Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Zachariæ 11


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Aperi, Libane, portas tuas,
et comedat ignis cedros tuas.
1 Ανοιξον, Λιβανε, τας θυρας σου και ας καταφαγη πυρ τας κεδρους σου.
2 Ulula, abies, quia cecidit cedrus,
quoniam magnifici vastati sunt :
ululate, quercus Basan,
quoniam succisus est saltus munitus.
2 Ολολυξον, ελατη, διοτι επεσεν κεδρος? διοτι οι μεγιστανες ηφανισθησαν? ολολυξατε, δρυς της Βασαν, διοτι το δασος το απροσιτον κατεκοπη.
3 Vox ululatus pastorum,
quia vastata est magnificentia eorum :
vox rugitus leonum,
quoniam vastata est superbia Jordanis.
3 Φωνη ακουεται ποιμενων θρηνουντων, διοτι η δοξα αυτων ηφανισθη? φωνη βρυχωμενων σκυμνων, διοτι το φρυαγμα του Ιορδανου εταπεινωθη.
4 Hæc dicit Dominus Deus meus : Pasce pecora occisionis,4 Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος μου? Ποιμαινε το ποιμνιον της σφαγης,
5 quæ qui possederant occidebant, et non dolebant, et vendebant ea, dicentes : Benedictus Dominus ! divites facti sumus : et pastores eorum non parcebant eis.5 το οποιον οι αγορασαντες αυτο σφαζουσιν ατιμωρητως? οι δε πωλουντες αυτο λεγουσιν, Ευλογητος ο Κυριος, διοτι επλουτησα, και αυτοι οι ποιμενες αυτου δεν φειδονται αυτου.
6 Et ego non parcam ultra super habitantes terram, dicit Dominus : ecce ego tradam homines, unumquemque in manu proximi sui, et in manu regis sui : et concident terram, et non eruam de manu eorum.6 Δια τουτο δεν θελω φεισθη πλεον των κατοικων του τοπου, λεγει Κυριος, αλλ' ιδου, εγω θελω παραδωσει τους ανθρωπους εκαστον εις την χειρα του πλησιον αυτου και εις την χειρα του βασιλεως αυτου, και θελουσι κατακοψει την γην και δεν θελω ελευθερωσει αυτους εκ της χειρος αυτων.
7 Et pascam pecus occisionis propter hoc, o pauperes gregis ! et assumpsi mihi duas virgas : unam vocavi Decorem, et alteram vocavi Funiculum : et pavi gregem.7 Και εποιμανα το ποιμνιον της σφαγης, το οντως τεταλαιπωρημενον ποιμνιον. Και ελαβον εις εμαυτον δυο ραβδους, την μιαν εκαλεσα Καλλος και την αλλην εκαλεσα Δεσμους, και εποιμανα το ποιμνιον.
8 Et succidi tres pastores in mense uno, et contracta est anima mea in eis, siquidem et anima eorum variavit in me.8 Και εξωλοθρευσα τρεις ποιμενας εν ενι μηνι? και η ψυχη μου εβαρυνθη αυτους και η ψυχη δε αυτων απεστραφη εμε.
9 Et dixi : Non pascam vos : quod moritur, moriatur, et quod succiditur, succidatur : et reliqui devorent unusquisque carnem proximi sui.9 Τοτε ειπα, Δεν θελω σας ποιμαινει? το αποθνησκον ας αποθνησκη και το απολωλος ας απολλυται και τα εναπολειπομενα ας τρωγωσιν εκαστον την σαρκα του πλησιον αυτου.
10 Et tuli virgam meam quæ vocabatur Decus, et abscidi eam, ut irritum facerem fœdus meum quod percussi cum omnibus populis.10 Και ελαβον την ραβδον μου, το Καλλος, και κατεκοψα αυτην, δια να ακυρωσω την διαθηκην μου, την οποιαν εκαμον προς παντας τους λαους τουτους,
11 Et in irritum deductum est in die illa : et cognoverunt sic pauperes gregis, qui custodiunt mihi, quia verbum Domini est.11 και ηκυρωθη εν τη ημερα εκεινη? και ουτω το ποιμνιον το τεταλαιπωρημενον, το οποιον απεβλεπεν εις εμε, εγνωρισεν οτι ουτος ητο ο λογος του Κυριου.
12 Et dixi ad eos : Si bonum est in oculis vestris, afferte mercedem meam : et si non, quiescite. Et appenderunt mercedem meam triginta argenteos.12 Και ειπα προς αυτους, Εαν σας φαινηται καλον, δοτε μοι τον μισθον μου? ει δε μη, αρνηθητε αυτον. Και εστησαν τον μισθον μου τριακοντα αργυρια.
13 Et dixit Dominus ad me : Projice illud ad statuarium, decorum pretium quo appretiatus sum ab eis. Et tuli triginta argenteos, et projeci illos in domum Domini, ad statuarium.13 Και ειπε Κυριος προς εμε, Ριψον αυτα εις τον κεραμεα, την εντιμον τιμην, με την οποιαν ετιμηθην υπ' αυτων. Και ελαβον τα τριακοντα αργυρια και ερριψα αυτα εν τω οικω του Κυριου εις τον κεραμεα.
14 Et præcidi virgam meam secundam, quæ appellabatur Funiculus, ut dissolverem germanitatem inter Judam et Israël.14 Και κατεκοψα την αλλην μου ραβδον, τους Δεσμους, δια να ακυρωσω την αδελφοτητα μεταξυ Ιουδα και Ισραηλ.
15 Et dixit Dominus ad me : Adhuc sume tibi vasa pastoris stulti.15 Και ειπε Κυριος προς εμε, Λαβε εις σεαυτον ετι τα εργαλεια ποιμενος ασυνετου.
16 Quia ecce ego suscitabo pastorem in terra, qui derelicta non visitabit, dispersum non quæret, et contritum non sanabit, et id quod stat non enutriet, et carnes pinguium comedet, et ungulas eorum dissolvet.16 Διοτι ιδου, εγω θελω αναστησει ποιμενα επι την γην, οστις δεν θελει επισκεπτεσθαι τα απολωλοτα, δεν θελει ζητει το διεσκορπισμενον και δεν θελει ιατρευει το συντετριμμενον ουδε θελει ποιμαινει το υγιες? αλλα θελει τρωγει την σαρκα του παχεος και κατακοπτει τους ονυχας αυτων.
17 O pastor, et idolum derelinquens gregem : gladius super brachium ejus, et super oculum dextrum ejus : brachium ejus ariditate siccabitur, et oculus dexter ejus tenebrescens obscurabitur.17 Ουαι εις τον ματαιον ποιμενα, τον εγκαταλειποντα το ποιμνιον? ρομφαια θελει ελθει επι τον βραχιονα αυτου και επι τον δεξιον οφθαλμον αυτου? ο βραχιων αυτου θελει ολοτελως ξηρανθη και ο δεξιος οφθαλμος αυτου ολοκληρως αμαυρωθη.