Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Samuelis I 17


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Congregantes autem Philisthiim agmina sua in prælium, convenerunt in Socho Judæ : et castrametati sunt inter Socho et Azeca in finibus Dommim.1 Συνηθροισαν δε οι Φιλισταιοι τα στρατευματα αυτων δια πολεμον και ησαν συνηθροισμενοι εν Σοκχω, ητις ειναι του Ιουδα, και εστρατοπεδευσαν μεταξυ Σοκχω και Αζηκα, εν Εφες-δαμμειμ.
2 Porro Saul et filii Israël congregati venerunt in Vallem terebinthi, et direxerunt aciem ad pugnandum contra Philisthiim.2 Ο δε Σαουλ και οι ανδρες Ισραηλ συνηθροισθησαν, και εστρατοπεδευσαν εν τη κοιλαδι Ηλα, και παρεταχθησαν εις μαχην εναντιον των Φιλισταιων.
3 Et Philisthiim stabant super montem ex parte hac, et Israël stabat supra montem ex altera parte : vallisque erat inter eos.3 Και οι μεν Φιλισταιοι ισταντο επι του ορους εντευθεν, ο δε Ισραηλ ιστατο επι του ορους εκειθεν? η δε κοιλας ητο μεταξυ αυτων.
4 Et egressus est vir spurius de castris Philisthinorum nomine Goliath, de Geth, altitudinis sex cubitorum et palmi :4 Και εξηλθεν ανηρ προμαχητης εκ του στρατοπεδου των Φιλισταιων ονομαζομενος Γολιαθ, εκ της Γαθ, υψους εξ πηχων και σπιθαμης?
5 et cassis ærea super caput ejus, et lorica squamata induebatur. Porro pondus loricæ ejus, quinque millia siclorum æris erat :5 ειχε δε περικεφαλαιαν χαλκινην επι της κεφαλης αυτου και ητο ενδεδυμενος θωρακα αλυσιδωτον? και το βαρος του θωρακος ητο πεντε χιλιαδες σικλων χαλκου?
6 et ocreas æreas habebat in cruribus, et clypeus æreus tegebat humeros ejus.6 και κνημιδας χαλκινας επι των σκελων αυτου και ασπιδα χαλκινην μεταξυ των ωμων αυτου.
7 Hastile autem hastæ ejus erat quasi liciatorium texentium : ipsum autem ferrum hastæ ejus sexcentos siclos habebat ferri : et armiger ejus antecedebat eum.7 Και το κονταριον του δορατος αυτου ητο ως αντιον υφαντου? και η λογχη του δορατος αυτου εζυγιζεν εξακοσιους σικλους σιδηρου? εις δε κρατων τον θυρεον προεπορευετο αυτου.
8 Stansque clamabat adversum phalangas Israël, et dicebat eis : Quare venistis parati ad prælium ? numquid ego non sum Philisthæus, et vos servi Saul ? eligite ex vobis virum, et descendat ad singulare certamen.8 Και σταθεις εβοησε προς τας παραταξεις του Ισραηλ και ειπε προς αυτους, Δια τι εξερχεσθε να παραταχθητε εις μαχην; δεν ειμαι εγω ο Φιλισταιος, και σεις δουλοι του Σαουλ; εκλεξατε εις εαυτους ανδρα, και ας καταβη προς εμε?
9 Si quiverit pugnare mecum, et percusserit me, erimus vobis servi : si autem ego prævaluero, et percussero eum, vos servi eritis, et servietis nobis.9 εαν μεν δυνηθη να πολεμηση μετ' εμου και με θανατωση, τοτε ημεις θελομεν εισθαι δουλοι σας? αλλ' εαν εγω υπερισχυσω κατ' αυτου και θανατωσω αυτον, τοτε σεις θελετε εισθαι δουλοι ημων και θελετε δουλευει ημας.
10 Et aiebat Philisthæus : Ego exprobravi agminibus Israël hodie : date mihi virum, et ineat mecum singulare certamen.10 Και ειπεν ο Φιλισταιος, Εγω εξουθενησα τας παραταξεις του Ισραηλ την ημεραν ταυτην? δοτε εις εμε ανδρα, δια να μονομαχησωμεν.
