Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Das erste Buch Samuel 28


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 In jenen Tagen sammelten die Philister ihre Truppen, um gegen Israel in den Kampf zu ziehen. Da sagte Achisch zu David: Du weißt sehr wohl, dass du samt deinen Männern mit mir ins Feldlager ziehen musst.1 Κατ' εκεινας δε τας ημερας συνηθροισαν οι Φιλισταιοι τα στρατευματα αυτων προς εκστρατειαν, δια να πολεμησωσι μετα του Ισραηλ. Και ειπεν ο Αγχους προς τον Δαβιδ, Εξευρε μετα βεβαιοτητος οτι θελεις εξελθει μετ' εμου εις τον πολεμον, συ και οι ανδρες σου.
2 David antwortete Achisch: Auf diese Weise wirst du selbst erfahren, was dein Knecht tun wird. Achisch sagte zu David: Gut, ich mache dich für diese ganze Zeit zu meinem Leibwächter.2 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Αγχους, Θελεις βεβαιως γνωρισει τι θελει καμει ο δουλος σου. Και ειπεν ο Αγχους προς τον Δαβιδ, Δια τουτο θελω σε καμει αρχισωματοφυλακα μου διαπαντος.
3 Samuel war gestorben und ganz Israel hatte die Totenklage für ihn gehalten und ihn in seiner Stadt Rama begraben. Saul aber hatte die Totenbeschwörer und die Wahrsager aus dem Land vertrieben.3 Απεθανε δε ο Σαμουηλ, και πας ο Ισραηλ εθρηνησεν αυτον και ενεταφιασεν αυτον εν Ραμα τη πολει αυτου. Και εξεβαλεν ο Σαουλ εκ του τοπου τους εχοντας πνευμα μαντειας και τους μαγους.
4 Als sich die Philister gesammelt hatten, rückten sie heran und schlugen bei Schunem ihr Lager auf. Saul versammelte ganz Israel und sie schlugen ihr Lager im (Bergland von) Gilboa auf.4 Συνηθροισθησαν λοιπον οι Φιλισταιοι και ηλθον και εστρατοπεδευσαν εν Σουνημ? και συνηθροισεν ο Σαουλ παντα τον Ισραηλ, και εστρατοπεδευσαν εν Γελβουε.
5 Als Saul das Lager der Philister sah, bekam er große Angst und sein Herz begann zu zittern.5 Και οτε ειδεν ο Σαουλ το στρατοπεδον των Φιλισταιων, εφοβηθη, και ετρομαξεν η καρδια αυτου σφοδρα.
6 Da befragte Saul den Herrn, aber der Herr gab ihm keine Antwort, weder durch Träume, noch durch die Losorakel, noch durch die Propheten.6 Και ηρωτησεν ο Σαουλ τον Κυριον? αλλ' ο Κυριος δεν απεκριθη προς αυτον ουτε δι' ενυπνιων ουτε δια του Ουριμ ουτε δια προφητων.
7 Daher sagte Saul zu seinen Dienern: Sucht mir eine Frau, die Gewalt über einen Totengeist hat; ich will zu ihr gehen und sie befragen. Seine Diener antworteten ihm: In En-Dor gibt es eine Frau, die über einen Totengeist Gewalt hat.7 Τοτε ειπεν ο Σαουλ προς τους δουλους αυτου, Ζητησατε μοι γυναικα εχουσαν πνευμα μαντειας, δια να υπαγω προς αυτην και να ερωτησω αυτην. Και οι δουλοι αυτου ειπον προς αυτον, Ιδου, ειναι εν Εν-δωρ γυνη τις εχουσα πνευμα μαντειας.
8 Da machte sich Saul unkenntlich, zog andere Kleider an und ging mit zwei Männern zu der Frau. Sie kamen in der Nacht bei der Frau an und er sagte zu ihr: Wahrsage mir durch den Totengeist! Lass für mich den heraufsteigen, den ich dir nenne.8 Και μετεσχηματισθη ο Σαουλ και ενεδυθη αλλα ιματια, και υπηγεν αυτος και δυο ανδρες μετ' αυτου και ηλθον προς την γυναικα δια νυκτος? και ειπε, Μαντευσον, παρακαλω, εις εμε δια του πνευματος της μαντειας και αναβιβασον μοι οντινα σοι ειπω.
