Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΔΕΥΤΕΡΟΝΟΜΙΟΝ - Deuteronomio - Deuteronomy 1


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Ουτοι ειναι οι λογοι, τους οποιους ελαλησεν ο Μωυσης προς παντα τον Ισραηλ, εντευθεν του Ιορδανου εν τη ερημω, εν τη πεδιαδι κατεναντι Σουφ, μεταξυ Φαραν και Τοφελ και Λαβαν και Ασηρωθ και Διζααβ.1 Ezek azok a szavak, amelyeket Mózes egész Izraelhez intézett a Jordánon túl, a pusztában, a Mezőségen, a Vörös-tengerrel átellenben, Párán, Tófel, Lábán és Hácerót között, ahol igen sok arany van.
2 Ενδεκα ημεραι ειναι απο Χωρηβ, δια της οδου του ορους Σηειρ, εως Καδης-βαρνη.2 Tizenegy napig tart a járás a Hórebtől a Szeír hegy felé vivő úton Kádes-Barneáig.
3 Και το τεσσαρακοστον ετος τον ενδεκατον μηνα, τη πρωτη του μηνος ελαλησεν ο Μωυσης προς τους υιους Ισραηλ, κατα παντα οσα προσεταξεν εις αυτον ο Κυριος περι αυτων?3 A negyvenedik esztendőben, a tizenegyedik hónapban, a hó első napján Mózes elmondta Izrael fiainak mindazt, amit megparancsolt neki az Úr,
4 αφου επαταξε τον Σηων βασιλεα των Αμορραιων, οστις κατωκει εν Εσεβων, και τον Ωγ βασιλεα της Βασαν, οστις κατωκει εν Ασταρωθ εν Εδρει?4 miután megverte Szihont, az amoriták királyát, aki Hesebonban lakott, meg Ógot, Básán királyát, aki Astarótban és Edráiban lakott.
5 εντευθεν του Ιορδανου εν τη γη Μωαβ ηρχισεν ο Μωυσης να διασαφη τον νομον τουτον, λεγων,5 A Jordánon túl Moáb földjén kezdte el Mózes kifejteni a törvényt ezekkel a szavakkal:
6 Κυριος ο Θεος ημων ελαλησε προς ημας εν Χωρηβ λεγων, Αρκει οσον εμεινατε εν τω ορει τουτω?6 »Az Úr, a mi Istenünk szólt hozzánk a Hóreben, és azt mondta: ‘Eleget voltatok már ennél a hegynél!
7 στρεψατε και ακολουθησατε την οδον σας και υπαγετε εις το ορος των Αμορραιων και εις παντας τους περιοικους αυτου εις την πεδιαδα, εις το ορος και εις την κοιλαδα και εις την μεσημβριαν και εις τα παραλια, την γην των Χαναναιων και τον Λιβανον, εως του μεγαλου ποταμου, του ποταμου Ευφρατου?7 Forduljatok meg, és menjetek el az amoriták hegységére, s a többi helyre, amely annak közelében van: a Mezőségre, a Hegyvidékre, az Alföldre, a Délvidékre, a tenger mellékére, a kánaániak földjére és a Libanonra, egészen a nagy folyóig, az Eufráteszig.
8 ιδου, εγω παρεδωκα εμπροσθεν σας την γην? εισελθετε και κυριευσατε την γην, την οποιαν ωμοσε Κυριος προς τους πατερας σας, προς τον Αβρααμ, προς τον Ισαακ και προς τον Ιακωβ, να δωση εις αυτους και εις το σπερμα αυτων μετ' αυτους.8 Íme, mondom, nektek adtam azt: menjetek be, és foglaljátok el azt a földet, amely felől megesküdött az Úr atyáitoknak, Ábrahámnak, Izsáknak és Jákobnak, hogy nekik és utódaiknak adja.’
9 Και ειπα προς εσας κατ' εκεινον τον καιρον, λεγων, Δεν δυναμαι εγω μονος να σας βασταζω?9 Ugyanabban az időben én azt mondtam nektek:
10 Κυριος ο Θεος σας σας επληθυνε και ιδου, την σημερον εισθε ως τα αστρα του ουρανου κατα το πληθος?10 Egymagam nem boldogulok veletek, mert az Úr, a ti Istenetek megsokasított titeket, s immár olyan sokan vagytok, mint az ég csillagai.
11 Κυριος ο Θεος των πατερων σας να σας καμη χιλιακις περισσοτερους παρ' ο, τι εισθε και να σας ευλογηση, καθως ελαλησε προς εσας?11 Adjon az Úr, atyáitok Istene még sok ezret e számhoz, s áldjon meg titeket, amint mondta! –
12 πως θελω δυνηθη εγω μονος να βαστασω την ενοχλησιν σας και το φορτιον σας και τας αντιλογιας σας;12 De én egymagam nem győzöm ügyeiteket, terheiteket és pereiteket.
