Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Richter 13


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Die Israeliten taten wieder, was dem Herrn missfiel. Deshalb gab sie der Herr vierzig Jahre lang in die Gewalt der Philister.1 Και επραξαν παλιν οι υιοι Ισραηλ πονηρα ενωπιον του Κυριου? και παρεδωκεν αυτους ο Κυριος εις την χειρα των Φιλισταιων τεσσαρακοντα ετη.
2 Damals lebte in Zora ein Mann namens Manoach, aus der Sippe der Daniter; seine Frau war unfruchtbar und hatte keine Kinder.2 Ητο δε ανθρωπος τις απο Σαραα, εκ της συγγενειας Δαν, και το ονομα αυτου Μανωε? η δε γυνη αυτου ητο στειρα, και δεν εγεννα.
3 Der Engel des Herrn erschien der Frau und sagte zu ihr: Gewiss, du bist unfruchtbar und hast keine Kinder; aber du sollst schwanger werden und einen Sohn gebären.3 Και εφανη αγγελος Κυριου εις την γυναικα και ειπε προς αυτην, Ιδου, τωρα εισαι στειρα και δεν γεννας? πλην θελεις συλλαβει και θελεις γεννησει υιον?
4 Nimm dich jedoch in Acht und trink weder Wein noch Bier und iss nichts Unreines!4 και τωρα λοιπον προσεχε μη πιης οινον η σικερα και μη φαγης μηδεν ακαθαρτον?
5 Denn siehe, du wirst schwanger werden und einen Sohn gebären. Es darf kein Schermesser an seine Haare kommen; denn der Knabe wird von Geburt an ein Gott geweihter Nasiräer sein. Er wird damit beginnen, Israel aus der Gewalt der Philister zu befreien.5 διοτι, ιδου, θελεις συλλαβει και θελεις γεννησει υιον? και ξυραφιον δεν θελει αναβη επι την κεφαλην αυτου, διοτι το παιδιον θελει εισθαι Ναζηραιος εις τον Θεον εκ κοιλιας μητρος αυτου? και αυτος θελει αρχισει να ελευθερονη τον Ισραηλ εκ της χειρος των Φιλισταιων.
6 Die Frau ging und sagte zu ihrem Mann: Ein Gottesmann ist zu mir gekommen; er sah aus, wie der Engel Gottes aussieht, überaus Furcht erregend. Ich habe ihn nicht gefragt, woher er kam, und er hat mir auch seinen Namen nicht genannt.6 Και υπηγεν η γυνη και ειπε προς τον ανδρα αυτης, λεγουσα, Ανθρωπος Θεου ηλθε προς εμε, και το ειδος αυτου ητο ως ειδος αγγελου Θεου, φοβερον σφοδρα? αλλα δεν ηρωτησα αυτον ποθεν ειναι, ουδε το ονομα αυτου εφανερωσεν εις εμε?
7 Er sagte zu mir: Siehe, du wirst schwanger werden und einen Sohn gebären. Trink jedoch keinen Wein und kein Bier und iss nichts Unreines; denn der Knabe wird von Geburt an ein Gott geweihter Nasiräer sein, bis zum Tag seines Todes.7 και ειπε προς εμε, Ιδου, θελεις συλλαβει και θελεις γεννησει υιον? τωρα λοιπον μη πιης οινον μηδε σικερα και μη φαγης μηδεν ακαθαρτον? διοτι το παιδιον θελει εισθαι Ναζηραιος εις τον Θεον, εκ κοιλιας μητρος αυτου εως της ημερας του θανατου αυτου.
8 Da betete Manoach zum Herrn und sagte: Bitte, mein Herr, lass doch den Gottesmann, den du gesandt hast, noch einmal zu uns kommen und uns belehren, was wir mit dem Knaben machen sollen, der geboren werden soll.8 Τοτε προσευχηθη ο Μανωε προς τον Κυριον, και ειπε, Δεομαι, Κυριε μου, ο ανθρωπος του Θεου, τον οποιον απεστειλας, ας ελθη παλιν προς ημας και ας διδαξη ημας τι να καμωμεν εις το παιδιον, το οποιον μελλει να γεννηθη.
9 Und Gott erhörte die Bitte Manoachs. Der Engel Gottes kam noch einmal zu der Frau, als sie gerade auf dem Feld war; ihr Mann Manoach war nicht bei ihr.9 Και εισηκουσεν ο Θεος την φωνην του Μανωε? και ηλθε παλιν ο αγγελος του Θεου προς την γυναικα, ενω αυτη εκαθητο εν τω αγρω? ο δε Μανωε ο ανηρ αυτης δεν ητο μετ' αυτης.
10 Sie lief schnell zu ihrem Mann, um es ihm mitzuteilen; sie sagte zu ihm: Eben ist der Mann, der damals zu mir gekommen ist, wieder erschienen.10 Και ετρεξεν η γυνη μετα σπουδης και ανηγγειλε προς τον ανδρα αυτης, λεγουσα προς αυτον, Ιδου, εφανη εις εμε ο ανθρωπος, οστις ηλθε προς εμε την ημεραν εκεινην.
11 Manoach stand auf und folgte seiner Frau. Als er zu dem Mann kam, fragte er ihn: Bist du der Mann, der mit meiner Frau geredet hat? Er antwortete: Ja, ich bin es.11 Και εσηκωθη ο Μανωε και ηκολουθησε την γυναικα αυτου και ηλθε προς τον ανθρωπον και ειπε προς αυτον, Συ εισαι ο ανθρωπος οστις ελαλησας προς την γυναικα; Ο δε ειπεν, Εγω.