9 Die Frau antwortete ihm: Du weißt doch selbst, was Saul getan hat: Er hat die Totenbeschwörer und die Wahrsager im Land ausgerottet. Warum stellst du mir eine Falle, um mich zu töten?9 Και ειπεν η γυνη προς αυτον, Ιδου, συ εξευρεις οσα εκαμεν ο Σαουλ, τινι τροπω εξωλοθρευσε τους εχοντας πνευμα μαντειας και τους μαγους εκ του τοπου? δια τι λοιπον συ παγιδευεις την ζωην μου, δια να με θανατωσωσι;
10 Saul aber schwor ihr beim Herrn und sagte: So wahr der Herr lebt: Es soll dich in dieser Sache keine Schuld treffen.10 Και ωμοσε προς αυτην ο Σαουλ εις τον Κυριον, λεγων, Ζη Κυριος, δεν θελει σε συμβη ουδεν κακον δια τουτο.
11 Die Frau sagte: Wen soll ich für dich heraufsteigen lassen? Er antwortete: Lass Samuel für mich heraufsteigen!11 Τοτε ειπεν η γυνη, Τινα να σοι αναβιβασω; Και ειπε, τον Σαμουηλ αναβιβασον μοι.
12 Als die Frau Samuel erblickte, schrie sie laut auf und sagte zu Saul: Warum hast du mich getäuscht? Du bist ja Saul!12 Και οτε ειδεν γυνη τον Σαμουηλ, εβοησε μετα φωνης μεγαλης? και ειπεν η γυνη προς τον Σαουλ, λεγουσα, Δια τι με ηπατησας; και συ εισαι ο Σαουλ.
13 Der König sagte zu ihr: Hab keine Angst! Was siehst du denn? Die Frau antwortete Saul: Ich sehe einen Geist aus der Erde heraufsteigen.13 Και ειπε προς αυτην ο βασιλευς, Μη φοβου? τι ειδες λοιπον; Και ειπεν η γυνη προς τον Σαουλ, Θεους ειδον αναβαινοντας εκ της γης.
14 Er fragte sie: Wie sieht er aus? Sie antwortete: Ein alter Mann steigt herauf; er ist in einen Mantel gehüllt. Da erkannte Saul, dass es Samuel war. Er verneigte sich mit dem Gesicht zur Erde und warf sich zu Boden.14 Και ειπε προς αυτην, Τις ειναι η μορφη αυτου; Η δε ειπε, Γερων τις αναβαινει και ειναι περιτετυλιγμενος με επενδυμα. Και εγνωρισεν ο Σαουλ οτι ητο ο Σαμουηλ, και εκυψε κατα προσωπον εις την γην και προσεκυνησε.
15 Und Samuel sagte zu Saul: Warum hast du mich aufgestört und mich heraufsteigen lassen? Saul antwortete: Ich bin in großer Bedrängnis. Die Philister führen Krieg gegen mich und Gott ist von mir gewichen und hat mir keine Antwort mehr gegeben, weder durch die Propheten noch durch die Träume. Darum habe ich dich gerufen, damit du mir sagst, was ich tun soll.15 Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ, Δια τι με παρηνωχλησας, ωστε να με καμης να αναβω; Και απεκριθη ο Σαουλ, Ευρισκομαι εν μεγαλη αμηχανια? διοτι οι Φιλισταιοι πολεμουσιν εναντιον μου, και ο Θεος απεμακρυνθη απ' εμου και δεν μοι αποκρινεται πλεον ουτε δια προφητων ουτε δι' ενυπνιων? δια τουτο σε εκαλεσα δια να φανερωσης εις εμε τι να καμω.
16 Samuel erwiderte: Warum fragst du mich? Der Herr ist doch von dir gewichen und ist dein Feind geworden.16 Τοτε ειπεν ο Σαμουηλ, Δια τι λοιπον ερωτας εμε, αφου ο Κυριος απεμακρυνθη απο σου και εγεινεν εχθρος σου;
17 Er hat getan, was er durch mich angekündigt hatte: Der Herr hat dir das Königtum aus der Hand gerissen und hat es einem anderen, nämlich David, gegeben.17 ο Κυριος βεβαιως εκαμεν εις εαυτον ως ελαλησε δι' εμου? διοτι εξεσχισεν ο Κυριος την βασιλειαν εκ της χειρος σου και εδωκεν αυτην εις τον πλησιον σου, τον Δαβιδ?