13 λαβετε ανδρας σοφους και συνετους και γνωστους μεταξυ των φυλων σας, και θελω καταστησει αυτους αρχηγους εφ' υμας.13 Adjatok tehát közületek bölcs és értelmes férfiakat, akiknek magaviselete törzseitekben elismert, hogy feljebbvalóitokká tegyem őket.
14 Και απεκριθητε προς εμε λεγοντες, Καλος ο λογος, τον οποιον ελαλησας, δια να καμωμεν αυτον.14 Ekkor ti ezt feleltétek nekem: ‘Jó dolog, amit tenni akarsz.’
15 Τοτε ελαβον τους αρχηγους των φυλων σας, ανδρας σοφους και γνωστους και κατεστησα αυτους αρχηγους εφ' υμας, χιλιαρχους και εκατονταρχους και πεντηκονταρχους και δεκαρχους και επιστατας των φυλων σας.15 Vettem tehát törzseitekből bölcs és nemes férfiakat, és megtettem őket feljebbvalóitokká: ezrek, százak, ötvenek és tizek fejeivé, hogy tanítsanak titeket mindenben.
16 Και προσεταξα εις τους κριτας σας κατ' εκεινον τον καιρον λεγων, Ακουετε αναμεσον των αδελφων σας και κρινετε δικαιως αναμεσον ανθρωπου και του αδελφου αυτου και του ξενου αυτου.16 Aztán megparancsoltam nekik: Hallgassátok meg őket, s ami igazságos, azt ítéljétek, akár bennszülött az illető, akár idegen.
17 Εν τη κρισει δεν θελετε αποβλεπει εις προσωπα? θελετε ακουει τον μικρον ως τον μεγαλον? δεν θελετε φοβεισθαι προσωπον ανθρωπου? διοτι η κρισις ειναι του Θεου? και πασαν υποθεσιν, ητις ηθελεν εισθαι πολυ δυσκολος δια σας, αναφερετε αυτην εις εμε, και εγω θελω ακουει αυτην.17 Semmi különbség se legyen a személyek között: a kicsit éppúgy hallgassátok meg, mint a nagyot, senkinek a személyére se tekintsetek, mert Isten ügye az ítélet. Ha valami nehéznek tűnik nektek, terjesszétek elém, azt én hallgatom meg.
18 Και προσεταξα εις εσας κατα τον καιρον εκεινον παντα οσα επρεπε να πραττητε.18 Aztán megparancsoltam mindazt, amit tennetek kell.
19 Και σηκωθεντες απο Χωρηβ, διεπερασαμεν πασαν την ερημον την μεγαλην και φοβεραν εκεινην, την οποιαν ειδετε, οδοιπορουντες προς το ορος των Αμορραιων, καθως Κυριος ο Θεος ημων προσεταξεν εις ημας, και ηλθομεν εως Καδης-βαρνη.19 Ezek után elindultunk a Hórebtől, és átmentünk azon a rettenetes és végtelen nagy pusztán, amelyet láttatok, az amoriták hegysége felé vivő úton, amint az Úr, a mi Istenünk parancsolta nekünk. Amikor aztán Kádes-Barneába jutottunk,
20 Και ειπα προς εσας, Ηλθετε εις το ορος των Αμορραιων, το οποιον διδει εις ημας Κυριος ο Θεος ημων?20 azt mondtam nektek: Eljutottatok az amoriták hegységéig, amelyet az Úr, a mi Istenünk nekünk ad.
21 ιδου, Κυριος ο Θεος σου παρεδωκε την γην εμπροσθεν σου? αναβα, κυριευσον, καθως ελαλησε προς σε Κυριος ο Θεος των πατερων σου? μη φοβηθης μηδε δειλιασης.21 Lásd e földet, amelyet az Úr, a te Istened neked ad, menj fel, és foglald el, amint az Úr, a mi Istenünk atyáidnak mondta; ne félj és semmit se rettegj.
22 Και ηλθετε προς εμε παντες υμεις και ειπετε, Ας αποστειλωμεν ανδρας εμπροσθεν ημων και ας κατασκοπευσωσιν εις ημας την γην και ας απαγγειλωσι προς ημας την οδον δι' ης πρεπει να αναβωμεν? και τας πολεις εις τας οποιας θελομεν υπαγει.22 Erre valamennyien elém járultatok, és azt mondtátok: ‘Küldjünk el férfiakat, hogy vegyék szemügyre a földet, és mondják meg, melyik úton kell felmennünk, és mely városokba kell mennünk.’
