Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Numeri 20


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Veneruntque filii Israël et omnis multitudo in desertum Sin, mense primo, et mansit populus in Cades. Mortuaque est ibi Maria, et sepulta in eodem loco.1 Και ηλθον οι υιοι Ισραηλ, πασα συναγωγη, εις την ερημον Σιν, τον πρωτον μηνα? και εμεινεν ο λαος εν Καδης? και απεθανεν εκει η Μαριαμ και εταφη εκει.
2 Cumque indigeret aqua populus, convenerunt adversum Moysen et Aaron :2 Και δεν ητο υδωρ δια την συναγωγην? και συνηθροισθησαν κατα του Μωυσεως και κατα του Ααρων.
3 et versi in seditionem, dixerunt : Utinam periissemus inter fratres nostros coram Domino.3 Και ο λαος ελοιδορει κατα του Μωυσεως και ειπον, λεγοντες, Ειθε ν' απεθνησκομεν, οτε οι αδελφοι ημων απεθανον ενωπιον του Κυριου.
4 Cur eduxistis ecclesiam Domini in solitudinem, ut et nos et nostra jumenta moriamur ?4 Και δια τι ανεβιβασατε την συναγωγην του Κυριου εις την ερημον ταυτην, δια να αποθανωμεν εκει ημεις και τα κτηνη ημων;
5 quare nos fecistis ascendere de Ægypto, et adduxistis in locum istum pessimum, qui seri non potest, qui nec ficum gignit, nec vineas, nec malogranata, insuper et aquam non habet ad bibendum ?5 και δια τι ανεβιβασατε ημας εκ της Αιγυπτου, δια να φερητε ημας εις τον κακον τουτον τοπον; ουτος δεν ειναι τοπος σπορας η συκων η αμπελων η ροδιων? ουδε υδωρ υπαρχει δια να πιωμεν.
6 Ingressusque Moyses et Aaron, dimissa multitudine, tabernaculum fœderis, corruerunt proni in terram, clamaveruntque ad Dominum, atque dixerunt : Domine Deus, audi clamorem hujus populi, et aperi eis thesaurum tuum fontem aquæ vivæ, ut satiati, cesset murmuratio eorum. Et apparuit gloria Domini super eos.
6 Και ηλθον ο Μωυσης και ο Ααρων απ' εμπροσθεν της συναγωγης εις την θυραν της σκηνης του μαρτυριου και επεσον κατα προσωπον αυτων? και εφανη εις αυτους η δοξα του Κυριου.
7 Locutusque est Dominus ad Moysen, dicens :7 Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην, λεγων,
8 Tolle virgam, et congrega populum, tu et Aaron frater tuus, et loquimini ad petram coram eis, et illa dabit aquas. Cumque eduxeris aquam de petra, bibet omnis multitudo et jumenta ejus.8 Λαβε την ραβδον και συγκαλεσον την συναγωγην συ και Ααρων ο αδελφος σου, και λαλησατε προς την πετραν ενωπιον αυτων? και θελει δωσει τα υδατα αυτης, και θελεις εκβαλει εις αυτους υδωρ εκ της πετρας? και θελεις ποτισει την συναγωγην και τα κτηνη αυτων.
9 Tulit igitur Moyses virgam, quæ erat in conspectu Domini, sicut præceperat ei,9 Και ελαβεν ο Μωυσης την ραβδον απ' εμπροσθεν του Κυριου, καθως προσεταξεν εις αυτον?
10 congregata multitudine ante petram : dixitque eis : Audite, rebelles et increduli : num de petra hac vobis aquam poterimus ejicere ?10 και συνεκαλεσαν Μωυσης και ο Ααρων την συναγωγην εμπροσθεν της πετρας? και ειπε προς αυτους, Ακουσατε τωρα, σεις οι απειθεις? να σας εκβαλωμεν υδωρ εκ της πετρας ταυτης;
11 Cumque elevasset Moyses manum, percutiens virga bis silicem, egressæ sunt aquæ largissimæ, ita ut populus biberet et jumenta.11 Και υψωσας ο Μωυσης την χειρα αυτου εκτυπησε με την ραβδον αυτου την πετραν δις? και εξηλθον υδατα πολλα? και επιεν η συναγωγη και τα κτηνη αυτων.
12 Dixitque Dominus ad Moysen et Aaron : Quia non credidistis mihi, ut sanctificaretis me coram filiis Israël, non introducetis hos populos in terram, quam dabo eis.12 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην και προς τον Ααρων, Επειδη δεν με επιστευσατε, δια να με αγιασητε εμπροσθεν των υιων Ισραηλ, δια τουτο σεις δεν θελετε φερει την συναγωγην ταυτην εις την γην, την οποιαν εδωκα εις αυτους.
13 Hæc est aqua contradictionis, ubi jurgati sunt filii Israël contra Dominum, et sanctificatus est in eis.
13 τουτο ειναι το υδωρ Μεριβα? διοτι οι υιοι Ισραηλ ελοιδορησαν κατα του Κυριου, και αυτος ηγιασθη εν αυτοις.
14 Misit interea nuntios Moyses de Cades ad regem Edom, qui dicerent : Hæc mandat frater tuus Israël : Nosti omnem laborem qui apprehendit nos,14 Και απεστειλε Μωυσης πρεσβεις απο Καδης προς τον βασιλεα του Εδωμ, λεγων, Ταυτα λεγει ο αδελφος σου Ισραηλ? συ εξευρεις πασαν την ταλαιπωριαν ητις μας ευρηκεν?