18 Weil du nicht auf die Stimme des Herrn gehört und seinen glühenden Zorn an Amalek nicht vollstreckt hast, darum hat dir der Herr heute das getan.18 επειδη δεν υπηκουσας εις την φωνην του Κυριου, ουδε εξετελεσας τον μεγαν θυμον αυτου κατα του Αμαληκ, δια τουτο ο Κυριος εκαμεν εις σε το πραγμα τουτο την ημεραν ταυτην?
19 Der Herr wird auch Israel zusammen mit dir in die Gewalt der Philister geben und morgen wirst du samt deinen Söhnen bei mir sein; auch das Heerlager Israels wird der Herr in die Gewalt der Philister geben.19 και θελει παραδωσει ο Κυριος και τον Ισραηλ μετα σου εις την χειρα των Φιλισταιων? και αυριον συ και οι υιοι σου θελετε εισθαι μετ' εμου? και το στρατοπεδον του Ισραηλ θελει παραδωσει ο Κυριος εις την χειρα των Φιλισταιων.
20 Da fiel Saul der Länge nach jäh zu Boden; so sehr war er über die Worte Samuels erschrocken. Es war auch keine Kraft mehr in ihm, weil er den ganzen Tag und die ganze Nacht keinen Bissen gegessen hatte.20 Τοτε επεσεν ο Σαουλ ευθυς ολος εξηπλωμενος κατα γης? διοτι κατετρομαξεν εκ των λογων του Σαμουηλ? και δυναμις δεν ητο εν αυτω, επειδη δεν ειχε φαγει αρτον ολην την ημεραν και ολην την νυκτα.
21 Die Frau ging zu Saul hin und sah, dass er ganz verstört war; sie sagte zu ihm: Deine Magd hat auf deine Stimme gehört; ich habe mein Leben aufs Spiel gesetzt, als ich auf das hörte, was du zu mir gesagt hast.21 Και ηλθεν η γυνη προς τον Σαουλ και ειδεν οτι ητο σφοδρα τεταραγμενος, και ειπε προς αυτον, Ιδου, η δουλη σου υπηκουσεν εις την φωνην σου, και εβαλον την ζωην μου εις την χειρα μου και υπεταχθην εις τους λογους σου, τους οποιους ελαλησας προς εμε?
22 Jetzt aber höre auch du auf die Stimme deiner Magd! Ich will dir ein Stück Brot zum Essen geben. Dann wirst du wieder zu Kräften kommen und kannst deines Weges gehen.22 τωρα λοιπον, ακουσον και συ, παρακαλω, την φωνην της δουλης σου, και ας βαλω ολιγον αρτον εμπροσθεν σου? και φαγε, δια να λαβης δυναμιν, επειδη υπαγεις εις οδοιποριαν.
23 Er aber weigerte sich und sagte: Ich esse nichts. Doch seine Diener und die Frau drängten ihn, bis er auf ihre Stimme hörte. Er erhob sich vom Boden und setzte sich aufs Bett.23 Πλην δεν ηθελε, λεγων, Δεν θελω φαγει? οι δουλοι ομως αυτου μετα της γυναικος εβιαζον αυτον, και εισηκουσεν εις την φωνην αυτων? και σηκωθεις απο της γης, εκαθησεν επι της κλινης.
24 Die Frau hatte ein Mastkalb im Haus. Sie schlachtete es in aller Eile, nahm Mehl, knetete Teig und backte ungesäuerte Brote.24 ειχε δε η γυνη παχυ δαμαλιον εν τη οικια? και εσπευσε και εσφαξεν αυτο? και λαβουσα αλευρον, εζυμωσε και εψησεν αζυμα εξ αυτου.
25 Das alles setzte sie Saul und seinen Knechten vor; sie aßen, standen auf und gingen noch in der gleichen Nacht zurück.25 Και εφερεν εμπροσθεν του Σαουλ και εμπροσθεν των δουλων αυτου? και εφαγον. Και εσηκωθησαν και ανεχωρησαν την νυκτα εκεινην.