Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Regum II 8


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Eliseus autem locutus est ad mulierem cujus vivere fecerat filium, dicens : Surge, vade tu et domus tua, et peregrinare ubicumque repereris : vocavit enim Dominus famem, et veniet super terram septem annis.1 Και ελαλησεν ο Ελισσαιε προς την γυναικα, της οποιας ανεζωοποιησε τον υιον, λεγων, Σηκωθητι και υπαγε, συ και ο οικος σου, και παροικησον οπου αν δυνηθης να παροικησης? διοτι ο Κυριος εκαλεσε την πειναν, και θελει μαλιστα επελθει επι την γην επτα ετη.
2 Quæ surrexit, et fecit juxta verbum hominis Dei : et vadens cum domo sua, peregrinata est in terra Philisthiim diebus multis.2 Και σηκωθεισα η γυνη, εκαμε κατα τον λογον του ανθρωπου του Θεου? και υπηγεν αυτη και ο οικος αυτης, και παρωκησεν εν τη γη των Φιλισταιων επτα ετη.
3 Cumque finiti essent anni septem, reversa est mulier de terra Philisthiim : et egressa est ut interpellaret regem pro domo sua, et pro agris suis.3 Μετα δε το τελος των επτα ετων, επεστρεψεν η γυνη εκ της γης των Φιλισταιων? και εξηλθε να βοηση προς τον βασιλεα περι της οικιας αυτης και περι των αγρων αυτης.
4 Rex autem loquebatur cum Giezi puero viri Dei, dicens : Narra mihi omnia magnalia quæ fecit Eliseus.4 Και ελαλησεν ο βασιλευς προς τον Γιεζει, τον υπηρετην του ανθρωπου του Θεου, λεγων, Διηγηθητι μοι, παρακαλω, παντα τα μεγαλεια τα οποια εκαμεν ο Ελισσαιε.
5 Cumque ille narraret regi quomodo mortuum suscitasset, apparuit mulier cujus vivificaverat filium, clamans ad regem pro domo sua, et pro agris suis. Dixitque Giezi : Domine mi rex, hæc est mulier, et hic est filius ejus quem suscitavit Eliseus.5 Και ενω διηγειτο προς τον βασιλεα πως ανεζωοποιησε τον νεκρον, ιδου, η γυνη, της οποιας τον υιον ειχεν αναζωοποιησει, εβοησε προς τον βασιλεα περι της οικιας αυτης και περι των αγρων αυτης. Και ειπεν ο Γιεζει, Κυριε μου βασιλευ, αυτη ειναι η γυνη και ουτος ο υιος αυτης, τον οποιον ανεζωοποιησεν ο Ελισσαιε.
6 Et interrogavit rex mulierem : quæ narravit ei. Deditque ei rex eunuchum unum, dicens : Restitue ei omnia quæ sua sunt, et universos reditus agrorum, a die qua reliquit terram usque ad præsens.
6 Και ηρωτησεν ο βασιλευς την γυναικα, και αυτη διηγηθη το πραγμα προς αυτον. Τοτε εδωκεν εις αυτην ο βασιλευς ευνουχον, λεγων, Επιστρεψον παντα τα πραγματα αυτης και παντα τα προιοντα των αγρων αυτης, αφ' ης ημερας αφηκε την γην μεχρι του νυν.
7 Venit quoque Eliseus Damascum, et Benadad rex Syriæ ægrotabat : nuntiaveruntque ei, dicentes : Venit vir Dei huc.7 Ο δε Ελισσαιε ηλθεν εις Δαμασκον. Και Βεν-αδαδ ο βασιλευς της Συριας ητο αρρωστος? και απηγγειλαν προς αυτον, λεγοντες, Ο ανθρωπος του Θεου ηλθεν εως εδω.
