Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Johannes 4


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Jesus erfuhr, dass die Pharisäer gehört hatten, er gewinne und taufe mehr Jünger als Johannes -1 Καθως λοιπον εμαθεν ο Κυριος οτι ηκουσαν οι Φαρισαιοι οτι ο Ιησους πλειοτερους μαθητας καμνει και βαπτιζει παρα ο Ιωαννης-
2 allerdings taufte nicht Jesus selbst, sondern seine Jünger -;2 αν και ο Ιησους αυτος δεν εβαπτιζεν, αλλ' οι μαθηται αυτου-
3 daraufhin verließ er Judäa und ging wieder nach Galiläa.3 αφηκε την Ιουδαιαν και απηλθε παλιν εις την Γαλιλαιαν.
4 Er musste aber den Weg durch Samarien nehmen.4 Επρεπε δε να περαση δια της Σαμαρειας.
5 So kam er zu einem Ort in Samarien, der Sychar hieß und nahe bei dem Grundstück lag, das Jakob seinem Sohn Josef vermacht hatte.5 Ερχεται λοιπον εις πολιν της Σαμαρειας λεγομενην Σιχαρ, πλησιον του αγρου, τον οποιον εδωκεν ο Ιακωβ εις τον Ιωσηφ τον υιον αυτου.
6 Dort befand sich der Jakobsbrunnen. Jesus war müde von der Reise und setzte sich daher an den Brunnen; es war um die sechste Stunde.6 Ητο δε εκει πηγη του Ιακωβ. Ο Ιησους λοιπον κεκοπιακως εκ της οδοιποριας εκαθητο ουτως εις την πηγην. Ωρα ητο περιπου εκτη.
7 Da kam eine samaritische Frau, um Wasser zu schöpfen. Jesus sagte zu ihr: Gib mir zu trinken!7 Ερχεται γυνη τις εκ της Σαμαρειας, δια να αντληση υδωρ. Λεγει προς αυτην ο Ιησους? Δος μοι να πιω.
8 Seine Jünger waren nämlich in den Ort gegangen, um etwas zum Essen zu kaufen.8 Διοτι οι μαθηται αυτου ειχον υπαγει εις την πολιν, δια να αγορασωσι τροφας.
9 Die samaritische Frau sagte zu ihm: Wie kannst du als Jude mich, eine Samariterin, um Wasser bitten? Die Juden verkehren nämlich nicht mit den Samaritern.9 Λεγει λοιπον προς αυτον η γυνη η Σαμαρειτις? Πως συ, Ιουδαιος ων, ζητεις να πιης παρ' εμου, ητις ειμαι γυνη Σαμαρειτις; Διοτι δεν συγκοινωνουσιν οι Ιουδαιοι με τους Σαμαρειτας.
10 Jesus antwortete ihr: Wenn du wüsstest, worin die Gabe Gottes besteht und wer es ist, der zu dir sagt: Gib mir zu trinken!, dann hättest du ihn gebeten, und er hätte dir lebendiges Wasser gegeben.10 Απεκριθη ο Ιησους και ειπε προς αυτην? Εαν ηξευρες την δωρεαν του Θεου, και τις ειναι ο λεγων σοι, Δος μοι να πιω, συ ηθελες ζητησει παρ' αυτου, και ηθελε σοι δωσει υδωρ ζων.
11 Sie sagte zu ihm: Herr, du hast kein Schöpfgefäß, und der Brunnen ist tief; woher hast du also das lebendige Wasser?11 Λεγει προς αυτον η γυνη? Κυριε, ουτε αντλημα εχεις, και το φρεαρ ειναι βαθυ? ποθεν λοιπον εχεις το υδωρ το ζων;
12 Bist du etwa größer als unser Vater Jakob, der uns den Brunnen gegeben und selbst daraus getrunken hat, wie seine Söhne und seine Herden?12 μηπως συ εισαι μεγαλητερος του πατρος ημων Ιακωβ, οστις εδωκεν εις ημας το φρεαρ, και αυτος επιεν εξ αυτου και οι υιοι αυτου και τα θρεμματα αυτου;
13 Jesus antwortete ihr: Wer von diesem Wasser trinkt, wird wieder Durst bekommen;13 Απεκριθη ο Ιησους και ειπε προς αυτην? Πας οστις πινει εκ του υδατος τουτου θελει διψησει παλιν?
