Scrutatio

Lunedi, 29 aprile 2024 - Santa Caterina da Siena ( Letture di oggi)

Regum II 22


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Octo annorum erat Josias cum regnare cœpisset : triginta et uno anno regnavit in Jerusalem : nomen matris ejus Idida filia Hadaia de Besecath.1 Οκτω ετων ηλικιας ητο ο Ιωσιας οτε εβασιλευσε, και εβασιλευσεν εν Ιερουσαλημ ετη τριακοντα και εν? το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Ιεδιδα, θυγατηρ του Αδαιου, απο Βοσκαθ.
2 Fecitque quod placitum erat coram Domino, et ambulavit per omnes vias David patris sui : non declinavit ad dexteram, sive ad sinistram.2 Και επραξε το ευθες ενωπιον του Κυριου και περιεπατησεν εις πασας τας οδους Δαβιδ του πατρος αυτου, και δεν εξεκλινε δεξια η αριστερα.
3 Anno autem octavodecimo regis Josiæ, misit rex Saphan filium Aslia filii Messulam scribam templi Domini, dicens ei :3 Και εν τω δεκατω ογδοω ετει του βασιλεως Ιωσια, εξαπεστειλεν ο βασιλευς τον Σαφαν, υιον του Αζαλιου υιου του Μεσουλλαμ, τον γραμματεα, εις τον οικον του Κυριου, λεγων,
4 Vade ad Helciam sacerdotem magnum, ut confletur pecunia quæ illata est in templum Domini, quam collegerunt janitores templi a populo :4 Αναβα προς Χελκιαν τον ιερεα τον μεγαν, και ειπε να απαριθμηση το αργυριον το εισαχθεν εις τον οικον του Κυριου, το οποιον οι φυλαττοντες την θυραν εσυναξαν παρα του λαου?
5 deturque fabris per præpositos domus Domini, qui et distribuant eam his qui operantur in templo Domini, ad instauranda sartatecta templi :5 και ας παραδωσωσιν αυτο εις την χειρα των ποιουντων τα εργα, των επιστατουντων εν τω οικω του Κυριου? οι δε ας δωσωσιν αυτο εις τους εργαζομενους τα εργα τα εν τω οικω του Κυριου, δια να επισκευασωσι τα χαλασματα του οικου,
6 tignariis videlicet et cæmentariis, et iis qui interrupta componunt : et ut emantur ligna, et lapides de lapicidinis, ad instaurandum templum Domini.6 εις τους ξυλουργους και οικοδομους και τοιχοποιους, και δια να αγορασωσι ξυλα και λιθους λατομητους, δια να επισκευασωσι τον οικον.
7 Verumtamen non supputetur eis argentum quod accipiunt, sed in potestate habeant, et in fide.
7 πλην δεν εγινετο μετ' αυτων ουδεις λογαριασμος περι του διδομενου εις τας χειρας αυτων αργυριου, διοτι ειργαζοντο εν πιστει.
8 Dixit autem Helcias pontifex ad Saphan scribam : Librum legis reperi in domo Domini. Deditque Helcias volumen Saphan, qui et legit illud.8 Ειπε δε Χελκιας ο ιερευς ο μεγας προς Σαφαν τον γραμματεα, Ευρηκα το βιβλιον του νομου εν τω οικω του Κυριου. Και εδωκεν ο Χελκιας το βιβλιον εις τον Σαφαν, και ανεγνωσεν αυτο.
9 Venit quoque Saphan scriba ad regem, et renuntiavit ei quod præceperat, et ait : Conflaverunt servi tui pecuniam quæ reperta est in domo Domini, et dederunt ut distribueretur fabris a præfectis operum templi Domini.9 Και ηλθε Σαφαν ο γραμματευς προς τον βασιλεα και ανεφερε λογον προς τον βασιλεα και ειπεν, Οι δουλοι σου εσυναξαν το αργυριον το ευρεθεν εν τω οικω, και παρεδωκαν αυτο εις την χειρα των ποιουντων τα εργα, των επιστατουντων εις τον οικον του Κυριου.
10 Narravit quoque Saphan scriba regi, dicens : Librum dedit mihi Helcias sacerdos. Quem cum legisset Saphan coram rege,10 Και απηγγειλε Σαφαν ο γραμματευς προς τον βασιλεα, λεγων, Χελκιας ο ιερευς εδωκεν εις εμε βιβλιον. Και ανεγνωσεν αυτο ο Σαφαν ενωπιον του βασιλεως.
11 et audisset rex verba libri legis Domini, scidit vestimenta sua.11 Και ως ηκουσεν ο βασιλευς τους λογους του βιβλιου του νομου, διεσχισε τα ιματια αυτου.
