Scrutatio

Sabato, 27 aprile 2024 - Santa Zita ( Letture di oggi)

Genesis 30


font
VULGATAGREEK BIBLE
1 Cernens autem Rachel quod infecunda esset, invidit sorori suæ, et ait marito suo : Da mihi liberos, alioquin moriar.1 Και οτε ειδεν η Ραχηλ οτι δεν ετεκνοποιησεν εις τον Ιακωβ, εφθονησεν η Ραχηλ την αδελφην αυτης? και ειπε προς τον Ιακωβ, Δος μοι τεκνα? ειδε μη, εγω αποθνησκω.
2 Cui iratus respondit Jacob : Num pro Deo ego sum, qui privavit te fructu ventris tui ?2 Και εξηφθη ο θυμος του Ιακωβ κατα της Ραχηλ και ειπε, Μηπως ειμαι εγω αντι του Θεου οστις σε εστερησεν απο καρπου κοιλιας;
3 At illa : Habeo, inquit, famulam Balam : ingredere ad illam, ut pariat super genua mea, et habeam ex illa filios.3 Η δε ειπεν, Ιδου, η θεραπαινα μου Βαλλα? εισελθε προς αυτην, και θελει γεννησει επι των γονατων μου, δια να αποκτησω και εγω τεκνα εξ αυτης.
4 Deditque illi Balam in conjugium : quæ,4 Και εδωκεν εις αυτον την Βαλλαν την θεραπαιναν αυτης δια γυναικα? και εισηλθεν ο Ιακωβ προς αυτην.
5 ingresso ad se viro, concepit, et peperit filium.5 Και συνελαβεν η Βαλλα, και εγεννησεν υιον εις τον Ιακωβ?
6 Dixitque Rachel : Judicavit mihi Dominus, et exaudivit vocem meam, dans mihi filium, et idcirco appellavit nomen ejus Dan.6 και ειπεν η Ραχηλ, Ο Θεος με εκρινε και ηκουσε και την φωνην μου και μοι εδωκεν υιον? δια τουτο εκαλεσε το ονομα αυτου Δαν.
7 Rursumque Bala concipiens, peperit alterum,7 Και συνελαβε παλιν η Βαλλα, η θεραπαινα της Ραχηλ, και εγεννησε δευτερον υιον εις τον Ιακωβ?
8 pro quo ait Rachel : Comparavit me Deus cum sorore mea, et invalui : vocavitque eum Nephthali.8 και ειπεν η Ραχηλ, Δυνατην παλην επαλαισα μετα της αδελφης μου, και υπερισχυσα? και εκαλεσε το ονομα αυτου Νεφθαλι.
9 Sentiens Lia quod parere desiisset, Zelpham ancillam suam marito tradidit.9 Και οτε ειδεν η Λεια οτι επαυσε να γεννα, ελαβε την Ζελφαν την θεραπαιναν αυτης, και εδωκεν αυτην εις τον Ιακωβ δια γυναικα.
10 Qua post conceptum edente filium,10 Και η Ζελφα, η θεραπαινα της Λειας, εγεννησεν υιον εις τον Ιακωβ?
11 dixit : Feliciter, et idcirco vocavit nomen ejus Gad.11 και ειπεν η Λεια, Ευτυχια ερχεται? και εκαλεσε το ονομα αυτου Γαδ.
12 Peperit quoque Zelpha alterum.12 Και εγεννησεν η Ζελφα, η θεραπαινα της Λειας, δευτερον υιον εις τον Ιακωβ?
13 Dixitque Lia : Hoc pro beatitudine mea : beatam quippe me dicent mulieres : propterea appellavit eum Aser.13 και ειπεν η Λεια, Μακαρια εγω, διοτι θελουσι με μακαριζει αι γυναικες? και εκαλεσε το ονομα αυτου Ασηρ.
