Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Das zweite Buch der Könige 9


font
EINHEITSUBERSETZUNG BIBELGREEK BIBLE
1 Der Prophet Elischa rief einen von den Prophetenjüngern und trug ihm auf: Gürte dich, nimm diesen Ölkrug und geh nach Ramot-Gilead!1 Ελισσαιε δε ο προφητης εκαλεσεν ενα εκ των υιων των προφητων και ειπε προς αυτον, Περιζωσον την οσφυν σου και λαβε εις την χειρα σου την φιαλην ταυτην του ελαιου και υπαγε εις Ραμωθ-γαλααδ?
2 Wenn du dorthin kommst, such Jehu, den Sohn Joschafats, des Sohnes Nimschis! Geh zu ihm, ruf ihn aus dem Kreis seiner Brüder und begib dich mit ihm in das innerste Gemach!2 και οταν εισελθης εκει, θελεις ιδει εκει τον Ιηου, υιον του Ιωσαφατ, υιου του Νιμσι? και θελεις εισελθει και σηκωσει αυτον εκ μεσου των αδελφων αυτου και θελεις εισαγαγει αυτον εις το ενδοτερον δωματιον?
3 Dann nimm den Ölkrug, gieß ihn über seinem Haupt aus und sag: So spricht der Herr: Ich salbe dich zum König über Israel. Dann öffne die Tür und eile unverzüglich fort!3 και λαβων την φιαλην του ελαιου, θελεις επιχεει επι την κεφαλην αυτου και ειπει, Ουτω λεγει Κυριος? Σε εχρισα βασιλεα επι τον Ισραηλ? τοτε ανοιξας την θυραν, φυγε και μη μεινης.
4 Der Prophetenjünger ging nach Ramot-Gilead.4 Και υπηγεν ο νεος, ο νεος ο προφητης, εις Ραμωθ-γαλααδ.
5 Als er hinkam, saßen die Obersten des Heeres gerade beisammen. Er sagte: Ich habe einen Auftrag an dich, Oberst. Jehu fragte: An wen von uns? Der junge Mann antwortete: An dich, Oberst.5 Και οτε ηλθεν, ιδου, οι αρχοντες του στρατευματος εκαθηντο? και ειπεν, Εχω λογον προς σε, ω αρχων. Και ο Ιηου ειπε, προς τινα εκ παντων ημων; Ο δε ειπε, προς σε, ω αρχων.
6 Da stand Jehu auf und ging in das Haus. Der Prophetenjünger goss ihm das Öl über das Haupt mit den Worten: So spricht der Herr, der Gott Israels: Ich salbe dich zum König über das Volk des Herrn, über Israel.6 Και σηκωθεις εισηλθεν εις τον οικον? και επεχεε το ελαιον επι την κεφαλην αυτου και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Σε εχρισα βασιλεα επι τον λαον του Κυριου, επι τον Ισραηλ?
7 Du wirst dem Haus Ahabs, deines Herrn, schwere Schläge versetzen und ich werde Rache nehmen für das Blut meiner Knechte, der Propheten, und für das Blut aller Diener des Herrn, das Isebel vergossen hat.7 και θελεις παταξει τον οικον του Αχααβ του κυριου σου, δια να εκδικησω τα αιματα των δουλων μου των προφητων και τα αιματα παντων των δουλων του Κυριου, εκ χειρος της Ιεζαβελ?
8 Das ganze Haus Ahab wird zugrunde gehen. Ich werde vom Haus Ahab alles, was männlich ist, bis zum letzten Mann in Israel ausrotten8 διοτι πας ο οικος του Αχααβ θελει εξολοθρευθη? και θελω αφανισει εκ του Αχααβ τον ουρουντα εις τον τοιχον και τον κεκλεισμενον και τον αφειμενον εν τω Ισραηλ?
9 und es dem Haus Ahab ergehen lassen wie dem Haus Jerobeams, des Sohnes Nebats, und dem Haus Baschas, des Sohnes Ahijas.9 και θελω καταστησει τον οικον του Αχααβ ως τον οικον του Ιεροβοαμ, υιου του Ναβατ, και ως τον οικον του Βαασα, υιου του Αχια?
10 Isebel werden auf der Flur von Jesreel die Hunde fressen und niemand wird sie begraben. Dann öffnete er die Tür und eilte davon.10 και την Ιεζαβελ οι κυνες θελουσι καταφαγει εν τω αγρω της Ιεζραελ, και δεν θελει εισθαι ο θαπτων αυτην. Και ανοιξας την θυραν, εφυγε.