14 wer aber von dem Wasser trinkt, das ich ihm geben werde, wird niemals mehr Durst haben; vielmehr wird das Wasser, das ich ihm gebe, in ihm zur sprudelnden Quelle werden, deren Wasser ewiges Leben schenkt.14 οστις ομως πιη εκ του υδατος, το οποιον εγω θελω δωσει εις αυτον, δεν θελει διψησει εις τον αιωνα, αλλα το υδωρ, το οποιον θελω δωσει εις αυτον, θελει γεινει εν αυτω πηγη υδατος αναβλυζοντος εις ζωην αιωνιον.
15 Da sagte die Frau zu ihm: Herr, gib mir dieses Wasser, damit ich keinen Durst mehr habe und nicht mehr hierher kommen muss, um Wasser zu schöpfen.15 Λεγει προς αυτον η γυνη? Κυριε, δος μοι τουτο το υδωρ, δια να μη διψω μηδε να ερχωμαι εδω να αντλω.
16 Er sagte zu ihr: Geh, ruf deinen Mann und komm wieder her!16 Λεγει προς αυτην ο Ιησους? Υπαγε, καλεσον τον ανδρα σου και ελθε εδω.
17 Die Frau antwortete: Ich habe keinen Mann. Jesus sagte zu ihr: Du hast richtig gesagt: Ich habe keinen Mann.17 Απεκριθη η γυνη και ειπε? Δεν εχω ανδρα. Λεγει προς αυτην ο Ιησους? Καλως ειπας οτι δεν εχω ανδρα?
18 Denn fünf Männer hast du gehabt und der, den du jetzt hast, ist nicht dein Mann. Damit hast du die Wahrheit gesagt.18 διοτι πεντε ανδρας ελαβες, και εκεινος, τον οποιον εχεις τωρα, δεν ειναι ανηρ σου? τουτο αληθες ειπας.
19 Die Frau sagte zu ihm: Herr, ich sehe, dass du ein Prophet bist.19 Λεγει προς αυτον η γυνη? Κυριε, βλεπω οτι συ εισαι προφητης.
20 Unsere Väter haben auf diesem Berg Gott angebetet; ihr aber sagt, in Jerusalem sei die Stätte, wo man anbeten muss.20 Οι πατερες ημων εις τουτο το ορος προσεκυνησαν, και σεις λεγετε οτι εν τοις Ιεροσολυμοις ειναι ο τοπος οπου πρεπει να προσκυνωμεν.
21 Jesus sprach zu ihr: Glaube mir, Frau, die Stunde kommt, zu der ihr weder auf diesem Berg noch in Jerusalem den Vater anbeten werdet.21 Λεγει προς αυτην ο Ιησους? Γυναι, πιστευσον μοι οτι ερχεται ωρα, οτε ουτε εις το ορος τουτο ουτε εις τα Ιεροσολυμα θελετε προσκυνησει τον Πατερα.
22 Ihr betet an, was ihr nicht kennt, wir beten an, was wir kennen; denn das Heil kommt von den Juden.22 Σεις προσκυνειτε εκεινο το οποιον δεν εξευρετε, ημεις προσκυνουμεν εκεινο το οποιον εξευρομεν, διοτι η σωτηρια ειναι εκ των Ιουδαιων.
23 Aber die Stunde kommt und sie ist schon da, zu der die wahren Beter den Vater anbeten werden im Geist und in der Wahrheit; denn so will der Vater angebetet werden.23 Πλην ερχεται ωρα, και ηδη ειναι, οτε οι αληθινοι προσκυνηται θελουσι προσκυνησει τον Πατερα εν πνευματι και αληθεια? διοτι ο Πατηρ τοιουτους ζητει τους προσκυνουντας αυτον.
24 Gott ist Geist und alle, die ihn anbeten, müssen im Geist und in der Wahrheit anbeten.24 Ο Θεος ειναι Πνευμα, και οι προσκυνουντες αυτον εν πνευματι και αληθεια πρεπει να προσκυνωσι.
25 Die Frau sagte zu ihm: Ich weiß, dass der Messias kommt, das ist: der Gesalbte (Christus). Wenn er kommt, wird er uns alles verkünden.25 Λεγει προς αυτον η γυνη? Εξευρω οτι ερχεται ο Μεσσιας, ο λεγομενος Χριστος? οταν ελθη εκεινος, θελει αναγγειλει εις ημας παντα.
26 Da sagte Jesus zu ihr: Ich bin es, ich, der mit dir spricht.26 Λεγει προς αυτην ο Ιησους? Εγω ειμαι, ο λαλων σοι.
27 Inzwischen waren seine Jünger zurückgekommen. Sie wunderten sich, dass er mit einer Frau sprach, aber keiner sagte: Was willst du?, oder: Was redest du mit ihr?27 Και επανω εις τουτο ηλθον οι μαθηται αυτου και εθαυμασαν οτι ελαλει μετα γυναικος? ουδεις ομως ειπε, Τι ζητεις; η Τι λαλεις μετ' αυτης;
28 Da ließ die Frau ihren Wasserkrug stehen, eilte in den Ort und sagte zu den Leuten:28 Αφηκε λοιπον η γυνη την υδριαν αυτης και υπηγεν εις την πολιν και λεγει προς τους ανθρωπους?
