Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Évangile selon Luc 18


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Il leur raconta cette parabole pour dire qu’il faut prier sans cesse et ne pas se décourager:1 Ελεγε δε και παραβολην προς αυτους περι του οτι πρεπει παντοτε να προσευχωνται και να μη αποκαμνωσι,
2 "Il y avait dans une ville un juge qui ne craignait pas Dieu et se moquait des gens.2 λεγων? Κριτης τις ητο εν τινι πολει, οστις τον Θεον δεν εφοβειτο και ανθρωπον δεν εντρεπετο.
3 Dans cette même ville il y avait une veuve qui venait lui dire: ‘Rends la sentence contre mon adversaire.’3 Ητο δε χηρα τις εν εκεινη τη πολει και ηρχετο προς αυτον, λεγουσα? Εκδικησον με απο του αντιδικου μου.
4 “Tout un temps il refusa; puis il se dit: C’est vrai que je ne crains pas Dieu et que je n’ai rien à faire des gens,4 Και μεχρι τινος δεν ηθελησε? μετα δε ταυτα ειπε καθ' εαυτον? Αν και τον Θεον δεν φοβωμαι και ανθρωπον δεν εντρεπωμαι,
5 mais cette veuve me dérange à un tel point que je vais lui faire justice; sinon elle finira par me casser la tête.”5 τουλαχιστον επειδη με ενοχλει η χηρα αυτη, ας εκδικησω αυτην, δια να μη ερχηται παντοτε και με βασανιζη.
6 Le Seigneur ajouta: "Écoutez bien ce qu’a dit ce juge très peu juste.6 Και ειπεν ο Κυριος? Ακουσατε τι λεγει ο αδικος κριτης?
7 Dieu ne fera-t-il pas justice à ses élus s’ils crient vers lui jour et nuit alors qu’il les fait attendre!7 ο δε Θεος δεν θελει καμει την εκδικησιν των εκλεκτων αυτου των βοωντων προς αυτον ημεραν και νυκτα, αν και μακροθυμη δι' αυτους;
8 Je vous le dis: Il leur fera justice, et vite. Mais quand viendra le Fils de l’Homme, trouvera-t-il encore la foi sur la terre?”8 σας λεγω οτι θελει καμει την εκδικησιν αυτων ταχεως. Πλην ο Υιος του ανθρωπου, οταν ελθη, αρα γε θελει ευρει την πιστιν επι της γης;
9 Jésus dit cette autre parabole pour certains qui se flattaient d’être des “justes” et regardaient avec mépris le reste des hommes:9 Ειπε δε και προς τινας, τους θαρρουντας εις εαυτους οτι ειναι δικαιοι και καταφρονουντας τους λοιπους, την παραβολην ταυτην?
10 "Deux hommes étaient montés au Temple pour prier, l’un était un Pharisien, et l’autre un publicain.10 Ανθρωποι δυο ανεβησαν εις το ιερον δια να προσευχηθωσιν, ο εις Φαρισαιος και ο αλλος τελωνης.
11 “Le Pharisien se tenait debout, et il priait ainsi en lui-même: Ô Dieu, je te rends grâce parce que je ne suis pas comme le reste des hommes, rapaces, injustes, adultères, ou même comme ce publicain.11 Ο Φαρισαιος σταθεις προσηυχετο καθ' εαυτον ταυτα? Ευχαριστω σοι, Θεε, οτι δεν ειμαι καθως οι λοιποι ανθρωποι, αρπαγες, αδικοι, μοιχοι, η και καθως ουτος ο τελωνης?
12 Je jeûne deux fois par semaine et je paie la dîme de tous mes revenus.12 νηστευω δις της εβδομαδος, αποδεκατιζω παντα οσα εχω.
13 “Le publicain, lui, se tenait à distance: il n’osait même pas lever les yeux vers le ciel, mais il se frappait la poitrine et disait: Ô Dieu, aie pitié du pécheur que je suis!13 Και ο τελωνης μακροθεν ισταμενος, δεν ηθελεν ουδε τους οφθαλμους να υψωση εις τον ουρανον, αλλ' ετυπτεν εις το στηθος αυτου, λεγων? Ο Θεος, ιλασθητι μοι τω αμαρτωλω.