11 Als Jehu zu den Leuten seines Herrn herauskam, fragten sie ihn: Steht es gut? Warum ist denn dieser Verrückte zu dir gekommen? Er antwortete: Ihr kennt doch den Mann und sein Gerede.11 Και εξηλθεν ο Ιηου προς τους δουλους του κυριου αυτου? και ειπε τις προς αυτον, Ειρηνη; δια τι ηλθε προς σε ο παραφρων ουτος; Ο δε ειπε προς αυτους, Σεις γνωριζετε τον ανθρωπον και το λεγειν αυτου.
12 Doch sie sagten: Das sind Ausflüchte. Teil uns nur alles mit! Da gab er zu: So und so hat er zu mir gesagt: So spricht der Herr: Ich salbe dich zum König über Israel.12 Και ειπον, Ψευδες ειναι? ειπε εις ημας, παρακαλουμεν. Ο δε ειπεν, Ουτω και ουτως ελαλησε προς εμε, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος? σε εχρισα βασιλεα επι τον Ισραηλ.
13 Sogleich nahmen alle ihre Kleider, legten sie ihm zu Füßen auf die bloßen Stufen, stießen in das Horn und riefen: Jehu ist König.13 Τοτε εσπευσαν, και λαβοντες εκαστος το ιματιον αυτου, εβαλον υπ' αυτον επι του υψηλοτερου αναβαθμου? και εσαλπισαν εν σαλπιγγι, λεγοντες, Εβασιλευσεν ο Ιηου.
14 So verschwor sich Jehu, der Sohn Joschafats, des Sohnes Nimschis, gegen Joram. - Joram hatte mit ganz Israel vor Ramot- Gilead im Abwehrkampf gegen Hasaël, den König von Aram, gestanden.14 Και ο Ιηου, ο υιος του Ιωσαφατ, υιου του Νιμσι, εκαμε συνωμοσιαν κατα του Ιωραμ. Ο δε Ιωραμ εφυλαττετο εν Ραμωθ-γαλααδ, αυτος και απας ο Ισραηλ, απο προσωπου του Αζαηλ, βασιλεως της Συριας.
15 Er war dann heimgekehrt, um in Jesreel Heilung von den Wunden zu suchen, die ihm die Aramäer geschlagen hatten, als er gegen ihren König Hasaël kämpfte.15 Ειχε δε επιστρεψει ο βασιλευς Ιωραμ δια να ιατρευθη εν Ιεζραελ απο των τραυματων, τα οποια οι Συριοι εκαμον εις αυτον, οτε επολεμει εναντιον του Αζαηλ βασιλεως της Συριας. Και ειπεν ο Ιηου? Εαν ηναι η γνωμη σας, ας μη εξελθη μηδεις φευγων εκ της πολεως, δια να υπαγη να απαγγειλη τουτο εν Ιεζραελ.
16 Jehu sagte nun: Wenn ihr einverstanden seid, lassen wir keinen aus der Stadt entkommen, der nach Jesreel gehen und dort Meldung machen könnte. Dann bestieg er seinen Wagen, um selbst nach Jesreel zu fahren; denn dort lag Joram danieder. Auch Ahasja, der König von Juda, war dorthin gekommen, um Joram zu besuchen.16 Και ιππευσας ο Ιηου, υπηγεν εις Ιεζραελ? διοτι ο Ιωραμ εκοιτετο εκει. Και Οχοζιας ο βασιλευς του Ιουδα ειχε καταβη να ιδη τον Ιωραμ.
17 Der Wächter, der in Jesreel auf dem Turm stand, sah die Schar Jehus herankommen und meldete: Ich sehe eine Schar. Da befahl Joram: Hol einen Reiter und schick ihn der Schar entgegen! Er soll fragen, ob er in friedlicher Absicht kommt.17 Ιστατο δε ο σκοπος επι του πυργου εν Ιεζραηλ και, ιδων την συνοδιαν του Ιηου ερχομενου, ειπε, Συνοδιαν βλεπω. Και ειπεν ο Ιωραμ? Λαβε επιβατην και πεμψον εις συναντησιν αυτων? και ας ερωτηση, Ειρηνη;
18 Als der Reiter sie erreichte, sagte er: Der König lässt fragen, ob ihr in friedlicher Absicht kommt. Doch Jehu antwortete: Was geht es dich an, ob wir in friedlicher Absicht kommen? Reih dich hinter mir ein! Der Wächter meldete: Der Bote hat sie erreicht, kehrt aber nicht mehr zurück.18 Υπηγε λοιπον επιβατης ιππου εις συναντησιν αυτου και ειπεν, Ουτω λεγει ο βασιλευς? Ειρηνη; Και ειπεν ο Ιηου, Τι σε μελει περι ειρηνης; στρεψον οπισω μου. Και ο σκοπος απηγγειλε, λεγων, Ο μηνυτης ηλθε μεχρις αυτων και δεν επεστρεψε.
