Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Vangelo secondo Luca - Luke 24


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Την δε πρωτην ημεραν της εβδομαδος, ενω ητο ορθρος βαθυς, ηλθον εις το μνημα φερουσαι τα οποια ητοιμασαν αρωματα, και αλλαι τινες μετ' αυτων.1 A hét első napján kora hajnalban a sírhoz mentek, magukkal vitték az illatszereket, amelyeket készítettek.
2 Ευρον δε τον λιθον αποκεκυλισμενον απο του μνημειου,2 A követ a sírtól elhengerítve találták.
3 και εισελθουσαι δεν ευρον το σωμα του Κυριου Ιησου.3 Amikor beléptek, nem találták az Úr Jézus testét.
4 Και ενω ησαν εν απορια περι τουτου, ιδου, δυο ανδρες εσταθησαν εμπροσθεν αυτων με ιματια αστραπτοντα.4 Történt pedig, hogy amíg ezen tanakodtak, egyszerre két férfi állt ott mellettük, ragyogó ruhában.
5 Καθως δε αυται εφοβηθησαν και εκλινον το προσωπον εις την γην, ειπον προς αυτας? Τι ζητειτε τον ζωντα μετα των νεκρων;5 Az asszonyok megijedtek, és a földre szegezték tekintetüket. Azok pedig így szóltak hozzájuk: »Miért keresitek az élőt a holtak között?
6 δεν ειναι εδω, αλλ' ανεστη? ενθυμηθητε πως ελαλησε προς εσας, ενω ητο ετι εν τη Γαλιλαια,6 Nincs itt, hanem feltámadt. Emlékezzetek csak vissza, mit mondott nektek, mikor még Galileában volt:
7 λεγων οτι πρεπει ο Υιος του ανθρωπου να παραδοθη εις χειρας ανθρωπων αμαρτωλων και να σταυρωθη και την τριτην ημεραν να αναστηθη.7 ‘Az Emberfiának a bűnös emberek kezébe kell kerülnie, hogy megfeszítsék, de harmadnapra föltámad.’«
8 Και ενεθυμηθησαν τους λογους αυτου.8 Ekkor eszükbe jutottak ezek a szavai.
9 Και αφου υπεστρεψαν απο του μνημειου, απηγγειλαν ταυτα παντα προς τους ενδεκα και παντας τους λοιπους.9 Visszatértek tehát a sírtól, és elmondták mindezt a tizenegynek és a többieknek.
10 Ησαν δε η Μαγδαληνη Μαρια και Ιωαννα και Μαρια η μητηρ του Ιακωβου και αι λοιπαι μετ' αυτων, αιτινες ελεγον ταυτα προς τους αποστολους.10 Mária Magdolna, Johanna, Mária, Jakab anyja, és a velük lévő többi asszony mondta el mindezt az apostoloknak.
11 Και οι λογοι αυτων εφανησαν ενωπιον αυτων ως φλυαρια, και δεν επιστευον εις αυτας.11 Ők azonban képzelődésnek tartották szavaikat, és nem hittek nekik.
12 Ο δε Πετρος σηκωθεις εδραμεν εις το μνημειον, και παρακυψας βλεπει τα σαβανα κειμενα μονα, και ανεχωρησε, θαυμαζων καθ' εαυτον το γεγονος.12 Péter mégis útra kelt, és a sírhoz futott. Behajolt, de csak a lepleket látta, ezért a történteken csodálkozva hazament.
13 Και ιδου, δυο εξ αυτων επορευοντο εν αυτη τη ημερα εις κωμην ονομαζομενην Εμμαους, απεχουσαν εξηκοντα σταδια απο Ιερουσαλημ.13 Aznap ketten közülük egy Emmausz nevű helységbe mentek, amely Jeruzsálemtől hatvan stádium távolságra volt,
14 Και αυτοι ωμιλουν προς αλληλους περι παντων των συμβεβηκοτων τουτων.14 s beszélgettek egymással mindarról, ami történt.
