Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Samuelis I 20


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Fugit autem David de Najoth, quæ est in Ramatha, veniensque locutus est coram Jonatha : Quid feci ? quæ est iniquitas mea, et quod peccatum meum in patrem tuum, quia quærit animam meam ?1 Και εφυγεν ο Δαβιδ εκ Ναυιωθ της εν Ραμα, και ηλθε και ειπεν ενωπιον του Ιωναθαν, Τι επραξα; τι το αδικημα μου και τι το αμαρτημα μου εμπροσθεν του πατρος σου, δια το οποιον ζητει την ψυχην μου;
2 Qui dixit ei : Absit, non morieris : neque enim faciet pater meus quidquam grande vel parvum, nisi prius indicaverit mihi : hunc ergo celavit me pater meus sermonem tantummodo ? nequaquam erit istud.2 Ο δε ειπε προς αυτον, Μη γενοιτο? συ δεν θελεις αποθανει ιδου, ο πατηρ μου δεν θελει καμει ουδεν, ειτε μεγα ειτε μικρον, το οποιον να μη φανερωση εις εμε? και δια τι ο πατηρ μου ηθελε κρυψει το πραγμα τουτο απ' εμου; δεν ειναι ουτω.
3 Et juravit rursum Davidi. Et ille ait : Scit profecto pater tuus quia inveni gratiam in oculis tuis, et dicet : Nesciat hoc Jonathas, ne forte tristetur. Quinimmo vivit Dominus, et vivit anima tua, quia uno tantum (ut ita dicam) gradu ego morsque dividimur.3 Και ωμοσεν ο Δαβιδ ετι και ειπεν, Ο πατηρ σου εξευρει βεβαιως οτι εγω ευρηκα χαριν ενωπιον σου? οθεν λεγει, Ας μη εξευρη τουτο ο Ιωναθαν, μηποτε λυπηθη. Αλλα, ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν ειναι παρα εν βημα μεταξυ εμου και του θανατου.
4 Et ait Jonathas ad David : Quodcumque dixerit mihi anima tua, faciam tibi.4 Τοτε ειπεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, Ο, τι επιθυμει η ψυχη σου θελω καμει εις σε.
5 Dixit autem David ad Jonathan : Ecce calendæ sunt crastino, et ego ex more sedere soleo juxta regem ad vescendum : dimitte ergo me ut abscondar in agro usque ad vesperam diei tertiæ.5 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ιωναθαν, Ιδου, αυριον ειναι νεομηνια, καθ' ην εγω συνειθιζω να καθωμαι μετα του βασιλεως να συντρωγω? αφες με λοιπον να υπαγω, δια να κρυφθω εν τω αγρω μεχρι της εσπερας της τριτης ημερας.
6 Si respiciens requisierit me pater tuus, respondebis ei : Rogavit me David ut iret celeriter in Bethlehem civitatem suam, quia victimæ solemnes ibi sunt universis contribulibus suis.6 εαν ο πατηρ σου περιβλεπων με ζητηση, τοτε ειπε, Ο Δαβιδ εζητησεν ενθερμως παρ' εμου να τρεξη εις Βηθλεεμ την πολιν αυτου. διοτι γινεται εκει ετησιος θυσια υφ' ολης της συγγενειας αυτου?
7 Si dixerit : Bene : pax erit servo tuo. Si autem fuerit iratus, scito quia completa est malitia ejus.7 εαν ειπη ουτω, Καλως? θελει εισθαι ειρηνη εις τον δουλον σου? εαν ομως οργισθη πολυ, εξευρε οτι το κακον ειναι αποφασισμενον παρ' αυτου?
8 Fac ergo misericordiam in servum tuum, quia fœdus Domini me famulum tuum tecum inire fecisti : si autem est iniquitas aliqua in me, tu me interfice, et ad patrem tuum ne introducas me.8 θελεις λοιπον καμει ελεος προς τον δουλον σου? διοτι εις συνθηκην Κυριου εισηγαγες τον δουλον σου μετα σεαυτου? εαν ομως ηναι αδικια εν εμοι, θανατωσον με συ? και δια τι να με φερης εως του πατρος σου;
9 Et ait Jonathas : Absit hoc a te : neque enim fieri potest, ut si certe cognovero completam esse patris mei malitiam contra te, non annuntiem tibi.9 Και ειπεν ο Ιωναθαν, Μη γενοιτο ποτε τουτο εις σε? διοτι, εαν τω οντι γνωρισω οτι το κακον ειναι αποφασισμενον παρα του πατρος μου να ελθη επι σε, βεβαιως θελω σοι απαγγειλει τουτο.