14 Egressus autem Ruben tempore messis triticeæ in agrum, reperit mandragoras, quas matri Liæ detulit. Dixitque Rachel : Da mihi partem de mandragoris filii tui.14 Και υπηγεν ο Ρουβην εν ταις ημεραις του θερισμου του σιτου και ευρηκε μανδραγορας εν τω αγρω, και εφερεν αυτους προς την Λειαν την μητερα αυτου. Ειπε δε η Ραχηλ προς την Λειαν, Δος μοι, παρακαλω, απο τους μανδραγορας του υιου σου.
15 Illa respondit : Parumne tibi videtur quod præripueris maritum mihi, nisi etiam mandragoras filii mei tuleris ? Ait Rachel : Dormiat tecum hac nocte pro mandragoris filii tui.15 Η δε ειπε προς αυτην, Μικρον πραγμα ειναι, οτι ελαβες τον ανδρα μου; και θελεις να λαβης και τους μανδραγορας του υιου μου; και η Ραχηλ ειπε, Λοιπον ας κοιμηθη μετα σου ταυτην την νυκτα, δια τους μανδραγορας του υιου σου.
16 Redeuntique ad vesperam Jacob de agro, egressa est in occursum ejus Lia, et Ad me, inquit, intrabis : quia mercede conduxi te pro mandragoris filii mei. Dormivitque cum ea nocte illa.16 Και ηλθεν ο Ιακωβ το εσπερας εκ του αγρου, και εξελθουσα η Λεια εις συναντησιν αυτου, ειπε, Προς εμε θελεις εισελθει, διοτι σε εμισθωσα τωοντι με τους μανδραγορας του υιου μου. Και εκοιμηθη μετ' αυτης εκεινην την νυκτα.
17 Et exaudivit Deus preces ejus, concepitque et peperit filium quintum,17 Και εισηκουσεν ο Θεος της Λειας? και συνελαβε και εγεννησεν εις τον Ιακωβ πεμπτον υιον.
18 et ait : Dedit Deus mercedem mihi, quia dedi ancillam meam viro meo : appellavitque nomen ejus Issachar.18 Και ειπεν η Λεια, Εδωκε μοι ο Θεος τον μισθον μου, διοτι εδωκα την θεραπαιναν μου εις τον ανδρα μου? και εκαλεσε το ονομα αυτου Ισσαχαρ.
19 Rursum Lia concipiens, peperit sextum filium,19 Και συνελαβεν ακομη η Λεια, και εγεννησεν εκτον υιον εις τον Ιακωβ?
20 et ait : Dotavit me Deus dote bona : etiam hac vice mecum erit maritus meus, eo quod genuerim ei sex filios : et idcirco appellavit nomen ejus Zabulon.20 και ειπεν η Λεια, με επροικισεν ο Θεος με καλην προικα? τωρα θελει κατοικησει μετ' εμου ο ανηρ μου, διοτι εγεννησα εις αυτον εξ υιους? και εκαλεσε το ονομα αυτου Ζαβουλων.
21 Post quem peperit filiam, nomine Dinam.21 Και μετα ταυτα εγεννησε θυγατερα, και εκαλεσε το ονομα αυτης Δειναν.
22 Recordatus quoque Dominus Rachelis, exaudivit eam, et aperuit vulvam ejus.22 Ενεθυμηθη δε ο Θεος την Ραχηλ και εισηκουσεν αυτης ο Θεος, και ηνοιξε την μητραν αυτης?
23 Quæ concepit, et peperit filium, dicens : Abstulit Deus opprobrium meum.23 και συνελαβε, και εγεννησεν υιον? και ειπεν, Ο Κυριος αφηρεσε το ονειδος μου.
24 Et vocavit nomen ejus Joseph, dicens : Addat mihi Dominus filium alterum.24 Και εκαλεσε το ονομα αυτου Ιωσηφ, λεγουσα, Ο Θεος να προσθεση εις εμε και αλλον υιον.