11 Audiens autem Saul et omnes Israëlitæ sermones Philisthæi hujuscemodi, stupebant, et metuebant nimis.
11 Οτε ηκουσεν ο Σαουλ και πας ο Ισραηλ εκεινους τους λογους του Φιλισταιου, εξεστησαν και εφοβηθησαν σφοδρα.
12 David autem erat filius viri Ephrathæi, de quo supra dictum est, de Bethlehem Juda, cui nomen erat Isai, qui habebat octo filios, et erat vir in diebus Saul senex, et grandævus inter viros.12 Ητο δε Δαβιδ ο υιος εκεινου του Εφραθαιου εκ Βηθλεεμ Ιουδα, ονομαζομενου Ιεσσαι? ειχε δε οκτω υιους? και ο ανθρωπος εις τας ημερας του Σαουλ ειχε ταξιν γεροντος μεταξυ των ανθρωπων.
13 Abierunt autem tres filii ejus majores post Saul in prælium : et nomina trium filiorum ejus qui perrexerunt ad bellum, Eliab primogenitus, et secundus Abinadab, tertiusque Samma.13 Και υπηγαν οι τρεις υιοι του Ιεσσαι οι μεγαλητεροι ακολουθουντες τον Σαουλ εις την μαχην? και τα ονοματα των τριων υιων αυτου οιτινες υπηγαν εις την μαχην ησαν Ελιαβ ο πρωτοτοκος, και ο δευτερος αυτου Αβιναδαβ, και ο τριτος Σαμμα.
14 David autem erat minimus. Tribus ergo majoribus secutis Saulem,14 Ο δε Δαβιδ ητο ο νεωτερος? και οι τρεις οι μεγαλητεροι ηκολουθουν τον Σαουλ.
15 abiit David, et reversus est a Saul ut pasceret gregem patris sui in Bethlehem.15 Και ανεχωρει ο Δαβιδ και επεστρεφεν απο του Σαουλ, δια να ποιμαινη τα προβατα του πατρος αυτου εν Βηθλεεμ.
16 Procedebat vero Philisthæus mane et vespere, et stabat quadraginta diebus.16 Ο δε Φιλισταιος επλησιαζε πρωι και εσπερας και εστηλονετο τεσσαρακοντα ημερας.
17 Dixit autem Isai ad David filium suum : Accipe fratribus tuis ephi polentæ, et decem panes istos, et curre in castra ad fratres tuos,17 Και ειπεν Ιεσσαι προς Δαβιδ τον υιον αυτου, Λαβε τωρα δια τους αδελφους σου εν εφα εκ τουτου του πεφρυγανισμενου σιτου και τους δεκα τουτους αρτους, και τρεξον εις το στρατοπεδον προς τους αδελφους σου?
18 et decem formellas casei has deferes ad tribunum : et fratres tuos visitabis, si recte agant : et cum quibus ordinati sunt, disce.18 και τα δεκα ταυτα νωπα τυρια φερε προς τον χιλιαρχον, και ιδε αν υγιαινωσιν οι αδελφοι σου και λαβε σημειον παρ' αυτων.
19 Saul autem, et illi, et omnes filii Israël, in Valle terebinthi pugnabant adversum Philisthiim.19 Ο δε Σαουλ και αυτοι και παντες οι ανδρες Ισραηλ ησαν εν τη κοιλαδι Ηλα, μαχομενοι μετα των Φιλισταιων.
20 Surrexit itaque David mane, et commendavit gregem custodi : et onustus abiit, sicut præceperat ei Isai. Et venit ad locum Magala, et ad exercitum, qui egressus ad pugnam vociferatus erat in certamine.20 Και εξηγερθη ο Δαβιδ ενωρις το πρωι? και αφησας τα προβατα εις φυλακα, ελαβε και υπηγε, καθως προσεταξεν αυτον ο Ιεσσαι? και ηλθεν εις το περιχαρακωμα, ενω το στρατευμα εξηρχετο εις παραταξιν? και ηλαλαξαν προς την μαχην?
21 Direxerat enim aciem Israël, sed et Philisthiim ex adverso fuerant præparati.21 διοτι παρεταχθησαν ο Ισραηλ και οι Φιλισταιοι, στρατευμα κατα προσωπον στρατευματος.
