Scrutatio

Sabato, 18 maggio 2024 - San Giovanni I papa ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 27


font
LXXVULGATA
1 ετι δε προσθεις ιωβ ειπεν τω προοιμιω1 Addidit quoque Job, assumens parabolam suam, et dixit :
2 ζη κυριος ος ουτω με κεκρικεν και ο παντοκρατωρ ο πικρανας μου την ψυχην2 Vivit Deus, qui abstulit judicium meum,
et Omnipotens, qui ad amaritudinem adduxit animam meam.
3 η μην ετι της πνοης μου ενουσης πνευμα δε θειον το περιον μοι εν ρισιν3 Quia donec superest halitus in me,
et spiritus Dei in naribus meis,
4 μη λαλησειν τα χειλη μου ανομα ουδε η ψυχη μου μελετησει αδικα4 non loquentur labia mea iniquitatem,
nec lingua mea meditabitur mendacium.
5 μη μοι ειη δικαιους υμας αποφηναι εως αν αποθανω ου γαρ απαλλαξω μου την ακακιαν5 Absit a me ut justos vos esse judicem :
donec deficiam, non recedam ab innocentia mea.
6 δικαιοσυνη δε προσεχων ου μη προωμαι ου γαρ συνοιδα εμαυτω ατοπα πραξας6 Justificationem meam, quam cœpi tenere, non deseram :
neque enim reprehendit me cor meum in omni vita mea.
7 ου μην δε αλλα ειησαν οι εχθροι μου ωσπερ η καταστροφη των ασεβων και οι επ' εμε επανιστανομενοι ωσπερ η απωλεια των παρανομων7 Sit ut impius, inimicus meus,
et adversarius meus quasi iniquus.
8 και τις γαρ εστιν ελπις ασεβει οτι επεχει πεποιθως επι κυριον αρα σωθησεται8 Quæ est enim spes hypocritæ, si avare rapiat,
et non liberet Deus animam ejus ?
9 η την δεησιν αυτου εισακουσεται κυριος η επελθουσης αυτω αναγκης9 Numquid Deus audiet clamorem ejus,
cum venerit super eum angustia ?
10 μη εχει τινα παρρησιαν εναντι αυτου η ως επικαλεσαμενου αυτου εισακουσεται αυτου10 aut poterit in Omnipotente delectari,
et invocare Deum omni tempore ?
11 αλλα δη αναγγελω υμιν τι εστιν εν χειρι κυριου α εστιν παρα παντοκρατορι ου ψευσομαι11 Docebo vos per manum Dei quæ Omnipotens habeat,
nec abscondam.
12 ιδου δη παντες οιδατε οτι κενα κενοις επιβαλλετε12 Ecce vos omnes nostis :
et quid sine causa vana loquimini ?
13 αυτη η μερις ανθρωπου ασεβους παρα κυριου κτημα δε δυναστων ελευσεται παρα παντοκρατορος επ' αυτους13 Hæc est pars hominis impii apud Deum,
et hæreditas violentorum, quam ob Omnipotente suscipient.
14 εαν δε πολλοι γενωνται οι υιοι αυτου εις σφαγην εσονται εαν δε και ανδρωθωσιν προσαιτησουσιν14 Si multiplicati fuerint filii ejus, in gladio erunt,
et nepotes ejus non saturabuntur pane :
15 οι δε περιοντες αυτου εν θανατω τελευτησουσιν χηρας δε αυτων ουθεις ελεησει15 qui reliqui fuerint ex eo sepelientur in interitu,
et viduæ illius non plorabunt.
16 εαν συναγαγη ωσπερ γην αργυριον ισα δε πηλω ετοιμαση χρυσιον16 Si comportaverit quasi terram argentum,
et sicut lutum præparaverit vestimenta :
17 ταυτα παντα δικαιοι περιποιησονται τα δε χρηματα αυτου αληθινοι καθεξουσιν17 præparabit quidem, sed justus vestietur illis,
et argentum innocens dividet.
18 απεβη δε ο οικος αυτου ωσπερ σητες και ωσπερ αραχνη18 Ædificavit sicut tinea domum suam,
et sicut custos fecit umbraculum.
19 πλουσιος κοιμηθεις και ου προσθησει οφθαλμους αυτου διηνοιξεν και ουκ εστιν19 Dives, cum dormierit, nihil secum auferet :
aperiet oculos suos, et nihil inveniet.
20 συνηντησαν αυτω ωσπερ υδωρ αι οδυναι νυκτι δε υφειλατο αυτον γνοφος20 Apprehendet eum quasi aqua inopia :
nocte opprimet eum tempestas.
21 αναλημψεται αυτον καυσων και απελευσεται και λικμησει αυτον εκ του τοπου αυτου21 Tollet eum ventus urens, et auferet,
et velut turbo rapiet eum de loco suo.
22 και επιρριψει επ' αυτον και ου φεισεται εκ χειρος αυτου φυγη φευξεται22 Et mittet super eum, et non parcet :
de manu ejus fugiens fugiet.
23 κροτησει επ' αυτου χειρας αυτου και συριει αυτον εκ του τοπου αυτου23 Stringet super eum manus suas,
et sibilabit super illum, intuens locum ejus.