23 Και ηρεσεν εις εμε ο λογος και ελαβον εξ υμων δωδεκα ανδρας, ανδρα ενα κατα φυλην.23 Mivel tetszett nekem ez a beszéd, elküldtem közületek tizenkét férfit, egyet-egyet minden törzsből.
24 Και στραφεντες ανεβησαν εις το ορος, και ηλθον μεχρι της φαραγγος Εσχωλ και κατεσκοπευσαν αυτην.24 Azok el is indultak, felmentek a hegységre, és eljutottak egészen a Szőlőfürt völgyéig. Szemügyre vették a földet,
25 Και λαβοντες εις τας χειρας αυτων εκ των καρπων της γης, εφεραν προς ημας, και απηγγειλαν προς ημας, λεγοντες, Καλη ειναι η γη, την οποιαν Κυριος ο Θεος ημων διδει εις ημας.25 vettek gyümölcséből, s hogy megmutassák termékenységét, elhozták hozzánk, és azt mondták: ‘Jó az a föld, amelyet az Úr, a mi Istenünk adni fog nekünk.’
26 Αλλα σεις δεν ηθελησατε να αναβητε, αλλ' ηπειθησατε εις την προσταγην Κυριου του Θεου σας.26 Ti azonban nem akartatok felmenni, hanem ellene szegültetek az Úr, a mi Istenünk szavának.
27 Και εγογγυσατε εις τας σκηνας σας, λεγοντες, Επειδη εμισει ημας ο Κυριος, εξεβαλεν ημας εκ της γης Αιγυπτου, δια να παραδωση ημας εις την χειρα των Αμορραιων, ωστε να εξολοθρευθωμεν?27 Zúgolódtatok sátraitokban, és azt mondtátok: ‘Gyűlöl minket az Úr. Azért hozott ki minket Egyiptom földjéről, hogy az amoriták kezébe adjon, és eltöröljön bennünket.
28 που αναβαινομεν ημεις; οι αδελφοι ημων εδειλιασαν την καρδιαν ημων, λεγοντες, Ο λαος ειναι μεγαλητερος και υψηλοτερος ημων? αι πολεις μεγαλαι και τετειχισμεναι εως του ουρανου? αλλα και υιους των Ανακειμ ειδομεν εκει.28 Hova menjünk fel? Maguk a kémek félemlítették meg szívünket, mert azt mondták: Igen nagy az a sokaság, termetre szálasabb nálunknál, a városok nagyok, és meg vannak erősítve az égig: az enakiták fiait láttuk mi ott.’
29 Εγω δε ειπα προς εσας, Μη τρομαξητε μηδε φοβηθητε απ' αυτων?29 Erre én azt mondtam nektek: Ne rettegjetek, és ne féljetek tőlük.
30 Κυριος ο Θεος σας, οστις προπορευεται εμπροσθεν σας, αυτος θελει πολεμησει υπερ υμων κατα παντα οσα εκαμεν υπερ υμων εν Αιγυπτω ενωπιον των οφθαλμων υμων?30 Az Úr Isten, aki vezet titeket, maga fog harcolni értetek, mint ahogy Egyiptomban cselekedett mindenki szeme láttára.
31 και εν τη ερημω, οπου ειδες τινι τροπω Κυριος ο Θεος σου σε εβαστασε, καθως βασταζει ανθρωπος τον υιον αυτου, κατα πασαν την οδον την οποιαν περιεπατησατε εωσου ηλθετε εις τουτον τον τοπον.31 A pusztában is – te magad láttad –, úgy hordozott téged az Úr, a te Istened, mint ahogy az ember szokta hordozni kicsi gyermekét, az egész úton, amelyen jártatok, amíg eljutottatok erre a helyre.
32 κατα τουτο ομως δεν επιστευσατε εις Κυριον τον Θεον σας,32 De még ekkor sem hittetek az Úrnak, a ti Isteneteknek,
33 οστις προεπορευετο εμπροσθεν σας εν τη οδω, δια να σας ευρισκη τοπον στρατοπεδευσεως, την μεν νυκτα δια πυρος, δια να δεικνυη εις εσας την οδον καθ' ην επρεπε να βαδιζητε, την δε ημεραν δια νεφελης.33 aki előttetek járt az úton, és kijelölte a helyet, ahol sátraitokat fel kellett állítanotok, és éjszaka tűz által mutatta nektek az utat, nappal pedig felhőoszlop által.
