Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Richter 5


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Debora und Barak, der Sohn Abinoams, sangen an jenem Tag dieses Lied:1 Και εψαλαν η Δεβορρα και ο Βαρακ ο υιος του Αβινεεμ εν τη ημερα εκεινη, λεγοντες,
2 Dass Führer Israel führten
und das Volk sich bereit zeigte,
dafür preist den Herrn!
2 Επειδη προεπορευθησαν αρχηγοι εν τω Ισραηλ, Επειδη ο λαος προσεφερεν εαυτον εκουσιως, Ευλογειτε τον Κυριον.
3 Hört, ihr Könige, horcht auf, ihr Fürsten!
Ich will dem Herrn zu Ehren singen,
ich will zu Ehren des Herrn,
des Gottes Israels, spielen.
3 Ακουσατε, βασιλεις? δοτε ακροασιν, σατραπαι? εγω, εις τον Κυριον εγω θελω ψαλλει εις Κυριον τον Θεον του Ισραηλ θελω ψαλμωδει.
4 Herr, als du auszogst aus Seïr,
als du vom Grünland Edoms heranschrittest,
da bebte die Erde, die Himmel ergossen sich,
ja, aus den Wolken ergoss sich das Wasser.
4 Κυριε, οτε εξηλθες απο Σηειρ, οτε εκινησας απο της πεδιαδος του Εδωμ, η γη εσεισθη και οι ουρανοι εσταλαξαν, αι νεφελαι ετι εσταλαξαν υδωρ.
5 Die Berge wankten vor dem Blick des Herrn, [das ist der Sinai]
vor dem Blick des Herrn, des Gottes Israels.
5 Τα ορη ετακησαν υπο της παρουσιας του Κυριου? αυτο το Σινα απο της παρουσιας Κυριου του Θεου του Ισραηλ.
6 In den Tagen Schamgars, des Sohnes des Anat,
in den Tagen Jaëls lagen die Wege verlassen da;
wer unterwegs war, musste Umwege machen.
6 Εν ταις ημεραις του Σαμεγαρ υιου του Αναθ, εν ταις ημεραις της Ιαηλ, εγκατελειφθησαν αι οδοι, και οι διαβαται περιεπατουν οδους πλαγιας.
7 Bewohner des offenen Landes gab es nicht mehr,
es gab sie nicht mehr in Israel,
bis du dich erhobst, Debora,
bis du dich erhobst, Mutter in Israel.
7 Εξελιπον οι ηγεμονες εν τω Ισραηλ, εξελιπον, εωσου εγω η Δεβορρα εσηκωθην, εσηκωθην μητηρ εν τω Ισραηλ.
8 Man hatte sich neue Götter erwählt.
Es gab kein Brot an den Toren.
Schild und Speer waren nicht mehr zu sehen
bei den Vierzigtausend in Israel.
8 Εξελεξαν θεους νεους? τοτε πολεμος εν ταις πυλαις? εφανη αρα ασπις η λογχη μεταξυ τεσσαρακοντα χιλιαδων εν τω Ισραηλ;
9 Mein Herz gehört Israels Führern.
Ihr, die ihr bereit seid im Volk,
preist den Herrn!
9 Η καρδια μου ειναι προς τους αρχηγους του Ισραηλ, οσοι μεταξυ του λαου προσεφεραν εαυτους εκουσιως. Ευλογειτε τον Κυριον.
10 Ihr, die ihr auf weißen Eselinnen reitet,
die ihr auf Teppichen sitzt,
die ihr auf der Straße dahinzieht, singt!
10 Υμνολογειτε? οι επιβαινοντες επι λευκων ονων, οι καθημενοι εις το κρινειν, και οι περιπατουντες εν ταις οδοις.
11 Horch, sie jubeln zwischen den Tränken;
dort besingt man die rettenden Taten des Herrn,
seine hilfreiche Tat an den Bauern in Israel.
Damals zog das Volk des Herrn hinab zu den Toren.
11 Ελευθερωθεντες απο του κροτου των τοξοτων, εν τοις τοποις οπου αντλουσιν υδωρ, εκει θελουσι διηγεισθαι τας δικαιοσυνας του Κυριου, τας δικαιοσυνας των ηγεμονων αυτου μεταξυ του Ισραηλ. Κατεβη τοτε εις τας πυλας ο λαος του Κυριου.
