Giobbe 14
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBBIA CEI 1974 | GREEK BIBLE |
---|---|
1 L'uomo, nato di donna, breve di giorni e sazio di inquietudine, | 1 Ανθρωπος γεγεννημενος εκ γυναικος ειναι ολιγοβιος και πληρης ταραχης? |
2 come un fiore spunta e avvizzisce, fugge come l'ombra e mai si ferma. | 2 αναβλαστανει ως ανθος και κοπτεται? φευγει ως σκια και δεν διαμενει. |
3 Tu, sopra un tal essere tieni aperti i tuoi occhi e lo chiami a giudizio presso di te? | 3 Και επι τοιουτον ανοιγεις τους οφθαλμους σου, και με φερεις εις κρισιν μετα σου; |
4 Chi può trarre il puro dall'immondo? Nessuno. | 4 Τις δυναται να εξαγαγη καθαρον απο ακαθαρτου; ουδεις. |
5 Se i suoi giorni sono contati, se il numero dei suoi mesi dipende da te, se hai fissato un termine che non può oltrepassare, | 5 Επειδη αι ημεραι αυτου ειναι προσδιωρισμεναι, ο αριθμος των μηνων αυτου ευρισκεται παρα σοι, και συ εθεσας τα ορια αυτου, και δεν δυναται να υπερβη αυτα, |
6 distogli lo sguardo da lui e lascialo stare finché abbia compiuto, come un salariato, la sua giornata! | 6 αποστρεψον απ' αυτου, δια να ησυχαση, εωσου χαιρων εκπληρωση ως μισθωτος την ημεραν αυτου. |
7 Poiché anche per l'albero c'è speranza: se viene tagliato, ancora ributta e i suoi germogli non cessano di crescere; | 7 Διοτι περι του δενδρου, εαν κοπη, ειναι ελπις οτι θελει αναβλαστησει, και οτι ο τρυφερος αυτου βλαστος δεν θελει εκλειψει. |
8 se sotto terra invecchia la sua radice e al suolo muore il suo tronco, | 8 Και αν η ριζα αυτου παλαιωθη εν τη γη και ο κορμος αυτου αποθανη εν τω χωματι, |
9 al sentore dell'acqua rigermoglia e mette rami come nuova pianta. | 9 ομως δια της οσμης του υδατος θελει αναβλαστησει και θελει εκβαλει κλαδους ως νεοφυτον. |
10 L'uomo invece, se muore, giace inerte, quando il mortale spira, dov'è? | 10 Αλλ' ο ανθρωπος αποθνησκει και παρερχεται? και ο ανθρωπος εκπνεει, και που ειναι; |
11 Potranno sparire le acque del mare e i fiumi prosciugarsi e disseccarsi, | 11 Καθως τα υδατα εκλειπουσιν εκ της θαλασσης και ο ποταμος στειρευει και ξηραινεται, |
12 ma l'uomo che giace più non s'alzerà, finché durano i cieli non si sveglierà, né più si desterà dal suo sonno. | 12 ουτως ο ανθρωπος, αφου κοιμηθη, δεν ανισταται? εωσου οι ουρανοι μη υπαρξωσι, δεν θελουσιν εξυπνησει, και δεν θελουσιν εγερθη εκ του υπνου αυτων. |
13 Oh, se tu volessi nascondermi nella tomba, occultarmi, finché sarà passata la tua ira, fissarmi un termine e poi ricordarti di me! | 13 Ειθε να με εκρυπτες εν τω ταφω, να με εσκεπαζες εωσου παρελθη η οργη σου, να προσδιωριζες εις εμε προθεσμιαν, και τοτε να με ενθυμηθης |
14 Se l'uomo che muore potesse rivivere, aspetterei tutti i giorni della mia milizia finché arrivi per me l'ora del cambio! | 14 Εαν αποθανη ο ανθρωπος, θελει αναζησει; πασας τας ημερας της εκστρατειας μου θελω περιμενει, εωσου ελθη η απαλλαγη μου. |
15 Mi chiameresti e io risponderei, l'opera delle tue mani tu brameresti. | 15 Θελεις καλεσει, και εγω θελω σοι αποκριθη? θελεις επιβλεψει εις το εργον των χειρων σου. |
16 Mentre ora tu conti i miei passi non spieresti più il mio peccato: | 16 Διοτι τωρα αριθμεις τα διαβηματα μου? δεν παραφυλαττεις τας αμαρτιας μου; |
17 in un sacchetto, chiuso, sarebbe il mio misfatto e tu cancelleresti la mia colpa. | 17 Η παραβασις μου ειναι επεσφραγισμενη εν βαλαντιω, και επισημειονεις την ανομιαν μου. |
18 Ohimè! come un monte finisce in una frana e come una rupe si stacca dal suo posto, | 18 Βεβαιως το μεν ορος πιπτον εξουδενουται, ο δε βραχος μετακινειται απο του τοπου αυτου. |
19 e le acque consumano le pietre, le alluvioni portano via il terreno: così tu annienti la speranza dell'uomo. | 19 Τα υδατα τρωγουσι τας πετρας? αι πλημμυραι αυτων παρασυρουσι το χωμα της γης? ουτω συ καταστρεφεις την ελπιδα του ανθρωπου, |
20 Tu lo abbatti per sempre ed egli se ne va, tu sfiguri il suo volto e lo scacci. | 20 υπερισχυεις παντοτε εναντιον αυτου, και αυτος παρερχεται? μεταβαλλεις την οψιν αυτου και αποπεμπεις αυτον. |
21 Siano pure onorati i suoi figli, non lo sa; siano disprezzati, lo ignora! | 21 Οι υιοι αυτου υψουνται, και αυτος δεν εξευρει? και ταπεινουνται, και αυτος δεν εννοει ουδεν περι αυτων. |
22 Soltanto i suoi dolori egli sente e piange sopra di sé. | 22 Μονον η σαρξ αυτου επ' αυτου θελει πονει, και η ψυχη αυτου εν αυτω θελει πενθει. |