Scrutatio

Domenica, 28 aprile 2024 - San Luigi Maria Grignion da Montfort ( Letture di oggi)

Genesis 45


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Non se poterat ultra cohibere Joseph multis coram astantibus : unde præcepit ut egrederentur cuncti foras, et nullus interesset alienus agnitioni mutuæ.1 Τοτε ο Ιωσηφ δεν ηδυνηθη να συγκρατηση εαυτον ενωπιον παντων των παρισταμενων εμπροσθεν αυτου? και εφωνησεν, Εκβαλετε παντας απ' εμου? και δεν εμεινεν ουδεις μετ' αυτου, ενω ο Ιωσηφ ανεγνωριζετο εις τους αδελφους αυτου.
2 Elevavitque vocem cum fletu, quam audierunt Ægyptii, omnisque domus Pharaonis.2 και αφηκε φωνην μετα κλαυθμου? και ηκουσαν οι Αιγυπτιοι? ηκουσε δε και ο οικος του Φαραω.
3 Et dixit fratribus suis : Ego sum Joseph : adhuc pater meus vivit ? Non poterant respondere fratres nimio terrore perterriti.3 Και ειπεν ο Ιωσηφ προς τους αδελφους αυτου, Εγω ειμαι ο Ιωσηφ? ο πατηρ μου ετι ζη; Και δεν ηδυναντο οι αδελφοι αυτου να αποκριθωσι προς αυτον? διοτι εταραχθησαν εκ της παρουσιας αυτου.
4 Ad quos ille clementer : Accedite, inquit, ad me. Et cum accessissent prope : Ego sum, ait, Joseph, frater vester, quem vendidistis in Ægyptum.4 Και ειπεν ο Ιωσηφ προς τους αδελφους αυτου, Πλησιασατε προς εμε, παρακαλω. Και επλησιασαν. Και ειπεν, Εγω ειμαι Ιωσηφ ο αδελφος σας, τον οποιον επωλησατε εις την Αιγυπτον.
5 Nolite pavere, neque vobis durum esse videatur quod vendidistis me in his regionibus : pro salute enim vestra misit me Deus ante vos in Ægyptum.5 Τωρα λοιπον μη λυπεισθε μηδ' ας φανη εις εσας σκληρον οτι με επωλησατε εδω? επειδη εις διατηρησιν ζωης με απεστειλεν ο Θεος εμπροσθεν σας.
6 Biennium est enim quod c?pit fames esse in terra : et adhuc quinque anni restant, quibus nec arari poterit, nec meti.6 Διοτι τουτο ειναι το δευτερον ετος της πεινης επι της γης? και μενουσιν ακομη πεντε ετη, εις τα οποια δεν θελει εισθαι ουτε αροτριασις ουτε θερισμος.
7 Præmisitque me Deus ut reservemini super terram, et escas ad vivendum habere possitis.7 Και ο Θεος με απεστειλεν εμπροσθεν σας δια να διατηρησω εις εσας διαδοχην επι της γης και να διαφυλαξω την ζωην σας μετα μεγαλης λυτρωσεως.
8 Non vestro consilio, sed Dei voluntate huc missus sum : qui fecit me quasi patrem Pharaonis, et dominum universæ domus ejus, ac principem in omni terra Ægypti.8 Τωρα λοιπον δεν με απεστειλατε εδω σεις, αλλ' ο Θεος? και με εκαμε πατερα εις τον Φαραω και κυριον παντος του οικου αυτου και αρχοντα πασης της γης Αιγυπτου.
9 Festinate, et ascendite ad patrem meum, et dicetis ei : Hæc mandat filius tuus Joseph : Deus fecit me dominum universæ terræ Ægypti : descende ad me, ne moreris,9 Σπευσαντες αναβητε προς τον πατερα μου και ειπατε προς αυτον, Ουτω λεγει ο υιος σου Ιωσηφ? Ο Θεος με εκαμε κυριον πασης Αιγυπτου? καταβηθι προς εμε, μη σταθης?
10 et habitabis in terra Gessen : erisque juxta me tu, et filii tui, et filii filiorum tuorum, oves tuæ, et armenta tua, et universa quæ possides :10 και θελεις κατοικησει εν γη Γεσεν και θελεις εισθαι πλησιον μου, συ και οι υιοι σου και οι υιοι των υιων σου και τα ποιμνια σου και αι αγελαι σου, και παντα οσα εχεις?
11 ibique te pascam (adhuc enim quinque anni residui sunt famis) ne et tu pereas, et domus tua, et omnia quæ possides.11 και θελω σε εκτρεφει εκει διοτι μενουσιν ακομη πεντε ετη πεινης, δια να μη ελθης εις στερησιν, συ και ο οικος σου και παντα οσα εχεις.
12 En oculi vestri, et oculi fratris mei Benjamin, vident quod os meum loquatur ad vos.12 Και ιδου, οι οφθαλμοι σας βλεπουσι και οι οφθαλμοι του αδελφου μου Βενιαμιν, οτι το στομα μου λαλει προς εσας?
13 Nuntiate patri meo universam gloriam meam, et cuncta quæ vidistis in Ægypto : festinate, et adducite eum ad me.13 απαγγειλατε λοιπον προς τον πατερα μου πασαν την δοξαν μου εν Αιγυπτω και παντα οσα ειδετε, και σπευσαντες καταβιβασατε τον πατερα μου εδω.
