Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Das erste Buch Samuel 15


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Samuel sagte zu Saul: Der Herr hatte mich gesandt, um dich zum König seines Volkes Israel zu salben. Darum gehorche jetzt den Worten des Herrn!1 Ειπε δε Σαμουηλ προς τον Σαουλ, Εμε απεστειλεν ο Κυριος να σε χρισω βασιλεα επι τον λαον αυτου, επι τον Ισραηλ? τωρα λοιπον ακουσον της φωνης των λογων του Κυριου.
2 So spricht der Herr der Heere: Ich habe beobachtet, was Amalek Israel angetan hat: Es hat sich ihm in den Weg gestellt, als Israel aus Ägypten heraufzog.2 Ουτω λεγει ο Κυριος των δυναμεων? Θελω εκδικησει οσα εκαμεν ο Αμαληκ εις τον Ισραηλ, οτι αντεσταθη εις αυτον εν τη οδω, οτε ανεβαινεν εξ Αιγυπτου?
3 Darum zieh jetzt in den Kampf und schlag Amalek! Weihe alles, was ihm gehört, dem Untergang! Schone es nicht, sondern töte Männer und Frauen, Kinder und Säuglinge, Rinder und Schafe, Kamele und Esel!3 υπαγε τωρα και παταξον τον Αμαληκ, και εξολοθρευσον παν ο, τι εχει και μη φεισθης αυτους? αλλα θανατωσον και ανδρα και γυναικα και παιδιον και θηλαζον και βουν και προβατον και καμηλον και ονον.
4 Saul bot das Volk auf und musterte es in Telaim. Es waren zweihunderttausend Mann Fußvolk [und zehntausend Mann aus Juda].4 Και ο Σαουλ εκαλεσε τον λαον και απηριθμησεν αυτους εν Τελαιμ, διακοσιας χιλιαδας πεζων και δεκα χιλιαδας ανδρων Ιουδα.
5 Saul rückte bis zur Stadt der Amalekiter vor und legte im Bachtal einen Hinterhalt.5 Και ηλθεν ο Σαουλ εως της πολεως του Αμαληκ και ενεδρευσεν εν τη φαραγγι.
6 Den Kenitern aber ließ er sagen: Auf, zieht fort, verlasst das Gebiet der Amalekiter, damit ich euch nicht zusammen mit ihnen vernichte; denn ihr habt euch gegenüber allen Israeliten freundlich verhalten, als sie aus Ägypten heraufzogen. Da verließen die Keniter das Gebiet der Amalekiter.6 Και ειπεν ο Σαουλ προς τους Κεναιους, Υπαγετε, αναχωρησατε, καταβητε εκ μεσου των Αμαληκιτων, δια να μη σας συμπεριλαβω μετ' αυτων? διοτι σεις εδειξατε ελεος εις παντας τους υιους Ισραηλ, οτε ανεβαινον εξ Αιγυπτου. Και ανεχωρησαν οι Κεναιοι εκ μεσου των Αμαληκιτων.
7 Saul aber schlug die Amalekiter (im ganzen Gebiet) zwischen Hawila und der Gegend von Schur, das Ägypten gegenüberliegt.7 Και επαταξεν ο Σαουλ τους Αμαληκιτας απο Αβιλα εως της εισοδου Σουρ, της κατα προσωπον Αιγυπτου.
8 Agag, den König von Amalek, brachte er lebend in seine Gewalt; das ganze Volk aber weihte er mit scharfem Schwert dem Untergang.8 Και συνελαβεν Αγαγ τον βασιλεα των Αμαληκιτων ζωντα, παντα δε τον λαον εξωλοθρευσεν εν στοματι μαχαιρας.
9 Saul und das Volk schonten Agag, ebenso auch die besten von den Schafen und Rindern, nämlich das Mastvieh und die Lämmer, sowie alles, was sonst noch wertvoll war. Das wollten sie nicht dem Untergang weihen. Nur alles Minderwertige und Wertlose weihten sie dem Untergang.9 Πλην εφεισθη ο Σαουλ και ο λαος τον Αγαγ και τα καλητερα των προβατων και των βοων και των δευτερευοντων και των αρνιων και παντος αγαθου, και δεν ηθελον να εξολοθρευσωσιν αυτα? αλλα παν το ευτελες και εξουδενωμενον, εκεινο εξωλοθρευσαν.
