεγει ο αδικος κριτης? |
7 Dieu ne fera-t-il pas justice à ses élus s’ils crient vers lui jour et nuit alors qu’il les fait attendre! | 7 ο δε Θεος δεν θελει καμει την εκδικησιν των εκλεκτων αυτου των βοωντων προς αυτον ημεραν και νυκτα, αν και μακροθυμη δι' αυτους; |
8 Je vous le dis: Il leur fera justice, et vite. Mais quand viendra le Fils de l’Homme, trouvera-t-il encore la foi sur la terre?” | 8 σας λεγω οτι θελει καμει την εκδικησιν αυτων ταχεως. Πλην ο Υιος του ανθρωπου, οταν ελθη, αρα γε θελει ευρει την πιστιν επι της γης; |
9 Jésus dit cette autre parabole pour certains qui se flattaient d’être des “justes” et regardaient avec mépris le reste des hommes: | 9 Ειπε δε και προς τινας, τους θαρρουντας εις εαυτους οτι ειναι δικαιοι και καταφρονουντας τους λοιπους, την παραβολην ταυτην? |
10 "Deux hommes étaient montés au Temple pour prier, l’un était un Pharisien, et l’autre un publicain. | 10 Ανθρωποι δυο ανεβησαν εις το ιερον δια να προσευχηθωσιν, ο εις Φαρισαιος και ο αλλος τελωνης. |
11 “Le Pharisien se tenait debout, et il priait ainsi en lui-même: Ô Dieu, je te rends grâce parce que je ne suis pas comme le reste des hommes, rapaces, injustes, adultères, ou même comme ce publicain. | 11 Ο Φαρισαιος σταθεις προσηυχετο καθ' εαυτον ταυτα? Ευχαριστω σοι, Θεε, οτι δεν ειμαι καθως οι λοιποι ανθρωποι, αρπαγες, αδικοι, μοιχοι, η και καθως ουτος ο τελωνης? |
12 Je jeûne deux fois par semaine et je paie la dîme de tous mes revenus. | 12 νηστευω δις της εβδομαδος, αποδεκατιζω παντα οσα εχω. |
13 “Le publicain, lui, se tenait à distance: il n’osait même pas lever les yeux vers le ciel, mais il se frappait la poitrine et disait: Ô Dieu, aie pitié du pécheur que je suis! | 13 Και ο τελωνης μακροθεν ισταμενος, δεν ηθελεν ουδε τους οφθαλμους να υψωση εις τον ουρανον, αλλ' ετυπτεν εις το στηθος αυτου, λεγων? Ο Θεος, ιλασθητι μοι τω αμαρτωλω. |
14 “Je vous le dis: Celui-ci était en grâce de Dieu quand il est descendu chez lui, mais pas l’autre! Car celui qui s’élève sera humilié, et celui qui s’humilie sera élevé.” | 14 Σας λεγω, Κατεβη ουτος εις τον οικον αυτου δεδικαιωμενος μαλλον παρα εκεινος? διοτι πας ο υψων εαυτον θελει ταπεινωθη, ο δε ταπεινων εαυτον θελει υψωθη. |
15 On lui présentait jusqu’à des bébés pour qu’il les touche; voyant cela, les disciples sermonnaient tout ce monde. | 15 Εφερον δε προς αυτον και τα βρεφη, δια να εγγιζη αυτα? ιδοντες δε οι μαθηται, επεπληξαν αυτους. |
16 Jésus alors les fait approcher et il dit: "Laissez les enfants venir à moi, ne les empêchez pas! Sachez que le Royaume de Dieu est pour ceux qui leur ressemblent. | 16 Ο Ιησους ομως προσκαλεσας αυτα, ειπεν? Αφησατε τα παιδια να ερχωνται προς εμε, και μη εμποδιζετε αυτα? διοτι των τοιουτων ειναι η βασιλεια του Θεου. |