14 Cumque amplexatus recidisset in collum Benjamin fratris sui, flevit : illo quoque similiter flente super collum ejus.14 Και πεσων επι τον τραχηλον Βενιαμιν του αδελφου αυτου, εκλαυσε? και ο Βενιαμιν εκλαυσεν επι τον τραχηλον εκεινου.
15 Osculatusque est Joseph omnes fratres suos, et ploravit super singulos : post quæ ausi sunt loqui ad eum.15 Και καταφιλησας παντας τους αδελφους αυτου, εκλαυσεν επ' αυτους? και μετα ταυτα ωμιλησαν οι αδελφοι αυτου μετ' αυτου.
16 Auditumque est, et celebri sermone vulgatum in aula regis : Venerunt fratres Joseph : et gavisus est Pharao, atque omnis familia ejus.16 Και η φημη ηκουσθη εις τον οικον του Φαραω λεγουσα, Οι αδελφοι του Ιωσηφ ηλθον? εχαρη δε ο Φαραω και οι δουλοι αυτου.
17 Dixitque ad Joseph ut imperaret fratribus suis, dicens : Onerantes jumenta, ite in terram Chanaan,17 Και ειπεν ο Φαραω προς τον Ιωσηφ, Ειπε προς τους αδελφους σου, τουτο καμετε? φορτωσατε τα ζωα σας και υπαγετε, αναβητε εις γην Χανααν?
18 et tollite inde patrem vestrum et cognationem, et venite ad me : et ego dabo vobis omnia bona Ægypti, ut comedatis medullam terræ.18 και παραλαβοντες τον πατερα σας, και τας οικογενειας σας, ελθετε προς εμε? και θελω σας δωσει τα αγαθα της γης Αιγυπτου και θελετε φαγει το παχος της γης.
19 Præcipe etiam ut tollant plaustra de terra Ægypti, ad subvectionem parvulorum suorum ac conjugum : et dicito : Tollite patrem vestrum, et properate quantocius venientes.19 Και συ προσταξον? Τουτο καμετε, λαβετε εις εαυτους αμαξας εκ της γης Αιγυπτου, δια τα παιδια σας και δια τας γυναικας σας? και σηκωσαντες τον πατερα σας ελθετε?
20 Nec dimittatis quidquam de supellectili vestra : quia omnes opes Ægypti vestræ erunt.
20 και μη λυπηθητε την αποσκευην σας? διοτι τα αγαθα πασης της γης Αιγυπτου θελουσιν εισθαι ιδικα σας.
21 Feceruntque filii Israël ut eis mandatum fuerat. Quibus dedit Joseph plaustra, secundum Pharaonis imperium, et cibaria in itinere.21 Και εκαμον ουτως οι υιοι του Ισραηλ? και ο Ιωσηφ εδωκεν εις αυτους αμαξας κατα την προσταγην του Φαραω? εδωκεν εις αυτους και ζωοτροφιαν δια την οδον.
22 Singulis quoque proferri jussit binas stolas : Benjamin vero dedit trecentos argenteos cum quinque stolis optimis :22 Εις παντας αυτους εδωκεν εις εκαστον αλλαγας ενδυματων? εις δε τον Βενιαμιν εδωκε τριακοσια αργυρια και πεντε αλλαγας ενδυματων.
23 tantumdem pecuniæ et vestium mittens patri suo, addens et asinos decem, qui subveherent ex omnibus divitiis Ægypti, et totidem asinas, triticum in itinere, panesque portantes.23 Προς δε τον πατερα αυτου εστειλε ταυτα? δεκα ονους φορτωμενους εκ των αγαθων της Αιγυπτου και δεκα θηλυκας ονους φορτωμενας σιτον και αρτους και ζωοτροφιας εις τον πατερα αυτου δια την οδον.
24 Dimisit ergo fratres suos, et proficiscentibus ait : Ne irascamini in via.24 Και εξαπεστειλε τους αδελφους αυτου και ανεχωρησαν? και ειπε προς αυτους, Μη συγχυζεσθε καθ' οδον.
25 Qui ascendentes ex Ægypto, venerunt in terram Chanaan ad patrem suum Jacob.25 Και ανεβησαν εξ Αιγυπτου και ηλθον εις γην Χανααν προς Ιακωβ τον πατερα αυτων.
26 Et nuntiaverunt ei, dicentes : Joseph filius tuus vivit : et ipse dominatur in omni terra Ægypti. Quo audito Jacob, quasi de gravi somno evigilans, tamen non credebat eis.26 Και απηγγειλαν προς αυτον λεγοντες, Ετι ζη ο Ιωσηφ και ειναι αρχων εφ' ολης της γης Αιγυπτου? και ελειποθυμησεν η καρδια αυτου? διοτι δεν επιστευεν αυτους.
27 Illi e contra referebant omnem ordinem rei. Cumque vidisset plaustra et universa quæ miserat, revixit spiritus ejus,27 Ειπον δε προς αυτον παντας τους λογους του Ιωσηφ, τους οποιους ειχεν ειπει προς αυτους? και αφου ειδε τας αμαξας τας οποιας εστειλεν ο Ιωσηφ δια να σηκωσωσιν αυτον, ανεζωπυρηθη το πνευμα του Ιακωβ του πατρος αυτων.
28 et ait : Sufficit mihi si adhuc Joseph filius meus vivit : vadam, et videbo illum antequam moriar.28 Και ειπεν ο Ισραηλ, Αρκει? Ιωσηφ ο υιος μου ετι ζη? θελω υπαγει και θελω ιδει αυτον, πριν αποθανω.