SCRUTATIO

Domenica, 7 dicembre 2025 - Sant´ Ambrogio v. ( Letture di oggi)

І Самуїла 19


font
БібліяGREEK BIBLE
1 Саул сказав Йонатанові, своєму синові, й усім своїм слугам, що треба Давида вбити. Йонатан же, син Саула, був дуже прихильний до Давида,1 Και ειπεν ο Σαουλ προς Ιωναθαν τον υιον αυτου και προς παντας τους δουλους αυτου, να θανατωσωσι τον Δαβιδ.
2 і попередив його словами: «Саул, мій батько, наваживсь тебе вбити. Гляди ж, остерігайся завтра: сиди потай, заховайсь!2 Ο Ιωναθαν ομως, ο υιος του Σαουλ, ηγαπα καθ' υπερβολην τον Δαβιδ? και απηγγειλεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, λεγων, Σαουλ ο πατηρ μου ζητει να σε θανατωση? τωρα λοιπον φυλαχθητι, παρακαλω, εως πρωι, και μενε εν αποκρυφω τοπω και κρυπτου?
3 Я ж вийду й стану коло батька в полі, де ти будеш, і розмовлятиму про тебе з батьком, і що побачу, про те сповіщу тебе.»3 εγω δε θελω εξελθει και σταθη πλησιον του πατρος μου εν τω αγρω οπου θελεις εισθαι, και θελω ομιλησει περι σου προς τον πατερα μου? και θελω ιδει τι ειναι και θελω σοι απαγγειλει.
4 Йонатан говорив Саулові, своєму батькові, добре про Давида, кажучи йому: «Нехай цар не грішить проти слуги свого Давида, бо він не провинився проте тебе, й те, що він зробив тобі, дуже корисне.4 Και ελαλησεν ο Ιωναθαν καλα περι του Δαβιδ προς τον Σαουλ τον πατερα αυτου και ειπε προς αυτον, Ας μη αμαρτηση ο βασιλευς εναντιον του δουλου αυτου, εναντιον του Δαβιδ? επειδη δεν ημαρτησεν εναντιον σου και επειδη τα εργα αυτου εσταθησαν εις σε πολυ καλα?
5 Він виставляв своє життя на небезпеку, він убив філістимлянина, й Господь через нього дав усьому Ізраїлеві велику перемогу: ти сам те бачив і веселився. Навіщо ж гріх на себе брати, кров невинну проливати, вбиваючи Давида без причини?»5 διοτι ερριψοκινδυνευσε την ζωην αυτου και εθανατωσε τον Φιλισταιον, και ο Κυριος εκαμε σωτηριαν μεγαλην εις παντα τον Ισραηλ? ειδες και εχαρης? δια τι λοιπον θελεις να αμαρτησης εναντιον αθωου αιματος, θανατονων τον Δαβιδ χωρις αιτιας;
6 Послухав Саул Йонатана й поклявся: «Так певно як Господь живе, він не помре!»6 Και υπηκουσεν ο Σαουλ εις την φωνην του Ιωναθαν? και ωμοσεν ο Σαουλ, λεγων, Ζη Κυριος, δεν θελει θανατωθη.
7 Покликав тоді Йонатан Давида і, передавши йому всю оцю розмову, ввів Давида до Саула, й був він при ньому, як і перше.7 Και εκραξεν ο Ιωναθαν τον Δαβιδ και απηγγειλε προς αυτον ο Ιωναθαν παντας τους λογους τουτους. Και εφερεν ο Ιωναθαν τον Δαβιδ προς τον Σαουλ, και ητο ενωπιον αυτου ως το προτερον.
8 Якже війна розпочалася знову, двигнувся Давид у похід і воював з філістимлянами й учинив між ними велику різанину, так що вони втекли від нього.8 Εγεινε δε παλιν πολεμος? και εξηλθεν ο Δαβιδ και επολεμησε μετα των Φιλισταιων και επαταξεν αυτους εν σφαγη μεγαλη? και εφυγον απο προσωπου αυτου.
9 Та на Саула напав злий дух від Господа. Він сидів дома зо списом у руках, коли Давид грав на гуслах.9 Και το πονηρον πνευμα παρα Κυριου εσταθη επι τον Σαουλ, ενω εκαθητο εν τω οικω αυτου μετα του δορατιου εν τη χειρι αυτου? ο δε Δαβιδ επαιζε το οργανον δια της χειρος αυτου.
10 Саул хотів прибити Давида списом до стіни, але він відскочив від Саула, спис устромився в стіну, а Давид утік і спасся.10 Και εζητησεν ο Σαουλ να κτυπηση με το δορατιον τον Δαβιδ και εως εις τον τοιχον? εξεκλινεν ομως απο προσωπου του Σαουλ και εκτυπησε τον τοιχον με το δορατιον? ο δε Δαβιδ εφυγε και διεσωθη εκεινην την νυκτα.
11 Тієї ж самої ночі Саул послав гінців у дім Давида, щоб стерегти його й уранці вбити. Та Міхаль, жінка Давида, його про те сповістила: коли ти, мовляв, не врятуєшся цієї ночі, завтра будеш убитий!11 Και απεστειλεν ο Σαουλ μηνυτας προς τον οικον του Δαβιδ, δια να παραφυλαξωσιν αυτον και να θανατωσωσιν αυτον το πρωι? απηγγειλε δε προς τον Δαβιδ η Μιχαλ, η γυνη αυτου, λεγουσα, Εαν δεν σωσης την ζωην σου την νυκτα ταυτην, αυριον θελεις θανατωθη.