12 Auf, auf, Debora! Auf, auf, sing ein Lied!
Erheb dich, Barak,
führ deine Gefangenen heim,
Sohn Abinoams!
12 Εγερθητι, εγερθητι, Δεβορρα? εγερθητι, εγερθητι, προφερε ωδην? σηκωθητι, Βαρακ, και αιχμαλωτισον τους αιχμαλωτους σου, υιε του Αβινεεμ.
13 Dann steige herab,
was übrig ist unter den Herrlichen des Volkes.
Der Herr steige herab
mit mir unter den Helden.
13 Τοτε κατεβη το εγκαταλελειμμενον του λαου εναντιον των ισχυρων? ο Κυριος κατεβη μετ' εμου εναντιον των δυνατων.
14 Aus Efraim zogen sie hinunter ins Tal,
hinter ihnen Benjamin mit seinen Scharen;
von Machir stiegen die Führer hinab,
von Sebulon die, die das Zepter tragen.
14 Εκ του Εφραιμ οι κατοικουντες το ορος Αμαληκ κατεβησαν κατοπιν σου, Βενιαμιν, μεταξυ των λαων σου. Εκ του Μαχειρ κατεβησαν οι αρχηγοι, και εκ του Ζαβουλων οι κρατουντες ραβδον γραμματεως.
15 Die Fürsten Issachars zusammen mit Debora
und wie Issachar so auch Barak,
ins Tal getragen von seinen Füßen.
In Rubens Bezirken
überlegte man lange.
15 Και οι αρχοντες του Ισσαχαρ μετα της Δεβορρας, ο Ισσαχαρ προσετι και ο Βαρακ? κατοπιν τουτου εδραμον εις την κοιλαδα. Εις τας διαιρεσεις του Ρουβην ηγερθησαν μεγαλοι στοχασμοι καρδιας.
16 Warum sitzt du zwischen den Hürden
und hörst bei den Herden dem Flötenspiel zu?
In Rubens Bezirken
überlegte man lange.
16 Δια τι εκαθησας μεταξυ εις τας μανδρας, δια να ακουης τα βελασματα των ποιμνιων; εις τας διαιρεσεις του Ρουβην ηγερθησαν μεγαλαι συζητησεις καρδιας.
17 Gilead bleibt jenseits des Jordan.
Warum verweilt Dan bei den Schiffen?
Ascher sitzt am Ufer des Meeres,
bleibt ruhig an seinen Buchten.
17 Ο Γαλααδ ησυχαζε περαν του Ιορδανου? και ο Δαν δια τι εμενεν εις τα πλοια; ο Ασηρ εκαθητο εις τα παραλια, και ησυχαζεν εις τους λιμενας αυτου.
18 Sebulon ist ein Volk,
das sein Leben aufs Spiel setzt,
auch Naftali auf den Höhen des Feldes.
18 Ο Ζαβουλων ειναι λαος προσφερων την ζωην αυτου εις θανατον, και ο Νεφθαλι, επι τα υψη της πεδιαδος.
19 Könige kamen und kämpften,
damals kämpften Kanaans Könige
in Taanach, an den Wassern Megiddos,
doch Beute an Silber machten sie nicht.
19 Ηλθον οι βασιλεις, επολεμησαν? τοτε επολεμησαν οι βασιλεις Χανααν εν Θααναχ πλησιον των υδατων του Μεγιδδω? λαφυρον αργυριου δεν ελαβον.
20 Vom Himmel her kämpften die Sterne,
von ihren Bahnen aus kämpften sie gegen Sisera.
20 Εκ του ουρανου επολεμησαν, οι αστερες εκ της πορειας αυτων επολεμησαν εναντιον του Σισαρα.
21 Der Bach Kischon schwemmte sie fort,
der altberühmte Bach, der Bach Kischon.
Meine Seele soll auftreten mit Macht.
21 Ο ποταμος Κισων κατεσυρεν αυτους, ο παλαιος ποταμος, ο ποταμος Κισων. Κατεπατησας, ψυχη μου, δυναμιν.
22 Damals stampften die Hufe der Pferde
im Jagen, im Dahinjagen der Hengste.