12 Et præcepit Helciæ sacerdoti, et Ahicam filio Saphan, et Achobor filio Micha, et Saphan scribæ, et Asaiæ servo regis, dicens :12 Και προσεταξεν ο βασιλευς Χελκιαν τον ιερεα και Αχικαμ τον υιον του Σαφαν και Αχβωρ τον υιον του Μιχαιου και Σαφαν τον γραμματεα και Ασαιαν τον δουλον του βασιλεως, λεγων,
13 Ite et consulite Dominum super me, et super populo, et super omni Juda, de verbis voluminis istius, quod inventum est : magna enim ira Domini succensa est contra nos, quia non audierunt patres nostri verba libri hujus, ut facerent omne quod scriptum est nobis.13 Υπαγετε, ερωτησατε τον Κυριον περι εμου και περι του λαου και περι παντος του Ιουδα, περι των λογων του βιβλιου τουτου, το οποιον ευρεθη? διοτι μεγαλη ειναι η οργη του Κυριου η εξαφθεισα εναντιον ημων, επειδη οι πατερες ημων δεν υπηκουσαν εις τους λογους του βιβλιου τουτου, ωστε να πραττωσι κατα παντα τα γεγραμμενα περι ημων.
14 Ierunt itaque Helcias sacerdos, et Ahicam, et Achobor, et Sapham, et Asaia, ad Holdam prophetidem, uxorem Sellum filii Thecuæ filii Araas custodis vestium, quæ habitabat in Jerusalem in Secunda : locutique sunt ad eam.14 Τοτε Χελκιας ο ιερευς, και Αχικαμ και Αχβωρ και Σαφαν και Ασαιας, υπηγαν εις την Ολδαν την προφητιν, την γυναικα του Σαλλουμ υιου του Τικβα, υιου του Αρας, του ιματιοφυλακος? κατωκει δε αυτη εν Ιερουσαλημ, κατα το Μισνε? και ωμιλησαν μετ' αυτης.
15 Et illa respondit eis : Hæc dicit Dominus Deus Israël : Dicite viro qui misit vos ad me :15 Και ειπε προς αυτους, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Ειπατε προς τον ανθρωπον, οστις σας απεστειλε προς εμε,
16 Hæc dicit Dominus : Ecce ego adducam mala super locum istum, et super habitatores ejus, omnia verba legis quæ legit rex Juda :16 Ουτω λεγει Κυριος? Ιδου εγω επιφερω κακα επι τον τοπον τουτον και επι τους κατοικους αυτου, παντας τους λογους του βιβλιου, το οποιον ο βασιλευς του Ιουδα ανεγνωσε?
17 quia dereliquerunt me, et sacrificaverunt diis alienis, irritantes me in cunctis operibus manuum suarum : et succendetur indignatio mea in loco hoc, et non extinguetur.17 διοτι με εγκατελιπον και εθυμιασαν εις αλλους θεους, δια να με παροργισωσι δια παντων των εργων των χειρων αυτων? δια τουτο θελει εκχυθη ο θυμος μου επι τον τοπον τουτον και δεν θελει σβεσθη.
18 Regi autem Juda, qui misit vos ut consuleretis Dominum, sic dicetis : Hæc dicit Dominus Deus Israël : Pro eo quod audisti verba voluminis,18 προς τον βασιλεα ομως του Ιουδα, οστις σας απεστειλε να ερωτησητε τον Κυριον, ουτω θελετε ειπει προς αυτον? Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Περι των λογων τους οποιους ηκουσας,
19 et perterritum est cor tuum, et humiliatus es coram Domino, auditis sermonibus contra locum istum et habitatores ejus, quod videlicet fierent in stuporem et in maledictum : et scidisti vestimenta tua, et flevisti coram me, et ego audivi, ait Dominus :19 επειδη η καρδια σου ηπαλυνθη, και εταπεινωθης ενωπιον του Κυριου, οτε ηκουσας οσα ελαλησα εναντιον του τοπου τουτου και εναντιον των κατοικων αυτου, οτι θελουσι κατασταθη ερημωσις και καταρα, και διεσχισας τα ιματια σου και εκλαυσας ενωπιον μου? δια τουτο και εγω επηκουσα, λεγει Κυριος?
20 idcirco colligam te ad patres tuos, et colligeris ad sepulchrum tuum in pace, ut non videant oculi tui omnia mala quæ inducturus sum super locum istum.20 ιδου λοιπον, εγω θελω σε συναξει εις τους πατερας σου, και θελεις συναχθη εις τον ταφον σου εν ειρηνη? και δεν θελουσιν ιδει οι οφθαλμοι σου παντα τα κακα, τα οποια εγω επιφερω επι τον τοπον τουτον. Και εφεραν αποκρισιν προς τον βασιλεα.