10 Responditque David ad Jonathan : Quis renuntiabit mihi, si quid forte responderit tibi pater tuus dure de me ?
10 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Ιωναθαν, Τις θελει μοι απαγγειλει εαν ο πατηρ σου αποκριθη εις σε σκληρα;
11 Et ait Jonathas ad David : Veni, et egrediamur foras in agrum. Cumque exissent ambo in agrum,11 Και ειπεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, Ελθε, και ας εξελθωμεν εις τον αγρον. Και εξηλθον αμφοτεροι εις τον αγρον.
12 ait Jonathas ad David : Domine Deus Israël, si investigavero sententiam patris mei crastino vel perendie, et aliquid boni fuerit super David, et non statim misero ad te, et notum tibi fecero,12 Και ειπεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, Κυριε Θεε του Ισραηλ? οταν ποτε περι την αυριον η την μετα την αυριον, εξιχνιασω τον πατερα μου, και ιδου, ειναι τι καλον περι του Δαβιδ, εαν δεν αποστειλω τοτε προς σε να σοι το απαγγειλω,
13 hæc faciat Dominus Jonathæ, et hæc addat. Si autem perseveraverit patris mei malitia adversum te, revelabo aurem tuam, et dimittam te, ut vadas in pace, et sit Dominus tecum, sicut fuit cum patre meo.13 ουτω να καμη ο Κυριος εις τον Ιωναθαν και ουτω να προσθεση? εαν δε ο πατηρ μου απεφασισε το κακον εναντιον σου, θελω σοι απαγγειλει τουτο και σε εξαποστειλει, και θελεις υπαγει εν ειρηνη? και ο Κυριος ας ηναι μετα σου, καθως εσταθη μετα του πατρος μου?
14 Et si vixero, facies mihi misericordiam Domini : si vero mortuus fuero,14 και ουχι μονον ενοσω ζω, θελεις δειξει προς εμε το ελεος του Κυριου, δια να μη αποθανω?
15 non auferes misericordiam tuam a domo mea usque in sempiternum, quando eradicaverit Dominus inimicos David, unumquemque de terra : auferat Jonathan de domo sua, et requirat Dominus de manu inimicorum David.15 αλλα και δεν θελεις αποκοψει το ελεος σου απο του οικου μου εις τον αιωνα? ουχι, ουδε οταν ο Κυριος αφανιση τους εχθρους του Δαβιδ εκαστον απο προσωπου της γης.
16 Pepigit ergo Jonathas fœdus cum domo David : et requisivit Dominus de manu inimicorum David.16 Και εκαμεν ο Ιωναθαν συνθηκην μετα του οικου του Δαβιδ, επιλεγων, Και ο Κυριος να εκζητηση λογον παρα των εχθρων του Δαβιδ.
17 Et addidit Jonathas dejerare David, eo quod diligeret illum : sicut enim animam suam, ita diligebat eum.17 Και εκαμεν ετι ο Ιωναθαν τον Δαβιδ να ομοση εις την αγαπην αυτου την προς αυτον? διοτι ηγαπα αυτον καθως ηγαπα την ιδιαν αυτου ψυχην.
18 Dixitque ad eum Jonathas : Cras calendæ sunt, et requireris :18 Και ειπε προς αυτον ο Ιωναθαν, Αυριον ειναι νεομηνια? και θελεις ζητηθη, διοτι η καθεδρα σου θελει εισθαι κενη?
19 requiretur enim sessio tua usque perendie. Descendes ergo festinus, et venies in locum ubi celandus es in die qua operari licet, et sedebis juxta lapidem cui nomen est Ezel.19 και αφου σταθης τρεις ημερας, θελεις καταβη μετα σπουδης και ελθει εις τον τοπον, οπου εκρυφθης την ημεραν της πραξεως, και θελεις καθισει πλησιον της πετρας Εζηλ?
20 Et ego tres sagittas mittam juxta eum, et jaciam quasi exercens me ad signum.20 και εγω θελω τοξευσει τρια βελη εις το πλαγιον αυτης, ως τοξευων εις σημειον?
21 Mittam quoque et puerum, dicens ei : Vade, et affer mihi sagittas.21 και ιδου, θελω αποστειλει τον υπηρετην, λεγων, Υπαγε, ευρε τα βελη? εαν ρητως ειπω εις τον υπηρετην, Ιδου, τα βελη ειναι εδωθεν απο σου, λαβε αυτα? τοτε ελθε, διοτι ειναι ειρηνη εις σε, και ουδεμια βλαβη, ζη Κυριος?