25 Nato autem Joseph, dixit Jacob socero suo : Dimitte me ut revertar in patriam, et ad terram meam.25 Και αφου η Ραχηλ εγεννησε τον Ιωσηφ, ειπεν ο Ιακωβ προς τον Λαβαν, Εξαποστειλον με, δια να απελθω εις τον τοπον μου, και εις την πατριδα μου?
26 Da mihi uxores, et liberos meos, pro quibus servivi tibi, ut abeam : tu nosti servitutem qua servivi tibi.
26 δος μοι τας γυναικας μου και τα παιδια μου, δια τας οποιας σε εδουλευσα δια να απελθω? διοτι συ γνωριζεις την δουλευσιν μου, την οποιαν σε εδουλευσα.
27 Ait illi Laban : Inveniam gratiam in conspectu tuo, experimento didici, quia benedixerit mihi Deus propter te :27 Ειπε δε προς αυτον ο Λαβαν, Παρακαλω σε, να ευρω χαριν εμπροσθεν σου? εγνωρισα εκ πειρας, οτι ο Κυριος με ευλογησεν εξ αιτιας σου.
28 constitue mercedem tuam quam dem tibi.28 Και ειπε, Διορισον μοι τον μισθον σου, και θελω σοι δωσει αυτον.
29 At ille respondit : Tu nosti quomodo servierim tibi, et quanta in manibus meis fuerit possessio tua.29 Ο δε ειπε προς αυτον, συ γνωριζεις τινι τροπω σε εδουλευσα, και ποσα εγειναν τα κτηνη σου μετ' εμου?
30 Modicum habuisti antequam venirem ad te, et nunc dives effectus es : benedixitque tibi Dominus ad introitum meum. Justum est igitur ut aliquando provideam etiam domui meæ.30 διοτι οσα ειχες προ εμου ησαν ολιγα, και τωρα ηυξησαν εις πληθος? και ο Κυριος σε ευλογησε με την ελευσιν μου? και τωρα ποτε θελω προβλεψει και εγω δια τον οικον μου;
31 Dixitque Laban : Quid tibi dabo ? At ille ait : Nihil volo : sed si feceris quod postulo, iterum pascam, et custodiam pecora tua.31 Ο δε ειπε, Τι να σοι δωσω; Και ο Ιακωβ ειπε, δεν θελεις μοι δωσει ουδεν? εαν καμης εις εμε το πραγμα τουτο, παλιν θελω ποιμαινει το ποιμνιον σου και φυλαττει αυτο?
32 Gyra omnes greges tuos, et separa cunctas oves varias, et sparso vellere ; quodcumque furvum, et maculosum, variumque fuerit, tam in ovibus quam in capris, erit merces mea.32 να περασω σημερον δια μεσον ολου του ποιμνιου σου, διαχωριζων εκειθεν παν προβατον εχον ποικιλματα και κηλιδας, και παν το μελανωπον μεταξυ των αρνιων, και το εχον κηλιδας και ποικιλματα μεταξυ των αιγων? και ταυτα να ηναι ο μισθος μου?
33 Respondebitque mihi cras justitia mea, quando placiti tempus advenerit coram te : et omnia quæ non fuerint varia, et maculosa, et furva, tam in ovibus quam in capris, furti me arguent.33 και εις το εξης η δικαιοσυνη μου θελει μαρτυρησει περι εμου, οταν ελθη εμπροσθεν σου δια τον μισθον μου? παν ο, τι δεν ειναι με ποικιλματα και κηλιδας μεταξυ των αιγων, και μελανωπον μεταξυ των αρνιων, θελει λογισθη κλεμμενον υπ' εμου.