10 Deshalb erging das Wort des Herrn an Samuel:10 Τοτε εγεινε λογος Κυριου προς τον Σαμουηλ, λεγων,
11 Es reut mich, dass ich Saul zum König gemacht habe. Denn er hat sich von mir abgewandt und hat meine Befehle nicht ausgeführt. Das verdross Samuel sehr und er schrie die ganze Nacht zum Herrn.11 Μετεμεληθην οτι εκαμα τον Σαουλ βασιλεα? διοτι εστραφη απο οπισθεν μου και τους λογους μου δεν εξετελεσε. Και τουτο ελυπησε τον Σαμουηλ, και εβοησε προς τον Κυριον δι' ολης της νυκτος.
12 Am nächsten Morgen machte sich Samuel auf den Weg und ging Saul entgegen. Man hatte Samuel mitgeteilt: Saul ist nach Karmel gekommen und hat sich (dort) ein Denkmal errichtet; dann ist er umgekehrt und nach Gilgal hinab weitergezogen.12 Και οτε εξηγερθη ο Σαμουηλ ενωρις δια να υπαγη εις συναντησιν του Σαουλ το πρωι, ανηγγειλαν προς τον Σαμουηλ, λεγοντες, Ο Σαουλ ηλθεν εις τον Καρμηλον, και ιδου, ανηγειρεν εις εαυτον τροπαιον? επειτα εστραφη και διεπερασε και κατεβη εις Γαλγαλα.
13 Als Samuel nun zu Saul kam, sagte Saul zu ihm: Gesegnet seist du vom Herrn. Ich habe den Befehl des Herrn ausgeführt.13 Και υπηγεν ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ? και ειπεν ο Σαουλ προς αυτον, Ευλογημενος να ησαι παρα του Κυριου? εξετελεσα τον λογον του Κυριου.
14 Samuel erwiderte: Und was bedeutet dieses Blöken von Schafen, das mir in die Ohren dringt, und das Gebrüll der Rinder, das ich da höre?14 Ειπε δε ο Σαμουηλ, Και τις η φωνη αυτη των προβατων εις τα ωτα μου, και η φωνη των βοων, την οποιαν ακουω;
15 Saul antwortete: Man hat sie aus Amalek mitgebracht, weil das Volk die besten von den Schafen und Rindern geschont hat, um sie dem Herrn, deinem Gott, zu opfern. Das übrige haben wir dem Untergang geweiht.15 Και ειπεν ο Σαουλ, Εκ των Αμαληκιτων εφεραν αυτα? διοτι ο λαος εφεισθη τα καλητερα των προβατων και των βοων, δια να θυσιαση εις Κυριον τον Θεον σου? τα δε λοιπα εξωλοθρευσαμεν.
16 Da sagte Samuel zu Saul: Hör auf! Ich will dir verkünden, was der Herr mir heute Nacht gesagt hat. Saul antwortete: Sprich!16 Τοτε ειπεν ο Σαμουηλ προς τον Σαουλ, Αφες, και θελω απαγγειλει προς σε τι ελαλησεν ο Κυριος εις εμε την νυκτα. Ο δε ειπε προς αυτον, Λεγε.
17 Samuel sagte: Bist du nicht, obwohl du dir gering vorkommst, das Haupt der Stämme Israels? Der Herr hat dich zum König von Israel gesalbt.17 Και ειπεν ο Σαμουηλ, Ενω συ ησο μικρος εμπροσθεν των οφθαλμων σου, δεν εγεινες η κεφαλη των φυλων του Ισραηλ, και σε εχρισεν ο Κυριος βασιλεα επι τον Ισραηλ;
18 Dann hat dich der Herr auf den Weg geschickt und gesagt: Geh und weihe die Amalekiter, die Übeltäter, dem Untergang; kämpfe gegen sie, bis du sie vernichtet hast.18 και σε εστειλεν ο Κυριος εις την οδον και ειπεν, Υπαγε και εξολοθρευσον τους αμαρτανοντας εις εμε, τους Αμαληκιτας, και πολεμησον εναντιον αυτων εωσου εξαφανισης αυτους?