22 Si dixero puero : Ecce sagittæ intra te sunt, tolle eas : tu veni ad me, quia pax tibi est, et nihil est mali, vivit Dominus. Si autem sic locutus fuero puero : Ecce sagittæ ultra te sunt : vade in pace, quia dimisit te Dominus.22 εαν ομως ειπω ουτω προς τον νεον, Ιδου, τα βελη ειναι επεκεινα απο σου? υπαγε την οδον σου, διοτι σε εξαπεστειλεν ο Κυριος?
23 De verbo autem quod locuti sumus ego et tu, sit Dominus inter me et te usque in sempiternum.
23 περι δε του λογου, τον οποιον ωμιλησαμεν εγω και συ, ιδου, ο Κυριος ας ηναι μαρτυς μεταξυ εμου και σου εις τον αιωνα.
24 Absconditus est ergo David in agro, et venerunt calendæ, et sedit rex ad comedendum panem.24 Εκρυφθη λοιπον ο Δαβιδ εν τω αγρω? και οτε ηλθεν η νεομηνια, ο βασιλευς εκαθισεν εις την τραπεζαν δια να φαγη.
25 Cumque sedisset rex super cathedram suam (secundum consuetudinem) quæ erat juxta parietem, surrexit Jonathas, et sedit Abner ex latere Saul : vacuusque apparuit locus David.25 Και ο βασιλευς εκαθισεν επι της καθεδρας αυτου, ως αλλοτε, επι καθεδρας πλησιον του τοιχου? και ο Ιωναθαν εσηκωθη και εκαθισεν ο Αβενηρ πλησιον του Σαουλ, ο δε τοπος του Δαβιδ ητο κενος.
26 Et non est locutus Saul quidquam in die illa : cogitabat enim quod forte evenisset ei, ut non esset mundus, nec purificatus.26 Ο Σαουλ ομως δεν ελαλησεν ουδεν την ημεραν εκεινην? διοτι ειπε καθ' εαυτον, Τιποτε συνεβη εις αυτον ωστε να μη ηναι καθαρος? βεβαιως δεν ειναι καθαρος.
27 Cumque illuxisset dies secunda post calendas, rursus apparuit vacuus locus David. Dixitque Saul ad Jonathan filium suum : Cur non venit filius Isai nec heri nec hodie ad vescendum ?27 Και το πρωι, την δευτεραν του μηνος, ο τοπος του Δαβιδ ητο κενος? και ειπεν ο Σαουλ προς Ιωναθαν τον υιον αυτου, Δια τι δεν ηλθεν ο υιος του Ιεσσαι εις την τραπεζαν, ουτε χθες ουτε σημερον;
28 Responditque Jonathas Sauli : Rogavit me obnixe ut iret in Bethlehem,28 Και απεκριθη ο Ιωναθαν προς τον Σαουλ, Ο Δαβιδ εζητησεν ενθερμως παρ' εμου να υπαγη εως Βηθλεεμ,
29 et ait : Dimitte me, quoniam sacrificium solemne est in civitate, unus de fratribus meis accersivit me : nunc ergo si inveni gratiam in oculis tuis, vadam cito, et videbo fratres meos. Ob hanc causam non venit ad mensam regis.29 και ειπεν, Ας υπαγω, παρακαλω, διοτι η συγγενεια ημων καμνει θυσιαν εν τη πολει? και ο αδελφος μου αυτος παρηγγειλεν εις εμε να παρευρεθω? τωρα λοιπον, εαν ευρηκα χαριν εις τους οφθαλμους σου, αφες με, παρακαλω, να υπαγω και να ιδω τους αδελφους μου? δια τουτο δεν ηλθεν εις την τραπεζαν του βασιλεως.
30 Iratus autem Saul adversum Jonathan, dixit ei : Fili mulieris virum ultro rapientis, numquid ignoro quia diligis filium Isai in confusionem tuam, et in confusionem ignominiosæ matris tuæ ?30 Τοτε εξηφθη η οργη του Σαουλ κατα του Ιωναθαν, και ειπε προς αυτον, Υιε διεφθαρμενης και αποστατιδος, δεν εξευρω οτι συ εξελεξας τον υιον του Ιεσσαι δι' αισχυνην σου και δι' αισχυνην της γυμνωσεως της μητρος σου;
31 Omnibus enim diebus quibus filius Isai vixerit super terram, non stabilieris tu, neque regnum tuum. Itaque jam nunc mitte, et adduc eum ad me : quia filius mortis est.31 διοτι ενοσω ο υιος του Ιεσσαι ζη επι της γης, συ δεν θελεις στερεωθη ουδε η βασιλεια σου? τωρα λοιπον πεμψον και φερε αυτον προς εμε? διοτι εξαπαντος θελει αποθανει.