34 Dixitque Laban : Gratum habeo quod petis.34 Και ειπεν ο Λαβαν, Ιδου, εστω κατα τον λογον σου.
35 Et separavit in die illa capras, et oves, et hircos, et arietes varios, atque maculosos : cunctum autem gregem unicolorem, id est albi et nigri velleris, tradidit in manu filiorum suorum.35 Και την ημεραν εκεινην διεχωρισε τους τραγους τους παρδαλους και κηλιδωτους και πασας τας αιγας οσαι ειχον ποικιλματα και κηλιδας, παντα οσα ησαν διαλευκα, και παντα τα μελανωπα μεταξυ των αρνιων, και εδωκεν αυτα εις τας χειρας των υιων αυτου?
36 Et posuit spatium itineris trium dierum inter se et generum, qui pascebat reliquos greges ejus.36 και εθεσε τριων ημερων οδον μεταξυ εαυτου και του Ιακωβ? ο δε Ιακωβ εποιμαινε το υπολοιπον του ποιμνιου του Λαβαν.
37 Tollens ergo Jacob virgas populeas virides, et amygdalinas, et ex platanis, ex parte decorticavit eas : detractisque corticibus, in his, quæ spoliata fuerant, candor apparuit : illa vero quæ integra fuerant, viridia permanserunt : atque in hunc modum color effectus est varius.37 Και ελαβεν εις εαυτον ο Ιακωβ ραβδους χλωρας εκ λευκης και καρυας και πλατανου και εξελεπισεν αυτας κατα λεπισματα λευκα, ωστε εφαινετο το λευκον το εις τας ραβδους?
38 Posuitque eas in canalibus, ubi effundebatur aqua : ut cum venissent greges ad bibendum, ante oculos haberent virgas, et in aspectu earum conciperent.38 και εθεσε τας ραβδους, τας οποιας εξελεπισεν, εις τα αυλακια του υδατος, εις τας ποτιστρας, οπου τα ποιμνια ηρχοντο να πινωσι, δια να συλλαμβανωσι τα ποιμνια ενω ηρχοντο να πινωσι.
39 Factumque est ut in ipso calore coitus, oves intuerentur virgas, et parerent maculosa, et varia, et diverso colore respersa.39 Και συνελαμβανον τα ποιμνια βλεποντα τας ραβδους, και εγεννων προβατα παρδαλα, ποικιλα και κηλιδωτα.
40 Divisitque gregem Jacob, et posuit virgas in canalibus ante oculos arietum : erant autem alba et nigra quæque, Laban ; cetera vero, Jacob, separatis inter se gregibus.40 Διεχωρισε δε ο Ιακωβ τα αρνια, και εστρεψε τα προσωπα των προβατων του ποιμνιου του Λαβαν προς τα παρδαλα και προς παντα τα μελανωπα? τα δε εαυτου ποιμνια εθεσε χωριστα, και δεν εθεσεν αυτα μετα των προβατων του Λαβαν.
41 Igitur quando primo tempore ascendebantur oves, ponebat Jacob virgas in canalibus aquarum ante oculos arietum et ovium, ut in earum contemplatione conciperent :41 Και καθ' ον καιρον τα πρωιμα προβατα ηρχοντο εις συλληψιν, ο Ιακωβ εθετε τας ραβδους εις τα αυλακια εμπροσθεν των οφθαλμων του ποιμνιου, δια να συλλαμβανωσι βλεποντα προς τας ραβδους?
42 quando vero serotina admissura erat, et conceptus extremus, non ponebat eas. Factaque sunt ea quæ erant serotina, Laban : et quæ primi temporis, Jacob.42 οτε δε τα προβατα ησαν οψιμα, δεν εθετεν αυτας? και ουτω τα οψιμα ησαν του Λαβαν, τα δε πρωιμα του Ιακωβ.
43 Ditatusque est homo ultra modum, et habuit greges multos, ancillas et servos, camelos et asinos.43 Και ηυξησεν ο ανθρωπος σφοδρα σφοδρα, και απεκτησε ποιμνια πολλα και δουλας και δουλους και καμηλους και ονους.