Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Das erste Buch Samuel 16


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Der Herr sagte zu Samuel: Wie lange willst du noch um Saul trauern? Ich habe ihn doch verworfen; er soll nicht mehr als König über Israel herrschen. Fülle dein Horn mit Öl und mach dich auf den Weg! Ich schicke dich zu dem Betlehemiter Isai; denn ich habe mir einen von seinen Söhnen als König ausersehen.1 Και ειπε Κυριος προς τον Σαμουηλ, Εως ποτε συ πενθεις δια τον Σαουλ, επειδη εγω απεδοκιμασα αυτον απο του να βασιλευη επι τον Ισραηλ; γεμισον το κερας σου ελαιον και υπαγε? εγω σε αποστελλω προς τον Ιεσσαι τον Βηθλεεμιτην? διοτι προεβλεψα εις εμαυτον βασιλεα μεταξυ των υιων αυτου.
2 Samuel erwiderte: Wie kann ich da hingehen? Saul wird es erfahren und mich umbringen. Der Herr sagte: Nimm ein junges Rind mit und sag: Ich bin gekommen, um dem Herrn ein Schlachtopfer darzubringen.2 Και ειπεν ο Σαμουηλ, Πως να υπαγω; διοτι θελει ακουσει τουτο ο Σαουλ και θελει με θανατωσει. Και ειπεν ο Κυριος, Λαβε μετα σου δαμαλιν και ειπε, Ηλθον να θυσιασω προς τον Κυριον.
3 Lade Isai zum Opfer ein! Ich selbst werde dich dann erkennen lassen, was du tun sollst: Du sollst mir nur den salben, den ich dir nennen werde.3 Και καλεσον τον Ιεσσαι εις την θυσιαν, και εγω θελω φανερωσει προς σε τι θελεις καμει και θελεις χρισει εις εμε οντινα σοι ειπω.
4 Samuel tat, was der Herr befohlen hatte. Als er nach Betlehem kam, gingen ihm die Ältesten der Stadt zitternd entgegen und fragten: Bedeutet dein Kommen Frieden?4 Και εκαμεν ο Σαμουηλ εκεινο το οποιον ειπεν ο Κυριος, και ηλθεν εις Βηθλεεμ. Ετρομαξαν δε οι πρεσβυτεροι της πολεως εις την συναντησιν αυτου και ειπον, Εν ειρηνη ερχεσαι;
5 Er antwortete: Frieden. Ich bin gekommen, um dem Herrn ein Schlachtopfer darzubringen. Heiligt euch und kommt mit mir zum Opfer! Dann heiligte er Isai und seine Söhne und lud sie zum Opfer ein.5 Ο δε ειπεν, Εν ειρηνη? ερχομαι δια να θυσιασω προς τον Κυριον? αγιασθητε και ελθετε μετ' εμου εις την θυσιαν. Και ηγιασε τον Ιεσσαι και τους υιους αυτου και εκαλεσεν αυτους εις την θυσιαν.
6 Als sie kamen und er den Eliab sah, dachte er: Gewiss steht nun vor dem Herrn sein Gesalbter.6 Και ενω εισηρχοντο, ιδων τον Ελιαβ, ειπε, Βεβαιως εμπροσθεν του Κυριου ειναι ο κεχρισμενος αυτου.
7 Der Herr aber sagte zu Samuel: Sieh nicht auf sein Aussehen und seine stattliche Gestalt, denn ich habe ihn verworfen; Gott sieht nämlich nicht auf das, worauf der Mensch sieht. Der Mensch sieht, was vor den Augen ist, der Herr aber sieht das Herz.7 Και ειπε Κυριος προς τον Σαμουηλ, Μη επιβλεψης εις την οψιν αυτου η εις το υψος του αναστηματος αυτου, επειδη απεδοκιμασα αυτον? διοτι δεν βλεπει ο Κυριος καθως βλεπει ο ανθρωπος? διοτι ο ανθρωπος βλεπει το φαινομενον, ο δε Κυριος βλεπει την καρδιαν.
8 Nun rief Isai den Abinadab und ließ ihn vor Samuel treten. Dieser sagte: Auch ihn hat der Herr nicht erwählt.8 Τοτε εκαλεσεν ο Ιεσσαι τον Αβιναδαβ και διεβιβασεν αυτον ενωπιον του Σαμουηλ. Και ειπεν, ουδε τουτον δεν εξελεξεν ο Κυριος.
9 Isai ließ Schima kommen. Samuel sagte: Auch ihn hat der Herr nicht erwählt.9 Τοτε διεβιβασεν ο Ιεσσαι τον Σαμμα. Ο δε ειπεν, Ουδε τουτον δεν εξελεξεν ο Κυριος.
10 So ließ Isai sieben seiner Söhne vor Samuel treten, aber Samuel sagte zu Isai: Diese hat der Herr nicht erwählt.10 Και διεβιβασεν ο Ιεσσαι επτα εκ των υιων αυτου ενωπιον του Σαμουηλ. Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Ιεσσαι, Ο Κυριος δεν εξελεξε τουτους.
11 Und er fragte Isai: Sind das alle deine Söhne? Er antwortete: Der jüngste fehlt noch, aber der hütet gerade die Schafe. Samuel sagte zu Isai: Schick jemand hin und lass ihn holen; wir wollen uns nicht zum Mahl hinsetzen, bevor er hergekommen ist.11 Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Ιεσσαι, Ετελειωσαν τα παιδια; Και ειπε, Μενει ετι ο νεωτερος? και ιδου, ποιμαινει τα προβατα. Και ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Ιεσσαι, Πεμψον και φερε αυτον? διοτι δεν θελομεν καθισει εις την τραπεζαν, εωσου ελθη ενταυθα.