8 Et ait rex ad Hazaël : Tolle tecum munera, et vade in occursum viri Dei, et consule Dominum per eum, dicens : Si evadere potero de infirmitate mea hac ?8 Και ειπεν ο βασιλευς προς τον Αζαηλ, Λαβε εις την χειρα σου δωρον και υπαγε εις συναντησιν του ανθρωπου του Θεου και ερωτησον δι' αυτου τον Κυριον, λεγων, Θελω αναλαβει εκ της αρρωστιας ταυτης;
9 Ivit igitur Hazaël in occursum ejus, habens secum munera, et omnia bona Damasci, onera quadraginta camelorum. Cumque stetisset coram eo, ait : Filius tuus Benadad rex Syriæ misit me ad te, dicens : Si sanari potero de infirmitate mea hac ?9 Και υπηγεν ο Αζαηλ εις συναντησιν αυτου, λαβων δωρον εις την χειρα αυτου και απο παντος αγαθου της Δαμασκου, τεσσαρακοντα καμηλων φορτιον? και ελθων εσταθη εμπροσθεν αυτου και ειπεν, Ο υιος σου Βεν-αδαδ, ο βασιλευς της Συριας, με απεστειλε προς σε, λεγων, Θελω αναλαβει εκ της αρρωστιας ταυτης;
10 Dixitque ei Eliseus : Vade, dic ei : Sanaberis : porro ostendit mihi Dominus quia morte morietur.10 Και ειπε προς αυτον ο Ελισσαιε, Υπαγε, ειπε προς αυτον, Ναι, θελεις αναλαβει πλην ο Κυριος εδειξεν εις εμε οτι εξαπαντος θελει αποθανει.
11 Stetique cum eo, et conturbatus est usque ad suffusionem vultus : flevitque vir Dei.11 Και εστησε το προσωπον αυτου ακινητον, εωσου ερυθριασε? και εκλαυσεν ο ανθρωπος του Θεου.
12 Cui Hazaël ait : Quare dominus meus flet ? At ille dixit : Quia scio quæ facturus sis filiis Israël mala. Civitates eorum munitas igne succendes, et juvenes eorum interficies gladio, et parvulos eorum elides, et prægnantes divides.12 Και ειπεν ο Αζαηλ, Δια τι κλαιεις, κυριε μου; Ο δε απεκριθη, Διοτι εξευρω οσα κακα θελεις καμει εις τους υιους Ισραηλ? τα οχυρωματα αυτων θελεις παραδωσει εις πυρ, και τους νεους αυτων θελεις αποκτεινει εν ρομφαια, και τα νηπια αυτων θελεις συντριψει, και τας εγκυμονουσας αυτων θελεις διασχισει.
13 Dixitque Hazaël : Quid enim sum servus tuus canis, ut faciam rem istam magnam ? Et ait Eliseus : Ostendit mihi Dominus te regem Syriæ fore.13 Και ειπεν ο Αζαηλ, Αλλα τι ειναι ο δουλος σου, ο κυων, ωστε να καμη το μεγα τουτο πραγμα; Και ειπεν ο Ελισσαιε, Ο Κυριος εδειξεν εις εμε, οτι συ θελεις βασιλευσει επι της Συριας.
14 Qui cum recessisset ab Eliseo, venit ad dominum suum. Qui ait ei : Quid dixit tibi Eliseus ? At ille respondit : Dixit mihi : Recipies sanitatem.14 Τοτε ανεχωρησεν απο του Ελισσαιε και ηλθε προς τον κυριον αυτου? ο δε ειπε προς αυτον, Τι σοι ειπεν ο Ελισσαιε; Και απεκριθη, Μοι ειπε, Ναι, θελεις αναλαβει.
15 Cumque venisset dies altera, tulit stragulum, et infudit aquam, et expandit super faciem ejus : quo mortuo, regnavit Hazaël pro eo.
15 Την δε ακολουθον ημεραν ελαβε το σκεπασμα και εμβαψας εις υδωρ, εξηπλωσεν επι του προσωπου αυτου? και απεθανε? και αντ' αυτου εβασιλευσεν ο Αζαηλ.
16 Anno quinto Joram filii Achab regis Israël, et Josaphat regis Juda, regnavit Joram filius Josaphat rex Juda.16 Εν δε τω πεμπτω ετει του Ιωραμ, υιου του Αχααβ βασιλεως του Ισραηλ, βασιλευοντος Ιωσαφατ επι του Ιουδα, εβασιλευσεν Ιωραμ, ο υιος του Ιωσαφατ βασιλεως του Ιουδα.
17 Triginta duorum annorum erat cum regnare cœpisset, et octo annis regnavit in Jerusalem.17 Τριακοντα δυο ετων ηλικιας ητο οτε εβασιλευσεν? εβασιλευσε δε οκτω ετη εν Ιερουσαλημ.
18 Ambulavitque in viis regum Israël, sicut ambulaverat domus Achab : filia enim Achab erat uxor ejus : et fecit quod malum est in conspectu Domini.18 Και περιεπατησεν εν τη οδω των βασιλεων του Ισραηλ, καθως επραξεν ο οικος του Αχααβ? διοτι η θυγατηρ του Αχααβ ητο γυνη αυτου? και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου.