15 Και ενω ωμιλουν και συνδιελεγοντο, πλησιασας και αυτος ο Ιησους επορευετο μετ' αυτων?15 Miközben beszélgettek és tanakodtak, egyszer csak maga Jézus közeledett, és csatlakozott hozzájuk.
16 αλλ' οι οφθαλμοι αυτων εκρατουντο δια να μη γνωρισωσιν αυτον.16 De a szemüket akadályozta valami, hogy fel ne ismerjék.
17 Ειπε δε προς αυτους? Τινες ειναι οι λογοι ουτοι, τους οποιους συνομιλειτε προς αλληλους περιπατουντες, και εισθε σκυθρωποι;17 Megszólította őket: »Miről beszélgettek egymással útközben?« Ők szomorúan megálltak.
18 Αποκριθεις δε ο εις, ονομαζομενος Κλεοπας, ειπε προς αυτον? Συ μονος παροικεις εν Ιερουσαλημ και δεν εμαθες τα γενομενα εν αυτη εν ταις ημεραις ταυταις;18 Az egyik, akinek Kleofás volt a neve, azt felelte: »Te vagy az egyetlen idegen Jeruzsálemben, aki nem tudod, mi történt ott ezekben a napokban?«
19 Και ειπε προς αυτους? Ποια; Οι δε ειπον προς αυτον? Τα περι Ιησου του Ναζωραιου, οστις εσταθη ανηρ προφητης δυνατος εν εργω και λογω ενωπιον του Θεου και παντος του λαου,19 Ő megkérdezte tőlük: »Micsoda?« Azt felelték: »A Názáreti Jézus esete, aki tettben és szóban hatalmas próféta volt Isten és az egész nép előtt.
20 και πως παρεδωκαν αυτον οι αρχιερεις και οι αρχοντες ημων εις καταδικην θανατου και εσταυρωσαν αυτον.20 Hogy hogyan adták őt a főpapok és főembereink halálos ítéletre, és hogyan feszítették meg őt.
21 ημεις δε ηλπιζομεν οτι αυτος ειναι ο μελλων να λυτρωση τον Ισραηλ? αλλα και προς τουτοις πασι τριτη ημερα ειναι σημερον αυτη, αφου εγειναν ταυτα.21 Pedig mi azt reméltük, hogy ő fogja megváltani Izraelt. Azonfelül ma már harmadik napja, hogy ezek történtek.
22 Αλλα και γυναικες τινες εξ ημων εξεπληξαν ημας, αιτινες υπηγον την αυγην εις το μνημειον,22 De néhány közülünk való asszony is megzavart bennünket, akik hajnalban a sírnál voltak,
23 και μη ευρουσαι το σωμα αυτου, ηλθον λεγουσαι οτι ειδον και οπτασιαν αγγελων, οιτινες λεγουσιν οτι αυτος ζη.23 s mivel nem találták a testét, visszajöttek azzal a hírrel, hogy angyalok jelenését is látták, akik azt mondták, hogy él.
24 Και τινες των υμετερων υπηγον εις το μνημειον και ευρον ουτω, καθως και αι γυναικες ειπον, αυτον ομως δεν ειδον.24 Társaink közül néhányan a sírhoz mentek, és úgy találták, ahogy az asszonyok mondták, de őt magát nem látták.«
25 Και αυτος ειπε προς αυτους? Ω ανοητοι και βραδεις την καρδιαν εις το να πιστευητε εις παντα οσα ελαλησαν οι προφηται?25 Erre ő azt mondta nekik: »Ó, ti oktalanok és késedelmes szívűek arra, hogy elhiggyétek mindazt, amit a próféták mondtak!