14 “Je vous le dis: Celui-ci était en grâce de Dieu quand il est descendu chez lui, mais pas l’autre! Car celui qui s’élève sera humilié, et celui qui s’humilie sera élevé.”14 Σας λεγω, Κατεβη ουτος εις τον οικον αυτου δεδικαιωμενος μαλλον παρα εκεινος? διοτι πας ο υψων εαυτον θελει ταπεινωθη, ο δε ταπεινων εαυτον θελει υψωθη.
15 On lui présentait jusqu’à des bébés pour qu’il les touche; voyant cela, les disciples sermonnaient tout ce monde.15 Εφερον δε προς αυτον και τα βρεφη, δια να εγγιζη αυτα? ιδοντες δε οι μαθηται, επεπληξαν αυτους.
16 Jésus alors les fait approcher et il dit: "Laissez les enfants venir à moi, ne les empêchez pas! Sachez que le Royaume de Dieu est pour ceux qui leur ressemblent.16 Ο Ιησους ομως προσκαλεσας αυτα, ειπεν? Αφησατε τα παιδια να ερχωνται προς εμε, και μη εμποδιζετε αυτα? διοτι των τοιουτων ειναι η βασιλεια του Θεου.
17 En vérité, je vous le dis, celui qui n’accueille pas le Royaume de Dieu comme un petit enfant n’y entrera pas.”17 Αληθως σας λεγω, Οστις δεν δεχθη την βασιλειαν του Θεου ως παιδιον, δεν θελει εισελθει εις αυτην.
18 Un chef interrogea Jésus: "Bon maître, que me faut-il faire si je veux recevoir la vie éternelle?”18 Και αρχων τις ηρωτησεν αυτον λεγων? Διδασκαλε αγαθε, τι να πραξω δια να κληρονομησω ζωην αιωνιον;
19 Jésus lui répondit: "Pourquoi m’appelles-tu bon? Dieu seul est bon, et personne d’autre.19 Και ο Ιησους ειπε προς αυτον? Τι με λεγεις αγαθον; ουδεις αγαθος ειμη εις ο Θεος.
20 Tu connais les commandements: Ne commets pas l’adultère. Ne tue pas. Ne vole pas. Ne porte pas de faux témoignage. Respecte ton père et ta mère”.20 Τας εντολας εξευρεις? Μη μοιχευσης, Μη φονευσης, Μη κλεψης, Μη ψευδομαρτυρησης, Τιμα τον πατερα σου και την μητερα σου.
21 L’autre reprit: "J’ai observé tout cela depuis ma jeunesse.”21 Ο δε ειπε? Ταυτα παντα εφυλαξα εκ νεοτητος μου.
22 Alors Jésus lui dit: "Quelque chose te manque encore: vends tout ce que tu as et distribue-le à des pauvres, tu auras ainsi un trésor dans le ciel; puis reviens et suis-moi.”22 Ακουσας δε ταυτα ο Ιησους, ειπε προς αυτον? Ετι εν σοι λειπει? παντα οσα εχεις πωλησον και διαμοιρασον εις πτωχους, και θελεις εχει θησαυρον εν ουρανω, και ελθε, ακολουθει μοι.
23 En entendant ces paroles l’homme devint tout triste, car il était fort riche.23 Ο δε ακουσας ταυτα εγεινε περιλυπος διοτι ητο πλουσιος σφοδρα.
24 Voyant cela, Jésus dit: "Comme il est difficile à ceux qui ont de l’argent d’entrer dans le Royaume de Dieu!24 Ιδων δε αυτον ο Ιησους περιλυπον γενομενον, ειπε? Πως δυσκολως θελουσιν εισελθει εις την βασιλειαν του Θεου οι εχοντες τα χρηματα?
25 Il est plus facile pour un chameau de passer par le trou d’une aiguille que pour un riche d’entrer dans le Royaume de Dieu.”25 διοτι ευκολωτερον ειναι να περαση καμηλος δια τρυπης βελονης, παρα πλουσιος να εισελθη εις την βασιλειαν του Θεου.
26 Ceux qui l’entendaient lui dirent alors: "Qui donc peut être sauvé?”26 Ειπον δε οι ακουσαντες? Και τις δυναται να σωθη;
27 Jésus répond: "Ce qui est impossible aux hommes est possible pour Dieu.”27 Ο δε ειπε? Τα αδυνατα παρα ανθρωποις ειναι δυνατα παρα τω Θεω.
