1 Επλησιαζον δε εις αυτον παντες οι τελωναι και οι αμαρτωλοι, δια να ακουωσιν αυτον. | 1 Now the publicans and sinners drew near unto him to hear him. |
2 Και διεγογγυζον οι Φαρισαιοι και οι γραμματεις, λεγοντες οτι ουτος αμαρτωλους δεχεται και συντρωγει μετ' αυτων. | 2 And the Pharisees and the scribes murmured, saying: This man receiveth sinners, and eateth with them. |
3 Ειπε δε προς αυτους την παραβολην ταυτην, λεγων? | 3 And he spoke to them this parable, saying: |
4 Τις ανθρωπος εξ υμων εαν εχη εκατον προβατα και χαση εν εξ αυτων, δεν αφινει τα ενενηκοντα εννεα εν τη ερημω και υπαγει ζητων το απολωλος, εωσου ευρη αυτο; | 4 What man of you that hath an hundred sheep: and if he shall lose one of them, doth he not leave the ninety-nine in the desert, and go after that which was lost, until he find it? |
5 Και ευρων αυτο, βαλλει επι τους ωμους αυτου χαιρων. | 5 And when he hath found it, lay it upon his shoulders, rejoicing: |
6 Και ελθων εις τον οικον, συγκαλει τους φιλους και τους γειτονας, λεγων προς αυτους? Συγχαρητε μοι, διοτι ευρον το προβατον μου το απολωλος. | 6 And coming home, call together his friends and neighbours, saying to them: Rejoice with me, because I have found my sheep that was lost? |
7 Σας λεγω οτι ουτω θελει εισθαι χαρα εν τω ουρανω δια ενα αμαρτωλον μετανοουντα μαλλον παρα δια ενενηκοντα εννεα δικαιους, οιτινες δεν εχουσι χρειαν μετανοιας. | 7 I say to you, that even so there shall be joy in heaven upon one sinner that doth penance, more than upon ninety-nine just who need not penance. |
8 Η τις γυνη εχουσα δεκα δραχμας, εαν χαση δραχμην μιαν, δεν αναπτει λυχνον και σαρονει την οικιαν και ζητει επιμελως, εως οτου ευρη αυτην; | 8 Or what woman having ten groats; if she lose one groat, doth not light a candle, and sweep the house, and seek diligently until she find it? |
9 και αφου ευρη, συγκαλει τας φιλας και τας γειτονας, λεγουσα? Συγχαρητε μοι, διοτι ευρον την δραχμην την οποιαν εχασα. | 9 And when she hath found it, call together her friends and neighbours, saying: Rejoice with me, because I have found the groat which I had lost. |
10 Ουτω, σας λεγω, χαρα γινεται ενωπιον των αγγελων του Θεου δια ενα αμαρτωλον μετανοουντα. | 10 So I say to you, there shall be joy before the angels of God upon one sinner doing penance. |
11 Ειπε δε? Ανθρωπος τις ειχε δυο υιους. | 11 And he said: A certain man had two sons: |
12 Και ειπεν ο νεωτερος αυτων προς τον πατερα? Πατερ, δος μοι το ανηκον μερος της περιουσιας. Και διεμοιρασεν εις αυτους τα υπαρχοντα αυτου. | 12 And the younger of them said to his father: Father, give me the portion of substance that falleth to me. And he divided unto them his substance. |
13 Και μετ' ολιγας ημερας συναξας παντα ο νεωτερος υιος, απεδημησεν εις χωραν μακραν και εκει διεσκορπισε την περιουσιαν αυτου ζων ασωτως. | 13 And not many days after, the younger son, gathering all together, went abroad into a far country: and there wasted his substance, living riotously. |
14 Αφου δε εδαπανησε παντα, εγεινε πεινα μεγαλη εν τη χωρα εκεινη, και αυτος ηρχισε να στερηται. | 14 And after he had spent all, there came a mighty famine in that country; and he began to be in want. |
15 Τοτε υπηγε και προσεκολληθη εις ενα των πολιτων της χωρας εκεινης, οστις επεμψεν αυτον εις τους αγρους αυτου δια να βοσκη χοιρους. | 15 And he went and cleaved to one of the citizens of that country. And he sent him into his farm to feed swine. |
16 Και επεθυμει να γεμιση την κοιλιαν αυτου απο των ξυλοκερατων, τα οποια ετρωγον οι χοιροι, και ουδεις εδιδεν εις αυτον. | 16 And he would fain have filled his belly with the husks the swine did eat; and no man gave unto him. |