26 δεν επρεπε να παθη ταυτα ο Χριστος και να εισελθη εις την δοξαν αυτου;26 Hát nem ezeket kellett elszenvednie a Krisztusnak, hogy bemehessen dicsőségébe?«
27 Και αρχισας απο Μωυσεως και απο παντων των προφητων, διηρμηνευεν εις αυτους τα περι εαυτου γεγραμμενα εν πασαις ταις γραφαις.27 És kezdve Mózesen és valamennyi prófétán, mindent megmagyarázott nekik, ami az Írásokban róla szólt.
28 Και επλησιασαν εις την κωμην οπου επορευοντο, και αυτος προσεποιειτο οτι υπαγει μακροτερα?28 Mikor odaértek a faluhoz, ahová mentek, úgy tett, mintha tovább akarna menni.
29 και παρεβιασαν αυτον, λεγοντες? Μεινον μεθ' ημων, διοτι πλησιαζει η εσπερα και εκλινεν η ημερα. Και εισηλθε δια να μεινη μετ' αυτων.29 De marasztalták: »Maradj velünk, mert esteledik, és lemenőben van már a nap!« Bement hát, hogy velük maradjon.
30 Και αφου εκαθησε μετ' αυτων εις την τραπεζαν, λαβων τον αρτον ευλογησε και κοψας εδιδεν εις αυτους.30 Amikor asztalhoz ült velük, fogta a kenyeret, áldást mondott, megtörte, és odanyújtotta nekik.
31 Αυτων δε διηνοιχθησαν οι οφθαλμοι, και εγνωρισαν αυτον. Και αυτος εγεινεν αφαντος απ' αυτων.31 Ekkor megnyílt a szemük, és felismerték, de ő eltűnt a szemük elől.
32 Και ειπον προς αλληλους? Δεν εκαιετο εν υμιν η καρδια ημων, οτε ελαλει προς ημας καθ' οδον και μας εξηγει τας γραφας;32 Ők pedig így szóltak egymáshoz: »Hát nem lángolt a szívünk, amikor beszélt hozzánk az úton, és feltárta előttünk az Írásokat?«
33 Και σηκωθεντες τη αυτη ωρα υπεστρεψαν εις Ιερουσαλημ, και ευρον συνηθροισμενους τους ενδεκα και τους μετ' αυτων,33 Még abban az órában útra keltek, és visszatértek Jeruzsálembe, ahol egybegyűlve találták a tizenegyet és a velük levőket.
34 οιτινες ελεγον οτι οντως ανεστη ο Κυριος και εφανη εις τον Σιμωνα.34 Azok elmondták: »Valóban feltámadt az Úr, és megjelent Simonnak!«
35 Και αυτοι διηγουντο τα εν τη οδω και πως εγνωρισθη εις αυτους, ενω εκοπτε τον αρτον.35 Erre ők is elbeszélték, ami az úton történt, és azt, hogy hogyan ismerték fel őt a kenyértöréskor.
36 Ενω δε ελαλουν ταυτα, αυτος ο Ιησους εσταθη εν μεσω αυτων και λεγει προς αυτους? Ειρηνη υμιν.36 Amíg ezekről beszéltek, egyszer csak maga Jézus állt közöttük, és azt mondta nekik: »Békesség nektek!«
37 Εκεινοι δε εκπλαγεντες και εμφοβοι γενομενοι ενομιζον οτι εβλεπον πνευμα.37 Megrémültek és féltek, mert azt hitték, hogy szellemet látnak.
38 Και ειπε προς αυτους? Δια τι εισθε τεταραγμενοι; και δια τι αναβαινουσιν εις τας καρδιας σας διαλογισμοι;38 De ő megkérdezte tőlük: »Miért rémültetek meg, és miért támad kétely szívetekben?