22 Derelinquens ergo David vasa quæ attulerat sub manu custodis ad sarcinas, cucurrit ad locum certaminis, et interrogabat si omnia recte agerentur erga fratres suos.22 Και ο Δαβιδ, αφησας επανωθεν αυτου τα σκευη εις την χειρα του σκευοφυλακος, εδραμε προς το στρατευμα και ηλθε και ηρωτησε τους αδελφους αυτου πως εχουσι.
23 Cumque adhuc ille loqueretur eis, apparuit vir ille spurius ascendens, Goliath nomine, Philisthæus de Geth, de castris Philisthinorum : et loquente eo hæc eadem verba audivit David.23 Και ενω ωμιλει μετ' αυτων, ιδου, ανεβαινεν ο προμαχητης, ο Φιλισταιος ο εκ της Γαθ, Γολιαθ το ονομα, εκ των στρατευματων των Φιλισταιων, και ελαλησε κατα τους αυτους λογους? και ηκουσεν ο Δαβιδ.
24 Omnes autem Israëlitæ, cum vidissent virum, fugerunt a facie ejus, timentes eum valde.
24 Παντες δε οι ανδρες Ισραηλ, ως ειδον τον ανδρα, εφυγον απο προσωπου αυτου και εφοβηθησαν σφοδρα.
25 Et dixit unus quispiam de Israël : Num vidistis virum hunc, qui ascendit ? ad exprobrandum enim Israëli ascendit. Virum ergo qui percusserit eum, ditabit rex divitiis magnis, et filiam suam dabit ei, et domum patris ejus faciet absque tributo in Israël.25 Και ελεγον οι ανδρες Ισραηλ, Ειδετε τον ανδρα τουτον τον αναβαινοντα; βεβαιως ανεβη δια να εξουθενηση τον Ισραηλ? και οστις θανατωση αυτον, τουτον θελει πλουτισει ο βασιλευς με πλουτη μεγαλα, και την θυγατερα αυτου θελει δωσει εις αυτον, και τον οικον του πατρος αυτου θελει καμει ελευθερον μεταξυ του Ισραηλ.
26 Et ait David ad viros qui stabant secum, dicens : Quid dabitur viro qui percusserit Philisthæum hunc, et tulerit opprobrium de Israël ? quis enim est hic Philisthæus incircumcisus, qui exprobravit acies Dei viventis ?26 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τους ανδρας τους ισταμενους πλησιον αυτου, λεγων, Τι θελει γεινει εις τον ανδρα, οστις παταξη τον Φιλισταιον τουτον και αφαιρεση το ονειδος απο του Ισραηλ; διοτι τις ειναι ο Φιλισταιος ουτος ο απεριτμητος, ωστε να εξουθενη τα στρατευματα του Θεου του ζωντος;
27 Referebat autem ei populus eumdem sermonem, dicens : Hæc dabuntur viro qui percusserit eum.27 Και απεκριθη προς αυτον ο λαος κατα τον λογον τουτον, λεγων, ουτω θελει γεινει εις τον ανδρα, οστις παταξη αυτον.
28 Quod cum audisset Eliab frater ejus major, loquente eo cum aliis, iratus est contra David, et ait : Quare venisti, et quare dereliquisti pauculas oves illas in deserto ? Ego novi superbiam tuam, et nequitiam cordis tui : quia ut videres prælium, descendisti.28 Και ηκουσεν Ελιαβ ο αδελφος αυτου ο μεγαλητερος, ενω ελαλει προς τους ανδρας? και εξηφθη ο θυμος του Ελιαβ εναντιον του Δαβιδ, και ειπε, Δια τι κατεβης ενταυθα; και εις ποιον αφηκες τα ολιγα εκεινα προβατα εν τη ερημω; εγω εξευρω την υπερηφανιαν σου και την πονηριαν της καρδιας σου? βεβαιως δια να ιδης την μαχην κατεβης.
29 Et dixit David : Quid feci ? numquid non verbum est ?29 Και ειπεν ο Δαβιδ, Τι εκαμα τωρα; δεν ειναι αιτια;
30 Et declinavit paululum ab eo ad alium : dixitque eumdem sermonem. Et respondit ei populus verbum sicut prius.
30 Και εστραφη απ' αυτου προς αλλον και ελαλησε κατα τον αυτον τροπον? και ο λαος απεκριθη παλιν προς αυτον κατα τον πρωτον λογον.