17 Ελθων δε εις εαυτον, ειπε? Ποσοι μισθωτοι του πατρος μου περισσευουσιν αρτον, και εγω χανομαι υπο της πεινης. | 17 And returning to himself, he said: How many hired servants in my father's house abound with bread, and I here perish with hunger? |
18 Σηκωθεις θελω υπαγει προς τον πατερα μου και θελω ειπει προς αυτον? Πατερ, ημαρτον εις τον ουρανον και ενωπιον σου? | 18 I will arise, and will go to my father, and say to him: Father, I have sinned against heaven, and before thee: |
19 και δεν ειμαι πλεον αξιος να ονομασθω υιος σου? καμε με ως ενα των μισθωτων σου. | 19 I am not worthy to be called thy son: make me as one of thy hired servants. |
20 Και σηκωθεις ηλθε προς τον πατερα αυτου. Ενω, δε απειχεν ετι μακραν, ειδεν αυτον ο πατηρ αυτου και εσπλαγχνισθη, και δραμων επεπεσεν επι τον τραχηλον αυτου και κατεφιλησεν αυτον. | 20 And rising up he came to his father. And when he was yet a great way off, his father saw him, and was moved with compassion, and running to him fell upon his neck, and kissed him. |
21 ειπε δε προς αυτον ο υιος? Πατερ, ημαρτον εις τον ουρανον και ενωπιον σου, και δεν ειμαι πλεον αξιος να ονομασθω υιος σου. | 21 And the son said to him: Father, I have sinned against heaven, and before thee, I am not now worthy to be called thy son. |
22 Και ο πατηρ ειπε προς τους δουλους αυτου? Φερετε εξω την στολην την πρωτην και ενδυσατε αυτον, και δοτε δακτυλιδιον εις την χειρα αυτου και υποδηματα εις τους ποδας, | 22 And the father said to his servants: Bring forth quickly the first robe, and put it on him, and put a ring on his hand, and shoes on his feet: |
23 και φεροντες τον μοσχον τον σιτευτον σφαξατε, και φαγοντες ας ευφρανθωμεν, | 23 And bring hither the fatted calf, and kill it, and let us eat and make merry: |
24 διοτι ουτος ο υιος μου νεκρος ητο και ανεζησε, και απολωλως ητο και ευρεθη. Και ηρχισαν να ευφραινωνται. | 24 Because this my son was dead, and is come to life again: was lost, and is found. And they began to be merry. |
25 Ητο δε ο πρεσβυτερος αυτου υιος εν τω αγρω? και καθως ερχομενος επλησιασεν εις την οικιαν, ηκουσε συμφωνιαν και χορους, | 25 Now his elder son was in the field, and when he came and drew nigh to the house, he heard music and dancing: |
26 και προσκαλεσας ενα των δουλων, ηρωτα τι ειναι ταυτα. | 26 And he called one of the servants, and asked what these things meant. |
27 Ο δε ειπε προς αυτον οτι ο αδελφος σου ηλθε? και εσφαξεν ο πατηρ σου τον μοσχον τον σιτευτον, διοτι απηλαυσεν αυτον υγιαινοντα. | 27 And he said to him: Thy brother is come, and thy father hath killed the fatted calf, because he hath received him safe. |
28 Και ωργισθη και δεν ηθελε να εισελθη. Εξηλθε λοιπον ο πατηρ αυτου και παρεκαλει αυτον. | 28 And he was angry, and would not go in. His father therefore coming out began to entreat him. |
29 Ο δε αποκριθεις ειπε προς τον πατερα? Ιδου, τοσα ετη σε δουλευω, και ποτε εντολην σου δεν παρεβην, και εις εμε ουδε εριφιον εδωκας ποτε δια να ευφρανθω μετα των φιλων μου. | 29 And he answering, said to his father: Behold, for so many years do I serve thee, and I have never transgressed thy commandment, and yet thou hast never given me a kid to make merry with my friends: |
30 Οτε δε ο υιος σου ουτος, ο καταφαγων σου τον βιον μετα πορνων, ηλθεν, εσφαξας δι' αυτον τον μοσχον τον σιτευτον. | 30 But as soon as this thy son is come, who hath devoured his substance with harlots, thou hast killed for him the fatted calf. |
31 Ο δε ειπε προς αυτον? Τεκνον, συ παντοτε μετ' εμου εισαι, και παντα τα εμα σα ειναι? | 31 But he said to him: Son, thou art always with me, and all I have is thine. |
32 επρεπε δε να ευφρανθωμεν και να χαρωμεν, διοτι ο αδελφος σου ουτος νεκρος ητο και ανεζησε, και απολωλως ητο και ευρεθη. | 32 But it was fit that we should make merry and be glad, for this thy brother was dead and is come to life again; he was lost, and is found. |