32 Respondens autem Jonathas Sauli patri suo, ait : Quare morietur ? quid fecit ?32 Και απεκριθη ο Ιωναθαν προς τον Σαουλ τον πατερα αυτου και ειπε προς αυτον, Δια τι να θανατωθη; τι επραξε;
33 Et arripuit Saul lanceam ut percuteret eum. Et intellexit Jonathas quod definitum esset a patre suo, ut interficeret David.33 Και ερριψεν ο Σαουλ δορατιον κατ' αυτου, δια να κτυπηση αυτον? τοτε εγνωρισεν ο Ιωναθαν, οτι ητο αποφασισμενον παρα του πατρος αυτου να θανατωση τον Δαβιδ.
34 Surrexit ergo Jonathas a mensa in ira furoris, et non comedit in die calendarum secunda panem. Contristatus est enim super David, eo quod confudisset eum pater suus.34 Και εσηκωθη ο Ιωναθαν απο της τραπεζης με εξαψιν θυμου και δεν εφαγεν αρτον την δευτεραν ημεραν του μηνος? διοτι ητο λυπημενος δια τον Δαβιδ, επειδη ειχε καταισχυνει αυτον ο πατηρ αυτου.
35 Cumque illuxisset mane, venit Jonathas in agrum juxta placitum David, et puer parvulus cum eo.35 Και το πρωι εξηλθεν ο Ιωναθαν εις τον αγρον, κατα τον καιρον τον προσδιορισθεντα μετα του Δαβιδ, εχων μεθ' εαυτου μικρον παιδαριον.
36 Et ait ad puerum suum : Vade, et affer mihi sagittas quas ego jacio. Cumque puer cucurrisset, jecit aliam sagittam trans puerum.36 Και ειπε προς το παιδαριον αυτου, Τρεξον, ευρε τωρα τα βελη, τα οποια εγω τοξευω. Και καθως ετρεχε το παιδαριον, ετοξευσε το βελος περαν αυτου.
37 Venit itaque puer ad locum jaculi quod miserat Jonathas : et clamavit Jonathas post tergum pueri, et ait : Ecce ibi est sagitta porro ultra te.37 Και οτε το παιδαριον ηλθεν εις τον τοπον του βελους, το οποιον ο Ιωναθαν ειχε τοξευσει, εφωναξεν ο Ιωναθαν κατοπιν του παιδαριου και ειπε, Δεν ειναι το βελος περαν απο σου;
38 Clamavitque iterum Jonathas post tergum pueri, dicens : Festina velociter, ne steteris. Collegit autem puer Jonathæ sagittas, et attulit ad dominum suum :38 Και εφωναξεν ο Ιωναθαν κατοπιν του παιδαριου, Ταχυνον, σπευσον, μη σταθης. Και εσυναξε το παιδαριον του Ιωναθαν τα βελη και ηλθε προς τον κυριον αυτου.
39 et quid ageretur, penitus ignorabat, tantummodo enim Jonathas et David rem noverant.39 Το παιδαριον ομως δεν ηξευρεν ουδεν? μονος ο Ιωναθαν και ο Δαβιδ ηξευρον την υποθεσιν.
40 Dedit ergo Jonathas arma sua puero, et dixit ei : Vade, et defer in civitatem.40 Και εδωκεν ο Ιωναθαν τα οπλα αυτου εις το παιδαριον το μεθ' αυτου και ειπε προς αυτο, Υπαγε, φερε αυτα εις την πολιν.
41 Cumque abiisset puer, surrexit David de loco qui vergebat ad austrum, et cadens pronus in terram, adoravit tertio : et osculantes se alterutrum, fleverunt pariter, David autem amplius.41 Καθως δε ανεχωρησε το παιδαριον, εσηκωθη ο Δαβιδ εκ του μεσημβρινου μερους και επεσε κατα προσωπον αυτου εις την γην και προσεκυνησε τρις? και ησπασθησαν αλληλους και εκλαυσαν αμφοτεροι? ο δε Δαβιδ εκαμε κλαυθμον μεγαν.
42 Dixit ergo Jonathas ad David : Vade in pace : quæcumque juravimus ambo in nomine Domini, dicentes : Dominus sit inter me et te, et inter semen meum et semen tuum usque in sempiternum.42 Και ειπεν ο Ιωναθαν προς τον Δαβιδ, Υπαγε εν ειρηνη, καθως ωμοσαμεν ημεις αμφοτεροι εις το ονομα του Κυριου, λεγοντες, Ο Κυριος ας ηναι μεταξυ εμου και σου, και μεταξυ του σπερματος μου και του σπερματος σου εις τον αιωνα. Και εσηκωθη και ανεχωρησεν? ο δε Ιωναθαν εισηλθεν εις την πολιν.
43 Et surrexit David, et abiit : sed et Jonathas ingressus est civitatem.