31 Audita sunt autem verba quæ locutus est David, et annuntiata in conspectu Saul.31 Και οτε ηκουσθησαν οι λογοι, τους οποιους ελαλησεν ο Δαβιδ, ανηγγειλαν προς τον Σαουλ? και παρελαβεν αυτον.
32 Ad quem cum fuisset adductus, locutus est ei : Non concidat cor cujusquam in eo : ego servus tuus vadam, et pugnabo adversus Philisthæum.32 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Μηδενος ανθρωπου η καρδια ας μη ταπεινονηται δια τουτον? ο δουλος σου θελει υπαγει και πολεμησει μετα του Φιλισταιου τουτου.
33 Et ait Saul ad David : Non vales resistere Philisthæo isti, nec pugnare adversus eum, quia puer es : hic autem vir bellator est ab adolescentia sua.33 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Δαβιδ, Δεν δυνασαι να υπαγης εναντιον του Φιλισταιου τουτου δια να πολεμησης μετ' αυτου? διοτι συ εισαι παιδιον, αυτος δε ανηρ πολεμιστης εκ νεοτητος αυτου.
34 Dixitque David ad Saul : Pascebat servus tuus patris sui gregem, et veniebat leo vel ursus, et tollebat arietem de medio gregis :34 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Ο δουλος σου εβοσκε τα προβατα του πατρος αυτου, και ηλθε λεων και αρκτος και ηρπασε προβατον εκ του ποιμνιου?
35 et persequebar eos, et percutiebam, eruebamque de ore eorum : et illi consurgebant adversum me, et apprehendebam mentum eorum, et suffocabam, interficiebamque eos.35 και εξηλθον κατοπιν αυτου και επαταξα αυτον και ηλευθερωσα αυτο εκ του στοματος αυτου? και καθως εσηκωθη εναντιον μου, ηρπασα αυτον απο της σιαγονος και επαταξα αυτον και εθανατωσα αυτον?
36 Nam et leonem et ursum interfeci ego servus tuus : erit igitur et Philisthæus hic incircumcisus quasi unus ex eis. Nunc vadam, et auferam opprobrium populi : quoniam quis est iste Philisthæus incircumcisus, qui ausus est maledicere exercitui Dei viventis ?36 επαταξεν ο δουλος σου και τον λεοντα και την αρκτον? και ο Φιλισταιος ουτος ο απεριτμητος θελει εισθαι ως εν εκ τουτων, επειδη εξουθενησε τα στρατευματα του Θεου του ζωντος.
37 Et ait David : Dominus qui eripuit me de manu leonis, et de manu ursi, ipse me liberabit de manu Philisthæi hujus. Dixit autem Saul ad David : Vade, et Dominus tecum sit.37 Και ειπεν ο Δαβιδ, Ο Κυριος ο ελευθερωσας με εκ χειρος του λεοντος και εκ χειρος της αρκτου, ουτος θελει με ελευθερωσει εκ χειρος του Φιλισταιου τουτου. Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Δαβιδ, Υπαγε, και ο Κυριος ας ηναι μετα σου.
38 Et induit Saul David vestimentis suis, et imposuit galeam æream super caput ejus, et vestivit eum lorica.38 Και ωπλισεν ο Σαουλ τον Δαβιδ με την πανοπλιαν αυτου και εβαλε χαλκινην περικεφαλαιαν επι της κεφαλης αυτου? και ενεδυσεν αυτον θωρακα.
39 Accinctus ergo David gladio ejus super vestem suam, cœpit tentare si armatus posset incedere : non enim habebat consuetudinem. Dixitque David ad Saul : Non possum sic incedere, quia non usum habeo.
Et deposuit ea,
39 Και εζωσθη ο Δαβιδ την ρομφαιαν αυτου επανωθεν της πανοπλιας αυτου και ηθελησε να περιπατηση? διοτι δεν ειχε δοκιμασει. Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Δεν δυναμαι να περιπατησω με ταυτα? διοτι δεν εδοκιμασα ποτε. Και εξεδυθη ο Δαβιδ αυτα επανωθεν αυτου.