19 Warum hast du nicht auf die Stimme des Herrn gehört, sondern hast dich auf die Beute gestürzt und getan, was dem Herrn missfällt?19 δια τι λοιπον δεν υπηκουσας της φωνης του Κυριου, αλλ' ωρμησας επι τα λαφυρα και επραξας το κακον ενωπιον του Κυριου;
20 Saul erwiderte Samuel: Ich habe doch auf die Stimme des Herrn gehört; ich bin den Weg gegangen, auf den der Herr mich geschickt hat; ich habe Agag, den König von Amalek, hergebracht und die Amalekiter dem Untergang geweiht.20 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Σαμουηλ, Ναι, υπηκουσα της φωνης του Κυριου και υπηγα εις την οδον εις την οποιαν ο Κυριος με απεστειλε και εφερα τον Αγαγ τον βασιλεα του Αμαληκ, τους δε Αμαληκιτας εξωλοθρευσα?
21 Aber das Volk hat von der Beute einige Schafe und Rinder genommen, das Beste von dem, was dem Untergang geweiht war, um es dem Herrn,
deinem Gott, in Gilgal zu opfern.
21 ο λαος ομως ελαβεν εκ των λαφυρων προβατα και βοας, τα καλητερα απο των απηγορευμενων, δια να θυσιαση εις Κυριον τον Θεον σου εν Γαλγαλοις.
22 Samuel aber sagte: Hat der Herr an Brandopfern und Schlachtopfern das gleiche Gefallen
wie am Gehorsam gegenüber der Stimme des Herrn?
Wahrhaftig, Gehorsam ist besser als Opfer,
Hinhören besser als das Fett von Widdern.
22 Και ειπεν ο Σαμουηλ, Μηπως ο Κυριος αρεσκεται εις τα ολοκαυτωματα και εις τας θυσιας, καθως εις το να υπακουωμεν της φωνης του Κυριου; ιδου, η υποταγη ειναι καλητερα παρα την θυσιαν? η υπακοη, παρα το παχος των κριων?
23 Denn Trotz ist ebenso eine Sünde wie die Zauberei,
Widerspenstigkeit ist ebenso (schlimm)
wie Frevel und Götzendienst.
Weil du das Wort des Herrn verworfen hast,
verwirft er dich als König.
23 διοτι η απειθεια ειναι καθως το αμαρτημα της μαγειας? και το πεισμα, καθως η ασεβεια και ειδωλολατρεια? επειδη συ απερριψας τον λογον του Κυριου, δια τουτο και αυτος απερριψε σε απο του να ησαι βασιλευς.
24 Da sagte Saul zu Samuel: Ich habe gesündigt; denn ich habe mich über den Befehl des Herrn und deine Anweisungen hinweggesetzt, ich habe mich vor dem Volk gefürchtet und auf seine Stimme gehört.24 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Σαμουηλ, Ημαρτησα? διοτι παρεβην το προσταγμα του Κυριου και τους λογους σου, φοβηθεις τον λαον και υπακουσας εις την φωνην αυτων?
25 Darum nimm doch die Sünde von mir weg und kehr mit mir zurück, damit ich den Herrn anbete.25 τωρα λοιπον συγχωρησον, παρακαλω, το αμαρτημα μου και επιστρεψον μετ' εμου, δια να προσκυνησω τον Κυριον.
26 Samuel erwiderte Saul: Ich kehre nicht mit dir zurück; denn du hast das Wort des Herrn verworfen und nun hat der Herr dich verworfen, sodass du nicht mehr König von Israel sein kannst.26 Ο δε Σαμουηλ ειπε προς τον Σαουλ, Δεν θελω επιστρεψει μετα σου? διοτι απερριψας τον λογον του Κυριου, και ο Κυριος απερριψε σε απο του να ησαι βασιλευς επι τον Ισραηλ.