17 En vérité, je vous le dis, celui qui n’accueille pas le Royaume de Dieu comme un petit enfant n’y entrera pas.” | 17 Αληθως σας λεγω, Οστις δεν δεχθη την βασιλειαν του Θεου ως παιδιον, δεν θελει εισελθει εις αυτην. |
18 Un chef interrogea Jésus: "Bon maître, que me faut-il faire si je veux recevoir la vie éternelle?” | 18 Και αρχων τις ηρωτησεν αυτον λεγων? Διδασκαλε αγαθε, τι να πραξω δια να κληρονομησω ζωην αιωνιον; |
19 Jésus lui répondit: "Pourquoi m’appelles-tu bon? Dieu seul est bon, et personne d’autre. | 19 Και ο Ιησους ειπε προς αυτον? Τι με λεγεις αγαθον; ουδεις αγαθος ειμη εις ο Θεος. |
20 Tu connais les commandements: Ne commets pas l’adultère. Ne tue pas. Ne vole pas. Ne porte pas de faux témoignage. Respecte ton père et ta mère”. | 20 Τας εντολας εξευρεις? Μη μοιχευσης, Μη φονευσης, Μη κλεψης, Μη ψευδομαρτυρησης, Τιμα τον πατερα σου και την μητερα σου. |
21 L’autre reprit: "J’ai observé tout cela depuis ma jeunesse.” | 21 Ο δε ειπε? Ταυτα παντα εφυλαξα εκ νεοτητος μου. |
22 Alors Jésus lui dit: "Quelque chose te manque encore: vends tout ce que tu as et distribue-le à des pauvres, tu auras ainsi un trésor dans le ciel; puis reviens et suis-moi.” | 22 Ακουσας δε ταυτα ο Ιησους, ειπε προς αυτον? Ετι εν σοι λειπει? παντα οσα εχεις πωλησον και διαμοιρασον εις πτωχους, και θελεις εχει θησαυρον εν ουρανω, και ελθε, ακολουθει μοι. |
23 En entendant ces paroles l’homme devint tout triste, car il était fort riche. | 23 Ο δε ακουσας ταυτα εγεινε περιλυπος διοτι ητο πλουσιος σφοδρα. |
24 Voyant cela, Jésus dit: "Comme il est difficile à ceux qui ont de l’argent d’entrer dans le Royaume de Dieu! | 24 Ιδων δε αυτον ο Ιησους περιλυπον γενομενον, ειπε? Πως δυσκολως θελουσιν εισελθει εις την βασιλειαν του Θεου οι εχοντες τα χρηματα? |
25 Il est plus facile pour un chameau de passer par le trou d’une aiguille que pour un riche d’entrer dans le Royaume de Dieu.” | 25 διοτι ευκολωτερον ειναι να περαση καμηλος δια τρυπης βελονης, παρα πλουσιος να εισελθη εις την βασιλειαν του Θεου. |
26 Ceux qui l’entendaient lui dirent alors: "Qui donc peut être sauvé?” | 26 Ειπον δε οι ακουσαντες? Και τις δυναται να σωθη; |
27 Jésus répond: "Ce qui est impossible aux hommes est possible pour Dieu.” | 27 Ο δε ειπε? Τα αδυνατα παρα ανθρωποις ειναι δυνατα παρα τω Θεω. |
28 Pierre lui dit: "Nous, nous avons tout quitté pour te suivre.” | 28 Ειπε δε ο Πετρος? Ιδου, ημεις αφηκαμεν παντα και σε ηκολουθησαμεν. |
29 Jésus répondit: "En vérité, je vous le dis, personne ne laissera maison, femme, frères, parents ou enfants à cause du Royaume de Dieu, | 29 Ο δε ειπε προς αυτους? Αληθως σας λεγω οτι δεν ειναι ουδεις, οστις αφηκεν οικιαν η γονεις η αδελφους η γυναικα η τεκνα ενεκεν της βασιλειας του Θεου, |