40 et tulit baculum suum, quem semper habebat in manibus : et elegit sibi quinque limpidissimos lapides de torrente, et misit eos in peram pastoralem quam habebat secum, et fundam manu tulit : et processit adversum Philisthæum.40 Και ελαβε την ραβδον αυτου εν τη χειρι αυτου, και εξελεξεν εις εαυτον πεντε λιθους ομαλους εκ του χειμαρρου, και θεσας αυτους εις το ποιμενικον αυτου σακκιον και θυλακιον, την δε σφενδονην αυτου εις την χειρα αυτου, επλησιαζε προς τον Φιλισταιον.
41 Ibat autem Philisthæus incedens, et appropinquans adversum David, et armiger ejus ante eum.41 Ο δε Φιλισταιος ηρχετο προχωρων και επλησιαζε προς τον Δαβιδ? και ο ανηρ ο ασπιδοφορος εμπροσθεν αυτου.
42 Cumque inspexisset Philisthæus, et vidisset David, despexit eum. Erat enim adolescens, rufus, et pulcher aspectu.42 Και οτε περιεβλεψεν ο Φιλισταιος και ειδε τον Δαβιδ, κατεφρονησεν αυτον? διοτι ητο παιδιον και ξανθος και ωραιος την οψιν.
43 Et dixit Philisthæus ad David : Numquid ego canis sum, quod tu venis ad me cum baculo ? Et maledixit Philisthæus David in diis suis :43 Και ειπεν ο Φιλισταιος προς τον Δαβιδ, Κυων ειμαι εγω, ωστε ερχεσαι προς εμε με ραβδους; Και κατηρασθη ο Φιλισταιος τον Δαβιδ εις τους θεους αυτου.
44 dixitque ad David : Veni ad me, et dabo carnes tuas volatilibus cæli et bestiis terræ.44 Και ειπεν ο Φιλισταιος προς τον Δαβιδ, Ελθε προς εμε, και θελω παραδωσει τας σαρκας σου εις τα πετεινα του ουρανου και εις τα θηρια του αγρου.
45 Dixit autem David ad Philisthæum : Tu venis ad me cum gladio, et hasta, et clypeo : ego autem venio ad te in nomine Domini exercituum, Dei agminum Israël quibus exprobrasti45 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Φιλισταιον, Συ ερχεσαι εναντιον μου με ρομφαιαν και δορυ και ασπιδα? εγω δε ερχομαι εναντιον σου εν τω ονοματι του Κυριου των δυναμεων, του Θεου των στρατευματων του Ισραηλ, τα οποια συ εξουθενησας?
46 hodie, et dabit te Dominus in manu mea, et percutiam te, et auferam caput tuum a te : et dabo cadavera castrorum Philisthiim hodie volatilibus cæli, et bestiis terræ, ut sciat omnis terra quia est Deus in Israël,46 την ημεραν ταυτην θελει σε παραδωσει ο Κυριος εις την χειρα μου? και θελω σε παταξει και αφαιρεσει απο σου την κεφαλην σου? και θελω παραδωσει τα πτωματα του στρατοπεδου των Φιλισταιων την ημεραν ταυτην εις τα πετεινα του ουρανου, και εις τα θηρια της γης? δια να γνωριση πασα η γη οτι ειναι Θεος εις τον Ισραηλ?
47 et noverit universa ecclesia hæc, quia non in gladio nec in hasta salvat Dominus : ipsius enim est bellum, et tradet vos in manus nostras.47 και θελει γνωρισει παν το πληθος τουτο οτι ο Κυριος δεν σωζει με ρομφαιαν και δορυ? διοτι του Κυριου ειναι η μαχη, και αυτος θελει σας παραδωσει εις την χειρα ημων.
48 Cum ergo surrexisset Philisthæus, et veniret, et appropinquaret contra David, festinavit David et cucurrit ad pugnam ex adverso Philisthæi.48 Και οτε εσηκωθη ο Φιλισταιος και ηρχετο και επλησιαζεν εις συναντησιν του Δαβιδ, ο Δαβιδ εσπευσε και εδραμε προς μαχην εναντιον του Φιλισταιου.
49 Et misit manum suam in peram, tulitque unum lapidem, et funda jecit, et circumducens percussit Philisthæum in fronte : et infixus est lapis in fronte ejus, et cecidit in faciem suam super terram.49 Και εκτεινας ο Δαβιδ την χειρα αυτου εις το σακκιον, ελαβεν εκειθεν λιθον και εσφενδονησε και εκτυπησε τον Φιλισταιον κατα το μετωπον αυτου, ωστε ο λιθος ενεπηχθη εις το μετωπον αυτου? και επεσε κατα προσωπον εις την γην.