34 Και ηκουσεν ο Κυριος την φωνην των λογων σας και ωργισθη, και ωμοσε λεγων,34 Amikor aztán az Úr meghallotta siránkozásotokat, megharagudott és megesküdött:
35 Ουδεις εκ των ανθρωπων τουτων της κακης ταυτης γενεας θελει ιδει την γην την καλην, την οποιαν ωμοσα να δωσω εις τους πατερας σας,35 ‘E gonosz nemzedéknek férfiai közül senki sem fogja meglátni azt a jó földet, amelyet esküvel ígértem atyáitoknak –
36 εκτος Χαλεβ υιου του Ιεφοννη? ουτος θελει ιδει αυτην, και εις τουτον θελω δωσει την γην, εις την οποιαν επατησε και εις τους υιους αυτου, διοτι ουτος εντελως ηκολουθησε τον Κυριον.36 kivéve Kálebet, Jefóne fiát: ő ugyanis meglátja, és neki meg fiainak adom azt a földet, amelyet taposott, mert követte az Urat.’ –
37 Και κατ' εμου εθυμωθη ο Κυριος δια σας, λεγων, Ουδε συ θελεις εισελθει εκει?37 Nem is lehet csodálni a nép ellen való haragját, amikor még énrám is megharagudott az Úr miattatok, s így szólt: ‘Te sem mégy be oda!
38 Ιησους ο υιος του Ναυη, ο παρισταμενος ενωπιον σου, ουτος θελει εισελθει εκει? ενισχυσον αυτον, διοτι αυτος θελει κληροδοτησει αυτην εις τον Ισραηλ?38 Józsue, Nún fia, a te szolgád megy be helyetted. Biztasd őt, és erősítsd, mert ő osztja el sorshúzással azt a földet Izraelnek.
39 και τα παιδια σας, τα οποια ελεγετε οτι θελουσι γεινει λαφυρον, και οι υιοι σας, οιτινες την σημερον δεν γνωριζουσι καλον η κακον, αυτοι θελουσιν εισελθει εκει και εις αυτους θελω δωσει αυτην, και αυτοι θελουσι κληρονομησει αυτην?39 Gyermekeitek, akikről azt mondtátok, hogy fogságba kerülnek, s fiaitok, akik ma még nem ismerik a jó és rossz különbségét, azok mennek be; nekik adom azt a földet, s ők foglalják el.
40 σεις ομως επιστρεψατε και υπαγετε εις την ερημον, κατα την οδον της Ερυθρας θαλασσης.40 Ti azonban forduljatok meg, s menjetek vissza a pusztába, a Vörös-tenger felé vivő úton!’
41 Τοτε απεκριθητε και ειπετε προς εμε, Ημαρτησαμεν εις τον Κυριον? ημεις θελομεν αναβη και πολεμησει κατα παντα οσα προσεταξεν εις ημας Κυριος ο Θεος ημων. Και ζωσθεντες εκαστος τα πολεμικα οπλα αυτου, ησθε προπετεις να αναβητε εις το ορος.41 Erre ti azt feleltétek nekem: ‘Vétkeztünk az Úr ellen; felmegyünk és harcolunk, amint az Úr, a mi Istenünk parancsolta.’ Amikor aztán felfegyverkeztetek, s a hegyre tartottatok,
42 Και ειπε Κυριος προς εμε, Ειπε προς αυτους, Μη αναβητε μηδε πολεμησητε, διοτι εγω δεν ειμαι εν μεσω υμων, δια να μη συντριφθητε εμπροσθεν των εχθρων σας.42 azt mondta nekem az Úr: ‘Mondd nekik: Ne menjetek fel, s ne harcoljatok, mert nem vagyok veletek, hogy el ne hulljatok ellenségeitek előtt.’
43 ουτως ελαλησα προς εσας? και δεν εισηκουσατε, αλλ' ηπειθησατε εις την προσταγην του Κυριου, και θρασυνομενοι ανεβητε εις το ορος.43 Én szóltam, de ti nem hallgattatok rám, hanem szembeszálltatok az Úr parancsával, és felfuvalkodottan felmentetek a hegyre.
44 Και εξηλθον οι Αμορραιοι, οι κατοικουντες εν τω ορει εκεινω, εις συναντησιν υμων και κατεδιωξαν υμας, καθως καμνουσιν αι μελισσαι, και επαταξαν υμας εν Σηειρ, εως Ορμα.44 Erre kijöttek az amoriták, akik a hegységben laktak, felvonultak ellenetek, és úgy megkergettek titeket, ahogy a méhek szokták megkergetni az embert, és vágtak titeket Szeírtől Hormáig.
45 Τοτε επιστρεψαντες εκλαυσατε ενωπιον του Κυριου? αλλ' ο Κυριος δεν εισηκουσε της φωνης υμων ουδε εδωκεν εις υμας ακροασιν.45 Amikor aztán visszatértetek és sírtatok az Úr előtt, ő nem hallgatott meg titeket, s nem akart figyelni szavatokra.
46 Και εμεινατε εν Καδης ημερας πολλας, οσασδηποτε ημερας εμεινατε.46 Így hosszú időn keresztül Kádes-Barneában maradtatok.