30 sans recevoir beaucoup plus dès à présent et, dans le monde à venir, la vie éternelle.” | 30 οστις δεν θελει απολαυσει πολλαπλασια εν τω καιρω τουτω και εν τω ερχομενω αιωνι ζωην αιωνιον. |
31 Jésus prit avec lui les Douze et leur dit: "Voici que nous montons à Jérusalem et tout ce qui a été écrit par les prophètes à propos du Fils de l’Homme va s’accomplir. | 31 Παραλαβων δε τους δωδεκα, ειπε προς αυτους? Ιδου, αναβαινομεν εις Ιεροσολυμα, και θελουσιν εκτελεσθη παντα τα γεγραμμενα δια των προφητων εις τον Υιον του ανθρωπου. |
32 Il sera livré aux païens, humilié, insulté, couvert de crachats, | 32 Διοτι θελει παραδοθη εις τα εθνη και θελει εμπαιχθη και υβρισθη και εμπτυσθη, |
33 et après l’avoir fouetté, ils le tueront. Mais le troisième jour il ressuscitera.” | 33 και μαστιγωσαντες θελουσι θανατωσει αυτον, και τη τριτη ημερα θελει αναστηθη. |
34 Eux ne comprenaient rien de tout cela; ce langage leur paraissait mystérieux et ils ne voyaient pas ce qu’il voulait leur dire. | 34 Και αυτοι δεν ενοησαν ουδεν εκ τουτων, και ητο ο λογος ουτος κεκρυμμενος απ' αυτων, και δεν ενοουν τα λεγομενα. |
35 Jésus approchait de Jéricho, et il y avait un mendiant assis sur le bord du chemin. C’était un aveugle. | 35 Οτε δε επλησιαζεν εις την Ιεριχω, τυφλος τις εκαθητο παρα την οδον ζητων? |
36 Quand il entendit passer la foule, il demanda ce que c’était | 36 ακουσας δε οχλον διαβαινοντα, ηρωτα τι ειναι τουτο. |
37 et on le mit au courant: "C’est Jésus de Nazareth qui passe!” | 37 Απηγγειλαν δε προς αυτον οτι Ιησους ο Ναζωραιος διαβαινει. |
38 Il se mit alors à crier: "Jésus, fils de David, aie pitié de moi!” | 38 Και εφωναξε λεγων? Ιησου, υιε του Δαβιδ, ελεησον με. |
39 Ceux qui étaient en tête voulurent le faire taire, mais lui criait de plus belle: "Fils de David, aie pitié de moi!” | 39 Και οι προπορευομενοι επεπληττον αυτον δια να σιωπηση? αλλ' αυτος πολλω μαλλον εκραζεν? Υιε του Δαβιδ, ελεησον με. |
40 Jésus s’arrêta et ordonna de le lui amener. Quand il fut tout près, Jésus l’interrogea: | 40 Σταθεις δε ο Ιησους, προσεταξε να φερθη προς αυτον. Και αφου επλησιασεν, ηρωτησεν αυτον |
41 "Que veux-tu que je fasse pour toi?” L’aveugle répondit: "Seigneur, que la vue me revienne!” | 41 λεγων? Τι θελεις να σοι καμω; Ο δε ειπε? Κυριε, να αναβλεψω. |
42 Jésus lui dit: "Recouvre la vue, ta foi t’a sauvé!” | 42 Και ο Ιησους ειπε προς αυτον? Αναβλεψον? η πιστις σου σε εσωσε. |
43 Aussitôt il recouvra la vue, et il suivait Jésus en glorifiant Dieu. Voyant cela, tout le peuple proclama la louange de Dieu. | 43 Και παρευθυς ανεβλεψε και ηκολουθει αυτον δοξαζων τον Θεον? και πας ο λαος ιδων ηνεσε τον Θεον. |