12 Isai schickte also jemand hin und ließ ihn kommen. David war blond, hatte schöne Augen und eine schöne Gestalt. Da sagte der Herr: Auf, salbe ihn! Denn er ist es.12 Και εστειλε και εφερεν αυτον. Ητο δε ξανθος και ευοφθαλμος και ωραιος την οψιν. Και ειπεν ο Κυριος, Σηκωθητι, χρισον αυτον? διοτι ουτος ειναι.
13 Samuel nahm das Horn mit dem Öl und salbte David mitten unter seinen Brüdern. Und der Geist des Herrn war über David von diesem Tag an. Samuel aber brach auf und kehrte nach Rama zurück.13 Τοτε ελαβεν ο Σαμουηλ το κερας του ελαιου και εχρισεν αυτον εν μεσω των αδελφων αυτου? και επηλθε πνευμα Κυριου επι τον Δαβιδ απο της ημερας εκεινης και εφεξης. Σηκωθεις δε ο Σαμουηλ απηλθεν εις Ραμα.
14 Der Geist des Herrn war von Saul gewichen; jetzt quälte ihn ein böser Geist, der vom Herrn kam.14 Και το Πνευμα του Κυριου απεσυρθη απο του Σαουλ, και πνευμα πονηρον παρα Κυριου εταραττεν αυτον.
15 Da sagten die Diener Sauls zu ihm: Du siehst, ein böser Geist Gottes quält dich.15 Και ειπον οι δουλοι του Σαουλ προς αυτον, Ιδου τωρα, πονηρον πνευμα παρα Θεου σε ταραττει?
16 Darum möge unser Herr seinen Knechten, die vor ihm stehen, befehlen, einen Mann zu suchen, der die Zither zu spielen versteht. Sobald dich der böse Geist Gottes überfällt, soll er auf der Zither spielen; dann wird es dir wieder gut gehen.16 ας προσταξη τωρα ο κυριος ημων τους δουλους σου, τους εμπροσθεν σου, να ζητησωσιν ανθρωπον ειδημονα εις το να παιζη κιθαραν? και οποτε το πονηρον πνευμα παρα Θεου ειναι επι σε, να παιζη με την χειρα αυτου, και καλον θελει εισθαι εις σε.
17 Saul sagte zu seinen Dienern: Seht euch für mich nach einem Mann um, der gut spielen kann, und bringt ihn her zu mir!17 Και ειπεν ο Σαουλ προς τους δουλους αυτου, Προβλεψατε μοι λοιπον ανθρωπον παιζοντα καλως και φερετε προς εμε.
18 Einer der jungen Männer antwortete: Ich kenne einen Sohn des Betlehemiters Isai, der Zither zu spielen versteht. Und er ist tapfer und ein guter Krieger, wortgewandt, von schöner Gestalt, und der Herr ist mit ihm.18 Τοτε απεκριθη εις εκ των δουλων και ειπεν, Ιδου, ειδον υιον του Ιεσσαι του Βηθλεεμιτου, ειδημονα εις το παιζειν και ανδρειοτατον και ανδρα πολεμικον και συνετον εις λογον και ανθρωπον ωραιον, και ο Κυριος ειναι μετ' αυτου.
19 Da schickte Saul Boten zu Isai und ließ ihm sagen: Schick mir deinen Sohn David, der bei den Schafen ist.19 Και απεστειλεν ο Σαουλ μηνυτας προς τον Ιεσσαι, λεγων, Πεμψον μοι Δαβιδ τον υιον σου, οστις ειναι μετα των προβατων.
20 Isai nahm einen Esel, dazu Brot, einen Schlauch Wein und ein Ziegenböckchen und schickte seinen Sohn David damit zu Saul.20 Και ελαβεν ο Ιεσσαι ονον φορτωμενον με αρτους και ασκον οινου και εν εριφιον εξ αιγων, και επεμψεν αυτα δια του Δαβιδ του υιου αυτου προς τον Σαουλ.
21 So kam David zu Saul und trat in seinen Dienst; Saul gewann ihn sehr lieb, und David wurde sein Waffenträger.21 Και ηλθεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ και εσταθη εμπροσθεν αυτου? και ηγαπησεν αυτον σφοδρα? και εγεινεν οπλοφορος αυτου.
22 Darum schickte Saul zu Isai und ließ ihm sagen: David soll in meinem Dienst bleiben; denn er hat mein Wohlwollen gefunden.22 Και απεστειλεν ο Σαουλ προς τον Ιεσσαι, λεγων, Ο Δαβιδ ας στεκηται, παρακαλω, εμπροσθεν μου? διοτι ευρηκε χαριν εις τους οφθαλμους μου.
23 Sooft nun ein Geist Gottes Saul überfiel, nahm David die Zither und spielte darauf. Dann fühlte sich Saul erleichtert, es ging ihm wieder gut und der böse Geist wich von ihm.23 Και οποτε το πονηρον πνευμα παρα Θεου ητο επι τον Σαουλ, ο Δαβιδ ελαμβανε την κιθαραν και επαιζε δια της χειρος αυτου? τοτε ανεκουφιζετο ο Σαουλ και ανεπαυετο και απεσυρετο απ' αυτου το πνευμα το πονηρον.