27 Als Samuel sich umwandte, um wegzugehen, griff Saul nach dem Zipfel seines Mantels, doch der riss ab.27 Και καθως εστραφη ο Σαμουηλ δια να αναχωρηση, εκεινος επιασεν αυτον απο του κρασπεδου του ιματιου αυτου? και εξεσχισθη.
28 Da sagte Samuel zu ihm: So entreißt dir heute der Herr die Herrschaft über Israel und gibt sie einem anderen, der besser ist als du.28 Και ειπε προς αυτον ο Σαμουηλ, Εξεσχισεν η Κυριος την βασιλειαν του Ισραηλ απο σου σημερον και εδωκεν αυτην εις τον πλησιον σου, τον καλητερον σου?
29 Er, der ewige Ruhm Israels, kann weder lügen noch bereuen. Er ist doch kein Mensch, sodass er etwas bereuen müsste.29 ουδε θελει ψευσθη ο Ισχυρος του Ισραηλ ουδε μεταμεληθη? διοτι ουτος δεν ειναι ανθρωπος, ωστε να μεταμεληθη.
30 Saul erwiderte: Ich habe gesündigt; erweise mir aber jetzt vor den Ältesten des Volkes und vor Israel die Ehre, mit mir zurückzukehren, damit ich den Herrn, deinen Gott, anbete.30 Ο δε ειπεν, Ημαρτησα? αλλα τιμησον με τωρα, παρακαλω, εμπροσθεν των πρεσβυτερων του λαου μου και εμπροσθεν του Ισραηλ, και επιστρεψον μετ' εμου, δια να προσκυνησω Κυριον τον Θεον σου.
31 Da kehrte Samuel um und folgte Saul und Saul betete den Herrn an.31 Και επεστρεψεν ο Σαμουηλ κατοπιν του Σαουλ και προσεκυνησεν ο Σαουλ τον Κυριον.
32 Darauf sagte Samuel: Bringt Agag, den König von Amalek, zu mir! Agag wurde in Fesseln zu ihm gebracht und sagte: Wahrhaftig, die Bitterkeit des Todes ist gewichen.32 Τοτε ειπεν ο Σαμουηλ, Φερετε μοι ενταυθα Αγαγ τον βασιλεα των Αμαληκιτων. Και ηλθε προς αυτον ο Αγαγ χαριεντως? διοτι ελεγεν ο Αγαγ, Βεβαιως η πικρια του θανατου επερασεν.
33 Samuel aber erwiderte: Wie dein Schwert die Frauen um ihre Kinder gebracht,
so sei unter den Frauen deine Mutter kinderlos gemacht. Und Samuel hieb vor den Augen des Herrn in Gilgal Agag in Stücke.
33 Ο δε Σαμουηλ ειπε, Καθως ητεκνωσε γυναικας η ρομφαια σου, ουτω θελει ατεκνωθη μεταξυ των γυναικων η μητηρ σου. Και κατεκοψεν ο Σαμουηλ τον Αγαγ ενωπιον του Κυριου εν Γαλγαλοις.
34 Dann ging Samuel nach Rama und Saul zog hinauf in sein Haus nach Gibea-Saul.34 Τοτε ανεχωρησεν ο Σαμουηλ εις Ραμα? ο δε Σαουλ ανεβη εις τον οικον αυτου, εις Γαβαα Σαουλ.
35 Samuel sah Saul vor dem Tag seines Todes nicht mehr. Samuel trauerte um Saul, weil es den Herrn reute, dass er Saul zum König über Israel gemacht hatte.35 Ο δε Σαμουηλ δεν ειδε πλεον τον Σαουλ εως της ημερας του θανατου αυτου? επενθησεν ομως ο Σαμουηλ δια τον Σαουλ. Και ο Κυριος μετεμεληθη οτι εκαμε τον Σαουλ βασιλεα επι τον Ισραηλ.