50 Prævaluitque David adversum Philisthæum in funda et lapide, percussumque Philisthæum interfecit. Cumque gladium non haberet in manu David,50 και υπερισχυσεν ο Δαβιδ κατα του Φιλισταιου δια της σφενδονης και δια του λιθου, και εκτυπησε τον Φιλισταιον και εθανατωσεν αυτον. Αλλα δεν ητο ρομφαια εν τη χειρι του Δαβιδ?
51 cucurrit, et stetit super Philisthæum, et tulit gladium ejus, et eduxit eum de vagina sua : et interfecit eum, præciditque caput ejus. Videntes autem Philisthiim quod mortuus esset fortissimus eorum, fugerunt.51 οθεν ο Δαβιδ εδραμε και σταθεις επι τον Φιλισταιον, ελαβε την ρομφαιαν αυτου και εσυρεν αυτην εκ της θηκης αυτης, και θανατωσας αυτον, απεκοψε την κεφαλην αυτου με αυτην. Ιδοντες δε οι Φιλισταιοι, οτι απεθανεν ο ισχυρος αυτων, εφυγον?
52 Et consurgentes viri Israël et Juda vociferati sunt, et persecuti sunt Philisthæos usque dum venirent in vallem, et usque ad portas Accaron : cecideruntque vulnerati de Philisthiim in via Saraim, et usque ad Geth, et usque ad Accaron.52 Τοτε εσηκωθησαν οι ανδρες του Ισραηλ και του Ιουδα και ηλαλαξαν και κατεδιωξαν τους Φιλισταιους, εως της εισοδου της κοιλαδος, και εως των πυλων της Ακκαρων. Και επεσον οι τραυματισμενοι των Φιλισταιων εν τη οδω Σααραειμ, εως Γαθ και εως Ακκαρων.
53 Et revertentes filii Israël postquam persecuti fuerant Philisthæos, invaserunt castra eorum.53 Και επεστρεψαν οι υιοι Ισραηλ εκ της καταδιωξεως των Φιλισταιων και διηρπασαν τα στρατοπεδα αυτων.
54 Assumens autem David caput Philisthæi, attulit illud in Jerusalem : arma vero ejus posuit in tabernaculo suo.
54 Ο δε Δαβιδ ελαβε την κεφαλην του Φιλισταιου, και εφερεν αυτην εις Ιερουσαλημ? την δε πανοπλιαν αυτου εβαλεν εν τη σκηνη αυτου.
55 Eo autem tempore quo viderat Saul David egredientem contra Philisthæum, ait ad Abner principem militiæ : De qua stirpe descendit hic adolescens, Abner ? Dixitque Abner : Vivit anima tua, rex, si novi.55 Οτε δε ειδεν ο Σαουλ τον Δαβιδ εξερχομενον εναντιον του Φιλισταιου, ειπε προς Αβενηρ, τον αρχηγον του στρατευματος, Αβενηρ, τινος υιος ειναι ο νεος ουτος; Και ο Αβενηρ ειπε, Ζη η ψυχη σου, βασιλευ, δεν εξευρω.
56 Et ait rex : Interroga tu, cujus filius sit iste puer.56 Και ειπεν ο βασιλευς, Ερωτησον συ, τινος υιος ειναι ο νεανισκος ουτος.
57 Cumque regressus esset David, percusso Philisthæo, tulit eum Abner, et introduxit coram Saule, caput Philisthæi habentem in manu.57 Και καθως επεστρεψεν ο Δαβιδ, παταξας τον Φιλισταιον, παρελαβεν αυτον ο Αβενηρ και εφερεν αυτον ενωπιον του Σαουλ? και η κεφαλη του Φιλισταιου ητο εν τη χειρι αυτου.
58 Et ait ad eum Saul : De qua progenie es, o adolescens ? Dixitque David : Filius servi tui Isai Bethlehemitæ ego sum.58 Και ειπε προς αυτον ο Σαουλ, Τινος υιος εισαι, νεε; και απεκριθη ο Δαβιδ, Ο υιος του δουλου σου Ιεσσαι του Βηθλεεμιτου.