Salmi 58
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA RICCIOTTI | LXX |
---|---|
1 - Al corifeo: «Non mandare in malora!». Ode. Di David, quando Saul mandò ad assediar la casa, per ucciderlo. | 1 εις το τελος μη διαφθειρης τω δαυιδ εις στηλογραφιαν οποτε απεστειλεν σαουλ και εφυλαξεν τον οικον αυτου του θανατωσαι αυτον |
2 Salvami da' miei nemici, o mio Dio, e liberami da' miei assalitori. | 2 εξελου με εκ των εχθρων μου ο θεος και εκ των επανιστανομενων επ' εμε λυτρωσαι με |
3 Salvami dagli operatori d'iniquitàe dagli uomini sanguinari scampami. | 3 ρυσαι με εκ των εργαζομενων την ανομιαν και εξ ανδρων αιματων σωσον με |
4 Perchè ecco han preso a [insidiar] l'anima mia, m'aggrediscono i violenti. | 4 οτι ιδου εθηρευσαν την ψυχην μου επεθεντο επ' εμε κραταιοι ουτε η ανομια μου ουτε η αμαρτια μου κυριε |
5 Nè [c'è] mia colpa nè peccato, o Signore: senza iniquità ho corso [la mia via] e indirizzato [i miei passi]. | 5 ανευ ανομιας εδραμον και κατευθυναν εξεγερθητι εις συναντησιν μου και ιδε |
6 Sorgi incontro a me, e guarda! E tu, Signore, Dio degli eserciti, Dio d' Israele, volgiti a visitare tutte le genti: non aver pietà di nessuno di quei che fanno il male. | 6 και συ κυριε ο θεος των δυναμεων ο θεος ισραηλ προσχες του επισκεψασθαι παντα τα εθνη μη οικτιρησης παντας τους εργαζομενους την ανομιαν διαψαλμα |
7 Tornan la sera, sono affamati come canie s'aggirano intorno alla città. | 7 επιστρεψουσιν εις εσπεραν και λιμωξουσιν ως κυων και κυκλωσουσιν πολιν |
8 Ecco, parlan [rabbiosamente] con la lor bocca, e una spada è sulle loro labbra. Perchè [dicono] : «Chi ci sente?». | 8 ιδου αποφθεγξονται εν τω στοματι αυτων και ρομφαια εν τοις χειλεσιν αυτων οτι τις ηκουσεν |
9 Ma tu, o Signore, ti ridi di loro, non conti per nulla tutte le genti. | 9 και συ κυριε εκγελαση αυτους εξουδενωσεις παντα τα εθνη |
10 [Tu sei] mia fortezza, io veglierò verso te, perchè tu sei, o Dio, il mio protettore. | 10 το κρατος μου προς σε φυλαξω οτι ο θεος αντιλημπτωρ μου ει |
11 La misericordia del mio Dio mi verrà incontro! | 11 ο θεος μου το ελεος αυτου προφθασει με ο θεος δειξει μοι εν τοις εχθροις μου |
12 Iddio mi farà vedere [il trionfo] sui miei nemici! Non gli uccidere, che non se ne dimentichi il mio popolo; [ma] disperdili con la tua potenza e abbattili, o protettor mio, o Signore, | 12 μη αποκτεινης αυτους μηποτε επιλαθωνται του λαου μου διασκορπισον αυτους εν τη δυναμει σου και καταγαγε αυτους ο υπερασπιστης μου κυριε |
13 [per] la colpa della lor bocca, [per] la parola delle loro labbra. E sian presi al laccio nella loro superbiae per l'imprecazione e la menzogna si risappian [travolti] | 13 αμαρτιαν στοματος αυτων λογον χειλεων αυτων και συλλημφθητωσαν εν τη υπερηφανια αυτων και εξ αρας και ψευδους διαγγελησονται συντελειαι |
14 nello sterminio, nell'ira dello sterminio, e più non siano. E si sappia che Dio regna su Giacobbe e [sino] alla estremità delle terre. | 14 εν οργη συντελειας και ου μη υπαρξωσιν και γνωσονται οτι ο θεος δεσποζει του ιακωβ των περατων της γης διαψαλμα |
15 Tornan la sera, sono affamati come canie s'aggirano intorno alla città. | 15 επιστρεψουσιν εις εσπεραν και λιμωξουσιν ως κυων και κυκλωσουσιν πολιν |
16 Van vagolando per sfamarsi, e se non trovano da satollarsi, abbaiano. | 16 αυτοι διασκορπισθησονται του φαγειν εαν δε μη χορτασθωσιν και γογγυσουσιν |
17 Ma io canterò la tua potenza, ed esulterò il mattino [celebrando] la tua bontà; perchè ti se' fatto il mio protettore; e il mio rifugio nel dì dell'angustia. | 17 εγω δε ασομαι τη δυναμει σου και αγαλλιασομαι το πρωι το ελεος σου οτι εγενηθης αντιλημπτωρ μου και καταφυγη εν ημερα θλιψεως μου |
18 O mio soccorritore, a te inneggeròperchè, o Dio, sei tu il mio protettore;[tu sei], o mio Dio, la misericordia per me! | 18 βοηθος μου σοι ψαλω οτι ο θεος αντιλημπτωρ μου ει ο θεος μου το ελεος μου |