Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Die Offenbarung 14


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Und ich sah: Das Lamm stand auf dem Berg Zion und bei ihm waren hundertvierundvierzigtausend; auf ihrer Stirn trugen sie seinen Namen und den Namen seines Vaters.1 Και ειδον, και ιδου Αρνιον ισταμενον επι το ορος Σιων, και μετ' αυτου εκατον τεσσαρακοντα τεσσαρες χιλιαδες, εχουσαι το ονομα του Πατρος αυτου γεγραμμενον επι των μετωπων αυτων.
2 Dann hörte ich eine Stimme vom Himmel her, die dem Rauschen von Wassermassen und dem Rollen eines gewaltigen Donners glich. Die Stimme, die ich hörte, war wie der Klang der Harfe, die ein Harfenspieler schlägt.2 Και ηκουσα φωνην εκ του ουρανου ως φωνην υδατων πολλων και ως φωνην βροντης μεγαλης? και ηκουσα φωνην κιθαρωδων οιτινες εκιθαριζον με τας κιθαρας αυτων.
3 Und sie sangen ein neues Lied vor dem Thron und vor den vier Lebewesen und vor den Ältesten. Aber niemand konnte das Lied singen lernen außer den hundertvierundvierzigtausend, die freigekauft und von der Erde weggenommen worden sind.3 Και εψαλλον ως ωδην νεαν ενωπιον του θρονου και ενωπιον των τεσσαρων ζωων και των πρεσβυτερων? και ουδεις ηδυνατο να μαθη την ωδην, ειμη αι εκατον τεσσαρακοντα τεσσαρες χιλιαδες, οι ηγορασμενοι απο της γης.
4 Sie sind es, die sich nicht mit Weibern befleckt haben; denn sie sind jungfräulich. Sie folgen dem Lamm, wohin es geht. Sie allein unter allen Menschen sind freigekauft als Erstlingsgabe für Gott und das Lamm.4 Ουτοι ειναι οι μη μολυνθεντες με γυναικας? διοτι παρθενοι ειναι. Ουτοι ειναι οι ακολουθουντες το Αρνιον οπου αν υπαγη. Ουτοι ηγορασθησαν απο των ανθρωπων απαρχη εις τον Θεον και εις το Αρνιον?
5 Denn in ihrem Mund fand sich keinerlei Lüge. Sie sind ohne Makel.5 και εν τω στοματι αυτων δεν ευρεθη δολος, διοτι ειναι αμωμοι ενωπιον του θρονου Θεου,
6 Dann sah ich: Ein anderer Engel flog hoch am Himmel. Er hatte den Bewohnern der Erde ein ewiges Evangelium zu verkünden, allen Nationen, Stämmen, Sprachen und Völkern.6 Και ειδον αλλον αγγελον πετωμενον εις το μεσουρανημα, οστις ειχεν ευαγγελιον αιωνιον, δια να κηρυξη εις τους κατοικουντας επι της γης και εις παν εθνος και φυλην και γλωσσαν και λαον,
7 Er rief mit lauter Stimme: Fürchtet Gott und erweist ihm die Ehre! Denn die Stunde seines Gerichts ist gekommen. Betet ihn an, der den Himmel und die Erde, das Meer und die Wasserquellen geschaffen hat.7 και ελεγε μετα φωνης μεγαλης? Φοβηθητε τον Θεον και δοτε δοξαν εις αυτον, διοτι ηλθεν η ωρα της κρισεως αυτου, και προσκυνησατε τον ποιησαντα τον ουρανον και την γην και την θαλασσαν και τας πηγας των υδατων.
8 Ein anderer Engel, ein zweiter, folgte und rief: Gefallen, gefallen ist Babylon, die Große, die alle Völker betrunken gemacht hat mit dem Zornwein ihrer Hurerei.8 Και αλλος αγγελος ηκολουθησε, λεγων? Επεσεν, επεσε Βαβυλων η πολις η μεγαλη, διοτι εκ του οινου του θυμου της πορνειας αυτης εποτισε παντα τα εθνη.
9 Ein anderer Engel, ein dritter, folgte ihnen und rief mit lauter Stimme: Wer das Tier und sein Standbild anbetet und wer das Kennzeichen auf seiner Stirn oder seiner Hand annimmt,9 Και τριτος αγγελος ηκολουθησεν αυτους, λεγων μετα φωνης μεγαλης? Οστις προσκυνει το θηριον και την εικονα αυτου και λαμβανει χαραγμα επι του μετωπου αυτου η επι της χειρος αυτου,
10 der muss den Wein des Zornes Gottes trinken, der unverdünnt im Becher seines Zorns gemischt ist. Und er wird mit Feuer und Schwefel gequält vor den Augen der heiligen Engel und des Lammes.10 και αυτος θελει πιει εκ του οινου του θυμου του Θεου του κεκερασμενου ακρατου εν τω ποτηριω της οργης αυτου, και θελει βασανισθη με πυρ και θειον ενωπιον των αγιων αγγελων και ενωπιον του Αρνιου.