19 Nun schickte der König einen zweiten Reiter. Dieser kam zu ihnen und sagte: Der König lässt fragen, ob ihr in friedlicher Absicht kommt. Doch Jehu antwortete: Was geht es dich an, ob wir in friedlicher Absicht kommen? Reih dich hinter mir ein!19 Και απεστειλε δευτερον επιβατην ιππου? οστις, ελθων προς αυτους, ειπεν, Ουτω λεγει ο βασιλευς? Ειρηνη; Και απεκριθη ο Ιηου, Τι σε μελει περι ειρηνης; στρεψον οπισω μου.
20 Der Wächter meldete wieder: Er hat sie erreicht, kehrt aber nicht mehr zurück. Die Art, wie ihr Anführer fährt, ist die Art Jehus, des Enkels Nimschis; denn er fährt wie ein Rasender.20 Και απηγγειλεν ο σκοπος, λεγων, Ηλθε μεχρις αυτων και δεν επεστρεψεν? η δε πορεια ειναι ως η πορεια του Ιηου υιου του Νιμσι? διοτι οδευει μανιωδως.
21 Da ließ Joram selbst anspannen. Man machte seinen Wagen bereit, und Joram, der König von Israel, und Ahasja, der König von Juda, fuhren, jeder auf seinem Wagen, Jehu entgegen. Sie trafen ihn beim Acker Nabots aus Jesreel.21 Και ειπεν ο Ιωραμ, Ζευξατε. Και εζευξαν την αμαξαν αυτου. Και εξηλθον Ιωραμ ο βασιλευς του Ισραηλ και Οχοζιας ο βασιλευς του Ιουδα, εκαστος εν τη αμαξη αυτου, και υπηγαν εις συναντησιν του Ιηου, και ευρον αυτον εν τω αγρω Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου.
22 Als Joram Jehu sah, fragte er: Kommst du in friedlicher Absicht, Jehu? Doch dieser erwiderte: Wie sollte ich in friedlicher Absicht kommen, solange die Unzucht deiner Mutter Isebel und ihre vielen Zaubereien andauern?22 Και ως ειδεν ο Ιωραμ τον Ιηου, ειπεν, Ειρηνη, Ιηου; Ο δε απεκριθη, Τι ειρηνη, ενοσω πληθυνονται αι πορνειαι της Ιεζαβελ της μητρος σου και αι μαγειαι αυτης;
23 Da lenkte Joram um und wollte fliehen, während er Ahasja zurief: Verrat, Ahasja!23 Και εστρεψεν ο Ιωραμ τας χειρας αυτου και εφυγε, λεγων προς τον Οχοζιαν, Δολος, Οχοζια.
24 Doch Jehu ergriff den Bogen und traf Joram zwischen die Schultern, sodass der Pfeil sein Herz durchbohrte und er in seinem Wagen niedersank.24 Και δραξας ο Ιηου το τοξον αυτου, επαταξε τον Ιωραμ μεταξυ των βραχιονων αυτου? και το βελος εξηλθε δια της καρδιας αυτου. Ο δε εκαμφθη εν τη αμαξη αυτου.
25 Dann befahl Jehu seinem Adjutanten Bidkar: Nimm ihn, und wirf ihn auf den Acker Nabots aus Jesreel. Denk daran: Ich und du fuhren auf unseren Gespannen hinter seinem Vater Ahab her, als der Herr dieses Wort über ihn verkünden ließ:25 Και ειπεν ο Ιηου προς τον Βιδκαρ, τον στρατηγον αυτου? Λαβε και ριψον αυτον εις την μεριδα του αγρου του Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου? διοτι ενθυμηθητι, οτε εγω και συ επορευομεθα εφιπποι οπισω Αχααβ του πατρος αυτου, οτι ο Κυριος επροφερε κατ' αυτου την αποφασιν ταυτην?
26 Fürwahr, ich habe gestern das Blut Nabots und seiner Söhne gesehen - Spruch des Herrn. Ich werde an dir auf diesem Acker Vergeltung üben - Spruch des Herrn. Nimm ihn also und wirf ihn auf den Acker, wie es der Herr gesagt hat.26 Ναι, ειδον χθες τα αιματα του Ναβουθαι και τα αιματα των υιων αυτου, λεγει Κυριος? και θελω καμει εις σε ανταποδοσιν εν τη μεριδι ταυτη, λεγει Κυριος?-τωρα λοιπον σηκωσον και ριψον αυτον εις την μεριδα ταυτην κατα τον λογον του Κυριου.