12 Da sagte Manoach: Wenn sich nun dein Wort erfüllt, wie sollen wir es mit dem Knaben halten, was sollen wir mit ihm tun?12 Και ειπεν ο Μανωε, Τωρα γενηθητω ο λογος σου? τι πρεπει να καμωμεν εις το παιδιον και τι να γεινη εις αυτο;
13 Der Engel des Herrn antwortete Manoach: Die Frau soll sich vor all dem hüten, was ich ihr gesagt habe.13 Και ειπεν ο αγγελος του Κυριου προς τον Μανωε, Απο παντων οσα ειπα προς την γυναικα, ας φυλαχθη?
14 Nichts, was vom Weinstock kommt, darf sie genießen; weder Wein noch Bier darf sie trinken und nichts Unreines essen. Alles, was ich ihr befohlen habe, muss sie beachten.14 απο παντος ο, τι εξερχεται εξ αμπελου ας μη φαγη και οινον και σικερα ας μη πιη? και μηδεν ακαθαρτον ας μη φαγη? παντα οσα παρηγγειλα εις αυτην, ας φυλαξη.
15 Manoach sagte zum Engel des Herrn: Wir möchten dich gern einladen und dir ein Ziegenböckchen zubereiten.15 Και ειπεν ο Μανωε προς τον αγγελον του Κυριου, να σε κρατησωμεν, παρακαλω, και να ετοιμασωμεν εις σε εριφιον εξ αιγων.
16 Aber der Engel des Herrn sagte zu Manoach: Auch wenn du mich einlädst, werde ich von deinem Mahl nichts essen. Wenn du aber ein Brandopfer herrichten willst, bring es dem Herrn dar! Manoach wusste nämlich nicht, dass es der Engel des Herrn war.16 Και ειπεν ο αγγελος του Κυριου προς τον Μανωε, Και αν με κρατησης, δεν θελω φαγει απο του αρτου σου? και εαν καμης ολοκαυτωμα, προς τον Κυριον προσφερε αυτο? διοτι δεν εγνωρισεν ο Μανωε οτι ητο αγγελος Κυριου.
17 Deshalb fragte Manoach den Engel des Herrn: Wie ist dein Name? Wenn eintrifft, was du gesagt hast, möchten wir dir gern Ehre erweisen.17 Και ειπεν ο Μανωε προς τον αγγελον του Κυριου, Τι ειναι το ονομα σου, δια να σε δοξασωμεν, αφου εκπληρωθη ο λογος σου;
18 Der Engel des Herrn erwiderte: Warum fragst du mich nach meinem Namen? Er ist wunderbar.18 Ο δε αγγελος του Κυριου ειπε προς αυτον, Δια τι ερωτας περι του ονοματος μου; διοτι ειναι θαυμαστον.
19 Da nahm Manoach das Ziegenböckchen und brachte es zusammen mit einem Speiseopfer auf einem Felsblock dem Herrn dar, der Wunder tut. [Manoach und seine Frau sahen zu.]19 Τοτε ελαβεν ο Μανωε το εριφιον το εξ αιγων και την εξ αλφιτων προσφοραν και προσεφερεν εις τον Κυριον επι της πετρας? και εθαυματουργησεν? ο δε Μανωε και η γυνη αυτου εβλεπον.
20 Als die Flamme vom Altar zum Himmel aufstieg, stieg der Engel des Herrn in der Flamme des Altars mit empor. Als Manoach und seine Frau das sahen, warfen sie sich zu Boden auf ihr Gesicht.20 Διοτι, ενω η φλοξ ανεβαινεν επανωθεν του θυσιαστηριου προς τον ουρανον, ανεβη και ο αγγελος του Κυριου εν τη φλογι του θυσιαστηριου? ο δε Μανωε και η γυνη αυτου εβλεπον? και επεσαν κατα προσωπον επι την γην.
21 Von da an aber erschien der Engel des Herrn dem Manoach und seiner Frau nicht mehr. Da erkannte Manoach, dass es der Engel des Herrn gewesen war,21 Και δεν εφανη πλεον ο αγγελος του Κυριου εις τον Μανωε και εις την γυναικα αυτου. Τοτε εγνωρισεν ο Μανωε οτι ητο αγγελος Κυριου.
22 und sagte zu seiner Frau: Sicher müssen wir sterben, weil wir Gott gesehen haben.22 Και ειπεν ο Μανωε προς την γυναικα αυτου, Βεβαιως θελομεν αποθανει, διοτι ειδομεν τον Θεον.
23 Doch seine Frau entgegnete ihm: Wenn der Herr uns hätte töten wollen, hätte er nicht aus unserer Hand Brand- und Speiseopfer angenommen und er hätte uns nicht all das sehen und uns auch nichts Derartiges hören lassen.23 Αλλ' η γυνη αυτου ειπε προς αυτον, Εαν ο Κυριος ηθελε να θανατωση ημας, δεν ηθελε δεχθη ολοκαυτωμα και προσφοραν εκ της χειρος ημων, ουδε ηθελε δειξει εις ημας παντα ταυτα, ουδε αναγγειλει προς ημας τοιαυτα εν τοιουτω καιρω.
24 Die Frau gebar einen Sohn und nannte ihn Simson; der Knabe wuchs heran und der Herr segnete ihn.24 Και εγεννησεν η γυνη υιον και εκαλεσε το ονομα αυτου Σαμψων? και ηυξηνθη το παιδιον, και ευλογησεν αυτο ο Κυριος.
25 Dann aber begann der Geist des Herrn, ihn umherzutreiben im Lager Dans zwischen Zora und Eschtaol.25 Και πνευμα Κυριου ηρχισε να διεγειρη αυτο εν τω στρατοπεδω του Δαν, μεταξυ Σαραα και Εσθαολ.