29 Kommt her, seht, da ist ein Mann, der mir alles gesagt hat, was ich getan habe: Ist er vielleicht der Messias?29 Ελθετε να ιδητε ανθρωπον, οστις μοι ειπε παντα οσα επραξα? μηπως ουτος ειναι ο Χριστος;
30 Da liefen sie hinaus aus dem Ort und gingen zu Jesus.30 Εξηλθον λοιπον εκ της πολεως και ηρχοντο προς αυτον.
31 Währenddessen drängten ihn seine Jünger: Rabbi, iss!31 Εν δε τω μεταξυ οι μαθηται παρεκαλουν αυτον λεγοντες? Ραββι, φαγε.
32 Er aber sagte zu ihnen: Ich lebe von einer Speise, die ihr nicht kennt.32 Ο δε ειπε προς αυτους. Εγω εχω φαγητον να φαγω, το οποιον σεις δεν εξευρετε.
33 Da sagten die Jünger zueinander: Hat ihm jemand etwas zu essen gebracht?33 Ελεγον λοιπον οι μαθηται προς αλληλους? Μηπως τις εφερε προς αυτον να φαγη;
34 Jesus sprach zu ihnen: Meine Speise ist es, den Willen dessen zu tun, der mich gesandt hat, und sein Werk zu Ende zu führen.34 Λεγει προς αυτους ο Ιησους? Το εμον φαγητον ειναι να πραττω το θελημα του πεμψαντος με και να τελειωσω το εργον αυτου.
35 Sagt ihr nicht: Noch vier Monate dauert es bis zur Ernte? Ich aber sage euch: Blickt umher und seht, dass die Felder weiß sind, reif zur Ernte.35 Δεν λεγετε σεις οτι τεσσαρες μηνες ειναι ετι και ο θερισμος ερχεται; Ιδου, σας λεγω, υψωσατε τους οφθαλμους σας και ιδετε τα χωραφια, οτι ειναι ηδη λευκα προς θερισμον.
36 Schon empfängt der Schnitter seinen Lohn und sammelt Frucht für das ewige Leben, so dass sich der Sämann und der Schnitter gemeinsam freuen.36 Και ο θεριζων λαμβανει μισθον και συναγει καρπον εις ζωην αιωνιον, δια να χαιρη ομου και ο σπειρων και ο θεριζων.
37 Denn hier hat das Sprichwort recht: Einer sät und ein anderer erntet.37 Διοτι κατα τουτο αληθευει ο λογος, οτι αλλος ειναι ο σπειρων και αλλος ο θεριζων.
38 Ich habe euch gesandt zu ernten, wofür ihr nicht gearbeitet habt; andere haben gearbeitet und ihr erntet die Frucht ihrer Arbeit.38 Εγω σας απεστειλα να θεριζητε εκεινο, εις το οποιον σεις δεν εκοπιασατε? αλλοι εκοπιασαν, και σεις εισηλθετε εις τον κοπον αυτων.
39 Viele Samariter aus jenem Ort kamen zum Glauben an Jesus auf das Wort der Frau hin, die bezeugt hatte: Er hat mir alles gesagt, was ich getan habe.39 Εξ εκεινης δε της πολεως πολλοι των Σαμαρειτων επιστευσαν εις αυτον δια τον λογον της γυναικος, μαρτυρουσης οτι μοι ειπε παντα οσα επραξα.
40 Als die Samariter zu ihm kamen, baten sie ihn, bei ihnen zu bleiben; und er blieb dort zwei Tage.40 Καθως λοιπον ηλθον προς αυτον οι Σαμαρειται, παρεκαλουν αυτον να μεινη παρ' αυτοις? και εμεινεν εκει δυο ημερας.
41 Und noch viel mehr Leute kamen zum Glauben an ihn aufgrund seiner eigenen Worte.41 Και πολυ πλειοτεροι επιστευσαν δια τον λογον αυτου,
42 Und zu der Frau sagten sie: Nicht mehr aufgrund deiner Aussage glauben wir, sondern weil wir ihn selbst gehört haben und nun wissen: Er ist wirklich der Retter der Welt.42 και προς την γυναικα ελεγον, οτι δεν πιστευομεν πλεον δια τον λογον σου? επειδη ημεις ηκουσαμεν, και γνωριζομεν οτι ουτος ειναι αληθως ο Σωτηρ του κοσμου, ο Χριστος.