39 ιδετε τας χειρας μου και τους ποδας μου, οτι αυτος εγω ειμαι? ψηλαφησατε με και ιδετε, διοτι πνευμα σαρκα και οστεα δεν εχει, καθως εμε θεωρειτε εχοντα.39 Nézzétek meg a kezemet és lábamat, hogy valóban én vagyok! Tapintsatok meg, és lássátok, mert a szellemnek nincs húsa és csontja, de amint látjátok, nekem van.«
40 Και τουτο ειπων, εδειξεν εις αυτους τας χειρας και τους ποδας.40 Ezt mondta, azután megmutatta nekik a kezét és a lábát.
41 Ενω δε αυτοι ηπιστουν ετι απο της χαρας και εθαυμαζον, ειπε προς αυτους? Εχετε τι φαγωσιμον ενταυθα;41 Mivel örömükben még mindig nem hittek, és csak csodálkoztak, azt mondta nekik: »Van itt valami ennivalótok?«
42 Οι δε εδωκαν εις αυτον μερος οπτου ιχθυος και απο κηρηθραν μελιτος.42 Erre adtak neki egy darab sült halat.
43 Και λαβων ενωπιον αυτων εφαγεν.43 Elvette, és a szemük láttára evett belőle.
44 Ειπε δε προς αυτους? Ουτοι ειναι οι λογοι, τους οποιους ελαλησα προς υμας οτε ημην ετι μεθ' υμων, οτι πρεπει να πληρωθωσι παντα τα γεγραμμενα εν τω νομω του Μωυσεως και προφηταις και ψαλμοις περι εμου.44 Azután így szólt hozzájuk: »Ezek azok az igék, amelyeket elmondtam nektek, amikor még veletek voltam, hogy be kell teljesedni mindannak, ami meg van írva rólam Mózes törvényében, a prófétákban és a zsoltárokban.«
45 Τοτε διηνοιξεν αυτων τον νουν, δια να καταλαβωσι τας γραφας?45 Akkor megnyitotta értelmüket, hogy megértsék az Írásokat.
46 και ειπε προς αυτους οτι ουτως ειναι γεγραμμενον και ουτως επρεπε να παθη ο Χριστος και να αναστηθη εκ νεκρων τη τριτη ημερα,46 Azt mondta nekik: »Úgy van megírva, hogy a Krisztusnak szenvednie kell, és harmadnapon feltámadni a halálból.
47 και να κηρυχθη εν τω ονοματι αυτου μετανοια και αφεσις αμαρτιων εις παντα τα εθνη, γινομενης αρχης απο Ιερουσαλημ.47 A nevében megtérést kell hirdetni a bűnök bocsánatára Jeruzsálemtől kezdve minden népnek.
48 Σεις δε εισθε μαρτυρες τουτων.48 Ti tanúi vagytok ezeknek.
49 Και ιδου, εγω αποστελλω την επαγγελιαν του Πατρος μου εφ' υμας? σεις δε καθησατε εν τη πολει Ιερουσαλημ εωσου ενδυθητε δυναμιν εξ υψους.49 Én majd elküldöm nektek azt, amit Atyám ígért. Ti csak maradjatok a városban, amíg el nem tölt az erő benneteket a magasságból.«
50 Και εφερεν αυτους εξω εως εις Βηθανιαν, και υψωσας τας χειρας αυτου ευλογησεν αυτους.50 Ezután kivezette őket Betánia közelébe, felemelte a kezét, és megáldotta őket.
51 Και ενω ευλογει αυτους, απεχωρισθη απ' αυτων και ανεφερετο εις τον ουρανον.51 Áldás közben eltávozott tőlük, és fölvitetett a mennybe.
52 Και αυτοι προσκυνησαντες αυτον, υπεστρεψαν εις Ιερουσαλημ μετα χαρας μεγαλης,52 Leborulva imádták, azután nagy örömmel visszatértek Jeruzsálembe.
53 και ησαν διαπαντος εν τω ιερω, αινουντες και ευλογουντες τον Θεον. Αμην.53 Szüntelen ott voltak a templomban, és áldották Istent.