15 quomodo descenderint patres nostri in Ægyptum, et habitaverimus ibi multo tempore, afflixerintque nos Ægyptii, et patres nostros :15 οτι κατεβησαν οι πατερες ημων εις την Αιγυπτον και κατωκησαμεν πολυν καιρον εν Αιγυπτω? και οι Αιγυπτιοι κατεδυναστευσαν ημας και τους πατερας ημων?
16 et quomodo clamaverimus ad Dominum, et exaudierit nos, miseritque angelum, qui eduxerit nos de Ægypto. Ecce in urbe Cades, quæ est in extremis finibus tuis, positi,16 και ανεβοησαμεν προς τον Κυριον και αυτος εισηκουσε της φωνης ημων και απεστειλεν αγγελον και εξηγαγεν ημας εκ της Αιγυπτου? και ιδου, ειμεθα εν Καδης, πολει εις τα ακρα των οριων σου?
17 obsecramus ut nobis transire liceat per terram tuam. Non ibimus per agros, nec per vineas ; non bibemus aquas de puteis tuis : sed gradiemur via publica, nec ad dexteram nec ad sinistram declinantes, donec transeamus terminos tuos.17 ας περασωμεν, παρακαλω, δια της γης σου? δεν θελομεν περασει δια των αγρων η δια των αμπελωνων, ουδε θελομεν πιει υδωρ εκ των φρεατων? θελομεν περασει δια της βασιλικης οδου? δεν θελομεν εκκλινει δεξια η αριστερα, εωσου περασωμεν τα ορια σου.
18 Cui respondit Edom : Non transibis per me, alioquin armatus occurram tibi.18 Και ειπε προς αυτον ο Εδωμ, Δεν θελεις περασει δια της γης μου? ει δε μη, θελω εξελθει εν μαχαιρα εις συναντησιν σου.
19 Dixeruntque filii Israël : Per tritam gradiemur viam : et si biberimus aquas tuas, nos et pecora nostra, dabimus quod justum est : nulla erit in pretio difficultas, tantum velociter transeamus.19 Και οι υιοι Ισραηλ ειπον προς αυτον, Ημεις διαβαινομεν δια της λεωφορου? και εαν εγω και τα κτηνη μου πιωμεν εκ του υδατος σου, θελω πληρωσει αυτο? θελω διαβη μονον επι ποδος, ουδεν αλλο.
20 At ille respondit : Non transibis. Statimque egressus est obvius, cum infinita multitudo, et manu forti,20 Ο δε ειπε, Δεν θελεις διαβη. Και εξηλθεν ο Εδωμ εναντιον αυτου μετα πολλου λαου και εν χειρι ισχυρα.
21 nec voluit acquiescere deprecanti, ut concederet transitum per fines suos. Quam ob rem divertit ab eo Israël.
21 Ουτως ηρνηθη ο Εδωμ να δωση διαβασιν εις τον Ισραηλ δια των οριων αυτου? και εξεκλινεν ο Ισραηλ απ' αυτου.
22 Cumque castra movissent de Cades, venerunt in montem Hor, qui est in finibus terræ Edom :22 Και εσηκωθησαν οι υιοι Ισραηλ, πασα η συναγωγη, απο Καδης και ηλθον εις το ορος Ωρ.
23 ubi locutus est Dominus ad Moysen :23 Και ελαλησε Κυριος προς τον Μωυσην και προς τον Ααρων εν τω ορει Ωρ πλησιον των οριων της γης Εδωμ, λεγων,
24 Pergat, inquit, Aaron ad populos suos : non enim intrabit terram, quam dedi filiis Israël, eo quod incredulus fuerit ori meo, ad aquas contradictionis.24 Ο Ααρων θελει προστεθη εις τον λαον αυτου? διοτι δεν θελει εισελθει εις την γην, την οποιαν εδωκα εις τους υιους Ισραηλ? επειδη ηπειθησατε εις τον λογον μου εις το υδωρ Μεριβα?
25 Tolle Aaron et filium ejus cum eo, et duces eos in montem Hor.25 λαβε τον Ααρων και Ελεαζαρ τον υιον αυτου και αναβιβασον αυτους εις το ορος Ωρ?
26 Cumque nudaveris patrem veste sua, indues ea Eleazarum filium ejus : Aaron colligetur, et morietur ibi.26 και εκδυσον τον Ααρων την στολην αυτου και ενδυσον αυτην Ελεαζαρ τον υιον αυτου? και ο Ααρων θελει προστεθη εις τον λαον αυτου και θελει αποθανει εκει.
27 Fecit Moyses ut præceperat Dominus : et ascenderunt in montem Hor coram omni multitudine.27 Και εκαμεν ο Μωυσης καθως προσεταξεν ο Κυριος? και ανεβησαν εις το ορος Ωρ εμπροσθεν πασης της συναγωγης.
28 Cumque Aaron spoliasset vestibus suis, induit eis Eleazarum filium ejus.28 Και εξεδυσεν ο Μωυσης τον Ααρων την στολην αυτου και ενεδυσεν αυτην Ελεαζαρ τον υιον αυτου? και απεθανεν ο Ααρων εκει επι της κορυφης του ορους? και κατεβησαν Μωυσης και Ελεαζαρ απο του ορους.
29 Illo mortuo in montis supercilio, descendit cum Eleazaro.29 Και ειδε πασα η συναγωγη οτι ετελευτησεν ο Ααρων? και επενθησαν τον Ααρων τριακοντα ημερας πας ο οικος Ισραηλ.
30 Omnis autem multitudo videns occubuisse Aaron, flevit super eo triginta diebus per cunctas familias suas.