43 Nach diesen beiden Tagen ging er von dort nach Galiläa.43 Μετα δε τας δυο ημερας εξηλθεν εκειθεν και υπηγεν εις την Γαλιλαιαν.
44 Jesus selbst hatte nämlich bestätigt: Ein Prophet wird in seiner eigenen Heimat nicht geehrt.44 Διοτι αυτος ο Ιησους εμαρτυρησεν οτι προφητης εν τη πατριδι αυτου δεν εχει τιμην.
45 Als er nun nach Galiläa kam, nahmen ihn die Galiläer auf, weil sie alles gesehen hatten, was er in Jerusalem während des Festes getan hatte; denn auch sie waren zum Fest gekommen.45 Οτε λοιπον ηλθεν εις την Γαλιλαιαν, εδεχθησαν αυτον οι Γαλιλαιοι, ιδοντες παντα οσα εκαμεν εν Ιεροσολυμοις κατα την εορτην? διοτι και αυτοι ηλθον εις την εορτην.
46 Jesus kam wieder nach Kana in Galiläa, wo er das Wasser in Wein verwandelt hatte. In Kafarnaum lebte ein königlicher Beamter; dessen Sohn war krank.46 Ηλθε λοιπον ο Ιησους παλιν εις την Κανα της Γαλιλαιας, οπου εκαμε το υδωρ οινον. Και ητο τις βασιλικος ανθρωπος, του οποιου ο υιος ησθενει εν Καπερναουμ?
47 Als er hörte, dass Jesus von Judäa nach Galiläa gekommen war, suchte er ihn auf und bat ihn, herabzukommen und seinen Sohn zu heilen; denn er lag im Sterben.47 ουτος ακουσας οτι ο Ιησους ηλθεν εκ της Ιουδαιας εις την Γαλιλαιαν, υπηγε προς αυτον και παρεκαλει αυτον να καταβη και να ιατρευση τον υιον αυτου? διοτι εμελλε να αποθανη.
48 Da sagte Jesus zu ihm: Wenn ihr nicht Zeichen und Wunder seht, glaubt ihr nicht.48 Ειπε λοιπον ο Ιησους προς αυτον? Εαν δεν ιδητε σημεια και τερατα, δεν θελετε πιστευσει.
49 Der Beamte bat ihn: Herr, komm herab, ehe mein Kind stirbt.49 Λεγει προς αυτον ο βασιλικος? Κυριε, καταβα πριν αποθανη το παιδιον μου.
50 Jesus erwiderte ihm: Geh, dein Sohn lebt! Der Mann glaubte dem Wort, das Jesus zu ihm gesagt hatte, und machte sich auf den Weg.50 Λεγει προς αυτον ο Ιησους? Υπαγε, ο υιος σου ζη. Και επιστευσεν ο ανθρωπος εις τον λογον, τον οποιον ειπε προς αυτον ο Ιησους, και ανεχωρει.
51 Noch während er unterwegs war, kamen ihm seine Diener entgegen und sagten: Dein Junge lebt.51 Ενω δε ουτος ηδη κατεβαινεν, απηντησαν αυτον οι δουλοι αυτου και απηγγειλαν λεγοντες οτι ο υιος σου ζη.
52 Da fragte er sie genau nach der Stunde, in der die Besserung eingetreten war. Sie antworteten: Gestern in der siebten Stunde ist das Fieber von ihm gewichen.52 Ηρωτησε λοιπον αυτους την ωραν, καθ' ην εγεινε καλητερα. Και ειπον προς αυτον οτι Χθες την εβδομην ωραν αφηκεν αυτον ο πυρετος.
53 Da erkannte der Vater, dass es genau zu der Stunde war, als Jesus zu ihm gesagt hatte: Dein Sohn lebt. Und er wurde gläubig mit seinem ganzen Haus.53 Ενοησε λοιπον ο πατηρ οτι εγεινε τουτο κατ' εκεινην την ωραν, καθ' ην ο Ιησους ειπε προς αυτον οτι Ο υιος σου ζη? και επιστευσεν αυτος και ολη η οικια αυτου.
54 So tat Jesus sein zweites Zeichen, und zwar nachdem er von Judäa nach Galiläa gekommen war.54 Τουτο παλιν δευτερον θαυμα εκαμεν ο Ιησους, αφου ηλθεν εκ της Ιουδαιας εις την Γαλιλαιαν.