28 Pierre lui dit: "Nous, nous avons tout quitté pour te suivre.”28 Ειπε δε ο Πετρος? Ιδου, ημεις αφηκαμεν παντα και σε ηκολουθησαμεν.
29 Jésus répondit: "En vérité, je vous le dis, personne ne laissera maison, femme, frères, parents ou enfants à cause du Royaume de Dieu,29 Ο δε ειπε προς αυτους? Αληθως σας λεγω οτι δεν ειναι ουδεις, οστις αφηκεν οικιαν η γονεις η αδελφους η γυναικα η τεκνα ενεκεν της βασιλειας του Θεου,
30 sans recevoir beaucoup plus dès à présent et, dans le monde à venir, la vie éternelle.”30 οστις δεν θελει απολαυσει πολλαπλασια εν τω καιρω τουτω και εν τω ερχομενω αιωνι ζωην αιωνιον.
31 Jésus prit avec lui les Douze et leur dit: "Voici que nous montons à Jérusalem et tout ce qui a été écrit par les prophètes à propos du Fils de l’Homme va s’accomplir.31 Παραλαβων δε τους δωδεκα, ειπε προς αυτους? Ιδου, αναβαινομεν εις Ιεροσολυμα, και θελουσιν εκτελεσθη παντα τα γεγραμμενα δια των προφητων εις τον Υιον του ανθρωπου.
32 Il sera livré aux païens, humilié, insulté, couvert de crachats,32 Διοτι θελει παραδοθη εις τα εθνη και θελει εμπαιχθη και υβρισθη και εμπτυσθη,
33 et après l’avoir fouetté, ils le tueront. Mais le troisième jour il ressuscitera.”33 και μαστιγωσαντες θελουσι θανατωσει αυτον, και τη τριτη ημερα θελει αναστηθη.
34 Eux ne comprenaient rien de tout cela; ce langage leur paraissait mystérieux et ils ne voyaient pas ce qu’il voulait leur dire.34 Και αυτοι δεν ενοησαν ουδεν εκ τουτων, και ητο ο λογος ουτος κεκρυμμενος απ' αυτων, και δεν ενοουν τα λεγομενα.
35 Jésus approchait de Jéricho, et il y avait un mendiant assis sur le bord du chemin. C’était un aveugle.35 Οτε δε επλησιαζεν εις την Ιεριχω, τυφλος τις εκαθητο παρα την οδον ζητων?
36 Quand il entendit passer la foule, il demanda ce que c’était36 ακουσας δε οχλον διαβαινοντα, ηρωτα τι ειναι τουτο.
37 et on le mit au courant: "C’est Jésus de Nazareth qui passe!”37 Απηγγειλαν δε προς αυτον οτι Ιησους ο Ναζωραιος διαβαινει.
38 Il se mit alors à crier: "Jésus, fils de David, aie pitié de moi!”38 Και εφωναξε λεγων? Ιησου, υιε του Δαβιδ, ελεησον με.
39 Ceux qui étaient en tête voulurent le faire taire, mais lui criait de plus belle: "Fils de David, aie pitié de moi!”39 Και οι προπορευομενοι επεπληττον αυτον δια να σιωπηση? αλλ' αυτος πολλω μαλλον εκραζεν? Υιε του Δαβιδ, ελεησον με.
40 Jésus s’arrêta et ordonna de le lui amener. Quand il fut tout près, Jésus l’interrogea:40 Σταθεις δε ο Ιησους, προσεταξε να φερθη προς αυτον. Και αφου επλησιασεν, ηρωτησεν αυτον
41 "Que veux-tu que je fasse pour toi?” L’aveugle répondit: "Seigneur, que la vue me revienne!”41 λεγων? Τι θελεις να σοι καμω; Ο δε ειπε? Κυριε, να αναβλεψω.
42 Jésus lui dit: "Recouvre la vue, ta foi t’a sauvé!”42 Και ο Ιησους ειπε προς αυτον? Αναβλεψον? η πιστις σου σε εσωσε.
43 Aussitôt il recouvra la vue, et il suivait Jésus en glorifiant Dieu. Voyant cela, tout le peuple proclama la louange de Dieu.43 Και παρευθυς ανεβλεψε και ηκολουθει αυτον δοξαζων τον Θεον? και πας ο λαος ιδων ηνεσε τον Θεον.