27 Als Ahasja, der König von Juda, dies sah, floh er in Richtung Bet-Gan. Doch Jehu verfolgte ihn und rief: Schlagt auch diesen nieder! Man schlug ihn beim Anstieg nach Gur, das bei Jibleam liegt, im Wagen nieder. Er kam noch bis Megiddo, wo er starb.27 Ο δε Οχοζιας βασιλευς του Ιουδα, ως ειδε τουτο, εφυγε δια της οδου της οικιας του κηπου. Και κατεδιωξεν οπισω αυτου ο Ιηου και ειπε, Παταξατε και τουτον εν τη αμαξη αυτου. Και εκαμον ουτω, κατα την αναβασιν Γουρ, πλησιον του Ιβλεαμ. Και εφυγεν εις Μεγιδδω και εκει απεθανε.
28 Seine Diener brachten ihn nach Jerusalem und begruben ihn bei seinen Vätern in seinem Grab in der Davidstadt.28 Και εφεραν αυτον οι δουλοι αυτου επι αμαξης εις Ιερουσαλημ, και εθαψαν αυτον εν τω ταφω αυτου, μετα των πατερων αυτου, εν τη πολει Δαβιδ.
29 Im elften Jahr Jorams, des Sohnes Ahabs, war Ahasja König von Juda geworden.29 Εβασιλευσε δε ο Οχοζιας επι Ιουδα κατα το ενδεκατον ετος του Ιωραμ υιου του Αχααβ.
30 Als Jehu nach Jesreel kam und Isebel dies erfuhr, legte sie Schminke auf ihre Augen, schmückte ihr Haupt und schaute durch das Fenster hinab.30 Και ηλθεν ο Ιηου εις Ιεζραελ, και ακουσασα η Ιεζαβελ, εβαψε τους οφθαλμους αυτης και εκαλλωπισε την κεφαλην αυτης και διεκυψε δια του παραθυρου.
31 Während dann Jehu an das Tor trat, rief sie ihm zu: Geht es Simri, dem Mörder seines Herrn, gut?31 Και, ενω εισηρχετο εις την πυλην ο Ιηου, ειπεν, Ευτυχησεν ο Ζιμβρι, ο φονευσας τον κυριον αυτου;
32 Jehu schaute zum Fenster empor und fragte: Ist jemand da, der zu mir hält? Zwei oder drei Hofleute sahen zu ihm herab32 Ο δε, υψωσας το προσωπον αυτου προς το παραθυρον, ειπε, Τις ειναι μετ' εμου; τις; Και εκυψαν προς αυτον δυο τρεις ευνουχοι.
33 und er befahl ihnen: Werft sie herunter! Sie warfen sie herunter und Isebels Blut bespritzte die Wand und die Pferde, die sie zertraten.33 Και ειπε, Ριψατε αυτην κατω. Και ερριψαν αυτην κατω, και ερραντισθη εκ του αιματος αυτης προς τον τοιχον και προς τους ιππους? και κατεπατησεν αυτην.
34 Dann ging Jehu hinein, um zu essen und zu trinken. Schließlich befahl er: Seht nach dieser Verfluchten und begrabt sie; denn sie ist eine Königstochter.34 Και αφου εισηλθε και εφαγε και επιεν, ειπεν, Υπαγετε να ιδητε τωρα την κατηραμενην ταυτην, και θαψατε αυτην? διοτι ειναι θυγατηρ βασιλεως.
35 Doch als sie hinkamen, um sie zu begraben, fanden sie von ihr nur noch den Schädel, die Füße und die Hände.35 Και υπηγαν δια να θαψωσιν αυτην? πλην δεν ευρηκαν εις αυτην παρα το κρανιον και τους ποδας και τας παλαμας των χειρων.
36 Und sie kamen zurück, um es ihm zu melden. Er aber sagte: Das ist das Wort, das der Herr durch seinen Knecht Elija aus Tischbe verkündet hat: Auf der Flur von Jesreel werden die Hunde das Fleisch Isebels fressen.36 Και επιστρεψαντες απηγγειλαν προς αυτον. Ο δε ειπεν, Ουτος ειναι ο λογος του Κυριου, τον οποιον ελαλησε δια του δουλου αυτου Ηλια του Θεσβιτου, λεγων, Εν τη μεριδι της Ιεζραελ θελουσι καταφαγει οι κυνες τας σαρκας της Ιεζαβελ?
37 Die Leiche Isebels soll wie Mist auf dem Feld in der Flur Jesreels liegen, sodass man nicht mehr sagen kann: Das ist Isebel.37 και το πτωμα της Ιεζαβελ θελει εισθαι ως κοπρια επι προσωπου του αγρου εν τη μεριδι Ιεζραελ, ωστε να μη ειπωσιν, Αυτη ειναι η Ιεζαβελ.