11 Der Rauch von ihrer Peinigung steigt auf in alle Ewigkeit und alle, die das Tier und sein Standbild anbeten und die seinen Namen als Kennzeichen annehmen, werden bei Tag und Nacht keine Ruhe haben.11 Και ο καπνος του βασανισμου αυτων αναβαινει εις αιωνας αιωνων, και δεν εχουσιν αναπαυσιν ημεραν και νυκτα οσοι προσκυνουσι το θηριον και την εικονα αυτου και οστις λαμβανει το χαραγμα του ονοματος αυτου.
12 Hier muss sich die Standhaftigkeit der Heiligen bewähren, die an den Geboten Gottes und an der Treue zu Jesus festhalten.12 Εδω ειναι η υπομονη των αγιων, εδω οι φυλαττοντες τας εντολας του Θεου και την πιστιν του Ιησου.
13 Und ich hörte eine Stimme vom Himmel her rufen: Schreibe! Selig die Toten, die im Herrn sterben, von jetzt an; ja, spricht der Geist, sie sollen ausruhen von ihren Mühen; denn ihre Werke begleiten sie.13 Και ηκουσα φωνην εκ του ουρανου λεγουσαν προς εμε? Γραψον, Μακαριοι οι νεκροι, οιτινες αποθνησκουσιν εν Κυριω απο του νυν. Ναι, λεγει το Πνευμα, δια να αναπαυθωσιν απο των κοπων αυτων, και τα εργα αυτων ακολουθουσι με αυτους.
14 Dann sah ich eine weiße Wolke. Auf der Wolke thronte einer, der wie ein Menschensohn aussah. Er trug einen goldenen Kranz auf dem Haupt und eine scharfe Sichel in der Hand.14 Και ειδον, και ιδου, νεφελη λευκη, και επι της νεφελης εκαθητο τις ομοιος με υιον ανθρωπου, εχων επι της κεφαλης αυτου στεφανον χρυσουν και εν τη χειρι αυτου δρεπανον κοπτερον.
15 Und ein anderer Engel kam aus dem Tempel und rief dem, der auf der Wolke saß, mit lauter Stimme zu: Schick deine Sichel aus und ernte! Denn die Zeit zu ernten ist gekommen: Die Frucht der Erde ist reif geworden.15 Και αλλος αγγελος εξηλθεν εκ του ναου, κραζων μετα μεγαλης φωνης προς τον καθημενον επι της νεφελης. Πεμψον το δρεπανον σου και θερισον, διοτι ηλθεν εις σε η ωρα του να θερισης, επειδη εξηρανθη ο θερισμος της γης.
16 Und der, der auf der Wolke saß, schleuderte seine Sichel über die Erde und die Erde wurde abgeerntet.16 Και ο καθημενος επι της νεφελης εβαλε το δρεπανον αυτου επι την γην, και εθερισθη η γη.
17 Und ein anderer Engel trat aus dem himmlischen Tempel. Auch er hatte eine scharfe Sichel.17 Και αλλος αγγελος εξηλθεν εκ του ναου του εν τω ουρανω, εχων και αυτος δρεπανον κοπτερον.
18 Vom Altar her kam noch ein anderer Engel, der die Macht über das Feuer hatte. Dem, der die scharfe Sichel trug, rief er mit lauter Stimme zu: Schick deine scharfe Sichel aus und ernte die Trauben vom Weinstock der Erde! Seine Beeren sind reif geworden.18 Και αλλος αγγελος εξηλθεν εκ του θυσιαστηριου, εχων εξουσιαν επι του πυρος, και εφωναξε μετα κραυγης μεγαλης προς τον εχοντα το δρεπανον το κοπτερον, λεγων? Πεμψον το δρεπανον σου το κοπτερον και τρυγησον τους βοτρυας της αμπελου της γης, διοτι ωριμασαν τα σταφυλια αυτης.
19 Da schleuderte der Engel seine Sichel auf die Erde, erntete den Weinstock der Erde ab und warf die Trauben in die große Kelter des Zornes Gottes.19 Και εβαλεν ο αγγελος το δρεπανον αυτου εις την γην και ετρυγησε την αμπελον της γης και ερριψε τα τρυγηθεντα εις τον μεγαλον ληνον του θυμου του Θεου.
20 Die Kelter wurde draußen vor der Stadt getreten und Blut strömte aus der Kelter; es stieg an, bis an die Zügel der Pferde, eintausendsechshundert Stadien weit.20 Και επατηθη ο ληνος εξω της πολεως, και εξηλθεν αιμα εκ του ληνου εως των χαλινων των ιππων εις διαστημα χιλιων εξακοσιων σταδιων.