22 Τοτε κατετριβησαν οι ονυχες των ιππων απο του ορμητικου δρομου, του ορμητικου δρομου των επ' αυτους ισχυρων.
23 Ihr sollt Meros verfluchen,
spricht der Engel des Herrn.
Mit Flüchen flucht seinen Bewohnern;
denn sie kamen dem Herrn nicht zu Hilfe,
zu Hilfe dem Herrn unter den Helden.
23 Καταρασθε την Μηρωζ, ειπεν ο αγγελος του Κυριου, καταρασθε καταραν τους κατοικους αυτης διοτι δεν ηλθον εις βοηθειαν του Κυριου, εις βοηθειαν του Κυριου εναντιον των δυνατων.
24 Gepriesen sei Jaël unter den Frauen,
die Frau des Keniters Heber,
gepriesen unter den Frauen im Zelt.
24 Ευλογημενη ας ηναι υπερ τας γυναικας η Ιαηλ, η γυνη του Εβερ του Κεναιου? υπερ τας γυναικας εν ταις σκηναις ευλογημενη ας ηναι.
25 Er hatte Wasser verlangt, sie gab ihm Milch,
in einer prächtigen Schale reichte sie Sahne.
25 Υδωρ εζητησε, γαλα εδωκε? βουτυρον προσεφερεν εις μεγαλοπρεπη κρατηρα.
26 Ihre Hand streckte sie aus nach dem Pflock,
ihre Rechte nach dem Hammer des Schmieds.
Sie erschlug Sisera, zermalmte sein Haupt,
zerschlug, durchbohrte seine Schläfe.
26 Την αριστεραν αυτης ηπλωσεν εις τον πασσαλον, και την δεξιαν αυτης εις την σφυραν των εργατων? και σφυροκοπησασα τον Σισαρα εσχισε την κεφαλην αυτου, και συνεθλασε και διεπερασε τους μηνιγγας αυτου.
27 Zu ihren Füßen brach er zusammen, fiel nieder, lag da,
zu ihren Füßen brach er zusammen, fiel nieder.
Wo er zusammenbrach, da lag er vernichtet.
27 Μεταξυ των ποδων αυτης συνεκαμφθη, επεσεν, εκειτο? μεταξυ των ποδων αυτης συνεκαμφθη, επεσεν? οπου συνεκαμφθη, εκει επεσε νεκρος.
28 Aus ihrem Fenster blickt Siseras Mutter
und klagt durch das Gitter:
Warum säumt sein Wagen zu kommen,
warum zögert der Hufschlag seiner Gespanne?
28 Η μητηρ του Σισαρα εκυπτε δια της θυριδος και εβοα δια του δικτυωτου, Δια τι η αμαξα αυτου βραδυνει να ελθη, δια τι εβραδυναν οι τροχοι των αμαξων αυτου;
29 Eine Kluge aus ihren Fürstinnen antwortet ihr,
und sie selbst wiederholt deren Worte:
29 Αι σοφαι κυριαι αυτης απεκρινοντο προς αυτην? αυτη μαλιστα εδιδε την αποκρισιν προς εαυτην?
30 Sicher machen und teilen sie Beute,
ein, zwei Frauen für jeden Mann,
Beute an Kleidern für Sisera,
Beute an Kleidern,
für meinen Hals als Beute ein, zwei bunte Tücher.
30 Δεν επετυχον; δεν διεμοιρασαν τα λαφυρα; μιαν η δυο νεας εις εκαστον ανδρα, εις τον Σισαρα λαφυρα ποικιλοχροα, λαφυρα ποικιλοχροα κεντητα, ποικιλοχροα κεντητα και εκ των δυο μερων, περιλαιμια των λαφυραγωγουμενων;
31 So gehen all deine Feinde zugrunde, Herr.
Doch die, die ihn lieben, sind wie die Sonne,
wenn sie aufgeht in ihrer Kraft. Dann hatte das Land vierzig Jahre lang Ruhe.
31 Ουτω να απολεσθωσι παντες οι εχθροι σου, Κυριε? οι δε αγαπωντες αυτον ας ηναι ως ο ηλιος ανατελλων εν τη δοξη αυτου. Και ανεπαυθη η γη τεσσαρακοντα ετη.