19 Noluit autem Dominus disperdere Judam, propter David servum suum, sicut promiserat ei, ut daret illi lucernam, et filiis ejus cunctis diebus.19 Αλλ' ο Κυριος δεν ηθελησε να εξολοθρευση τον Ιουδαν, χαριν Δαβιδ του δουλου αυτου, καθως ειπε προς αυτον οτι θελει δωσει εις αυτον λυχνον και εις τους υιους αυτου εις τον αιωνα.
20 In diebus ejus recessit Edom ne esset sub Juda, et constituit sibi regem.20 Εν ταις ημεραις αυτου απεστατησεν ο Εδωμ απο της υποταγης του Ιουδα, και κατεστησαν βασιλεα εφ' εαυτων.
21 Venitque Joram Seira, et omnes currus cum eo : et surrexit nocte, percussitque Idumæos qui eum circumdederant, et principes curruum : populus autem fugit in tabernacula sua.21 Οθεν διεβη ο Ιωραμ εις Σαειρ, και πασαι αι αμαξαι μετ' αυτου? και σηκωθεις δια νυκτος, επαταξε τους Ιδουμαιους τους κυκλω αυτου και τους αμαξαρχας? ο δε λαος εφυγον εις τας σκηνας αυτων.
22 Recessit ergo Edom ne esset sub Juda, usque ad diem hanc. Tunc recessit et Lobna in tempore illo.22 Πλην ο Εδωμ απεστατησεν απο της υποταγης του Ιουδα, εως της ημερας ταυτης. Τοτε κατα τον αυτον καιρον απεστατησεν η Λιβνα.
23 Reliqua autem sermonum Joram, et universa quæ fecit, nonne hæc scripta sunt in libro verborum dierum regum Juda ?23 Αι δε λοιπαι πραξεις του Ιωραμ και παντα οσα επραξε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;
24 Et dormivit Joram cum patribus suis, sepultusque est cum eis in civitate David, et regnavit Ochozias filius ejus pro eo.
24 Και εκοιμηθη ο Ιωραμ μετα των πατερων αυτου και εταφη μετα των πατερων αυτου εν τη πολει Δαβιδ? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Οχοζιας ο υιος αυτου.
25 Anno duodecimo Joram filii Achab regis Israël regnavit Ochozias filius Joram regis Judæ.25 Εν τω δωδεκατω ετει του Ιωραμ, υιου του Αχααβ βασιλεως του Ισραηλ, εβασιλευσεν Οχοζιας, ο υιος του Ιωραμ βασιλεως του Ιουδα.
26 Viginti duorum annorum erat Ochozias cum regnare cœpisset, et uno anno regnavit in Jerusalem : nomen matris ejus Athalia filia Amri regis Israël.26 Εικοσιδυο ετων ηλικιας ητο ο Οχοζιας οτε εβασιλευσεν? εβασιλευσε δε εν ετος εν Ιερουσαλημ. Και το ονομα της μητρος αυτου ητο Γοθολια, θυγατηρ του Αμρι, βασιλεως του Ισραηλ.
27 Et ambulavit in viis domus Achab : et fecit quod malum est coram Domino, sicut domus Achab : gener enim domus Achab fuit.27 Και περιεπατησεν εν τη οδω του οικου του Αχααβ, και επραξε πονηρα ενωπιον του Κυριου, καθως ο οικος του Αχααβ? διοτι ητο γαμβρος του οικου του Αχααβ.
28 Abiit quoque cum Joram filio Achab ad præliandum contra Hazaël regem Syriæ in Ramoth Galaad, et vulneraverunt Syri Joram.28 Και υπηγε μετα του Ιωραμ υιου του Αχααβ εις πολεμον εναντιον του Αζαηλ βασιλεως της Συριας εις Ραμωθ-γαλααδ? και ετραυματισαν οι Συριοι τον Ιωραμ.
29 Qui reversus est ut curaretur in Jezrahel, quia vulneraverant eum Syri in Ramoth præliantem contra Hazaël regem Syriæ. Porro Ochozias filius Joram rex Juda descendit invisere Joram filium Achab in Jezrahel, quia ægrotabat ibi.29 Και επεστρεψεν ο βασιλευς Ιωραμ δια να ιατρευθη εν Ιεζραελ απο των τραυματων, τα οποια οι Συριοι εκαμον εις αυτον εν Ραμα, οτε επολεμει εναντιον του Αζαηλ βασιλεως της Συριας. Οχοζιας δε ο υιος του Ιωραμ, βασιλευς του Ιουδα, κατεβη δια να ιδη τον Ιωραμ υιον του Αχααβ εν Ιεζραελ, διοτι ητο αρρωστος.