12 і спустила Міхаль Давида через вікно. Отак він пішов геть, утік і врятувався.12 Και κατεβιβασεν η Μιχαλ τον Δαβιδ δια της θυριδος? και ανεχωρησε και εφυγε και διεσωθη.
13 Міхаль же взяла домашнього божка і поклала його в ліжко, а в головах його поклала козячу шкуру й прикрила одежею ліжко.13 Τοτε λαβουσα η Μιχαλ ομοιωμα, εθεσεν επι της κλινης και εβαλεν εις την κεφαλην αυτου προσκεφαλαιον εκ τριχων αιγων και εσκεπασεν αυτο με φορεμα.
14 А як Саул прислав гінців узяти Давида, вона сказала: він, мовляв, хворий.14 Και οτε απεστειλεν ο Σαουλ μηνυτας δια να συλλαβωσι τον Δαβιδ, εκεινη ειπεν, Αρρωστος ειναι.
15 І відіслав Саул гінців назад, щоб побачити Давида, й наказав їм: «Принесіть його до мене в ліжку! Я мушу його вбити!»15 Παλιν απεστειλεν ο Σαουλ τους μηνυτας δια να ιδωσι τον Δαβιδ, λεγων, Φερετε μοι αυτον επι της κλινης, δια να θανατωσω αυτον.
16 Прийшли гінці — аж ось домашній божок у ліжку, а в головах у нього козяча шкура.16 Και οτε εισηλθον οι μηνυται, ιδου, ητο το ομοιωμα επι της κλινης και προσκεφαλαιον εις την κεφαλην αυτου εκ τριχων αιγων.
17 І каже Саул до Міхалі: «Чого ти мене так ошукала й випустила ворога мого, щоб він утік?» Міхаль же відповіла Саулові: «То він сказав до мене: Пусти мене, а якщо ні, вб’ю тебе!»17 Και ειπεν ο Σαουλ προς την Μιχαλ, Δια τι με ηπατησας ουτω και απεπεμψας τον εχθρον μου και διεσωθη; Και απεκριθη Μιχαλ προς τον Σαουλ, Αυτος ειπε προς εμε, Αφες με να φυγω? δια τι να σε θανατωσω;
18 Отак Давид утік і, врятувавшись, прибув у Раму до Самуїла й розповів йому все, що Саул з ним зробив був. Потім пішли — сам він і Самуїл — та оселилися в Найоті.18 Και εφυγεν ο Δαβιδ και διεσωθη και ηλθε προς τον Σαμουηλ εις Ραμα, και απηγγειλε προς αυτον παντα οσα ειχε καμει εις αυτον ο Σαουλ? και υπηγαν, αυτος και ο Σαμουηλ, και κατωκησαν εν Ναυιωθ.
19 Якже Саулові переказали: «Давид у Найоті в Рамі»,19 Απηγγειλαν δε προς τον Σαουλ και ειπον, Ιδου, ο Δαβιδ ειναι εν Ναυιωθ εν Ραμα.
20 послав Саул посланців, щоб узяти Давида, й як ці побачили громаду провіщаючих пророків разом із Самуїлом, який був на чолі в них, дух Божий зійшов на посланців Саула, і вони й собі заходилися пророкувати.20 Και απεστειλεν ο Σαουλ μηνυτας να συλλαβωσι τον Δαβιδ? και οτε ειδον την συναξιν των προφητων προφητευοντων και τον Σαμουηλ προισταμενον επ' αυτους, επηλθε Πνευμα Θεου επι τους μηνυτας του Σαουλ, και προεφητευον και αυτοι.
21 Повідомлено про те Саула, й він послав других гінців, та й ці стали пророкувати. І як послав гінців утретє, то й ці теж почали віщувати.21 Και οτε απηγγελθη προς τον Σαουλ, απεστειλεν αλλους μηνυτας? και αυτοι ομοιως προεφητευον. Και απεστειλε παλιν ο Σαουλ τριτην φοραν μηνυτας, και αυτοι ετι προεφητευον.
22 Тоді він сам пішов у Раму й, дійшовши до великої ритви, що в Сеху, спитав: «Де Самуїл і Давид?» Йому відповіли: «В Найоті, в Рамі.»22 Τοτε υπηγε και αυτος εις Ραμα και ηλθεν εως του μεγαλου φρεατος του εν Σοκχω? και ηρωτησε, λεγων, Που ειναι ο Σαμουηλ και ο Δαβιδ; Και ειπον, Ιδου, εν Ναυιωθ εν Ραμα.
23 І він пішов звідтіль у Найот у Рамі, й дух Божий спустився на нього, і він увесь час віщував, ідучи в дорозі, аж поки прийшов у Найот у Рамі.23 Και υπηγεν εκει εις Ναυιωθ την εν Ραμα? και Πνευμα Θεου επηλθε και επ' αυτον? και εξηκολουθει την οδον αυτου προφητευων, εωσου ηλθεν εις Ναυιωθ εν Ραμα.
24 Він теж скинув із себе одежу й почав пророкувати перед Самуїлом, потім упав голий на землю і лежав увесь той день і ніч. Тому й пішла приповідка: «Хіба Саул також поміж пророками?»24 Και εκδυθεις τα ιματια αυτου και αυτος, προεφητευεν ενωπιον του Σαμουηλ κατα τον αυτον τροπον, και κατεκειτο γυμνος ολην εκεινην την ημεραν και ολην την νυκτα. Δια τουτο λεγουσι, Και Σαουλ εν προφηταις;