Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

ΑΡΙΘΜΟΙ - Numeri - Numbers 11


font
GREEK BIBLEBIBLES DES PEUPLES
1 Και εγογγυζεν ο λαος πονηρα εις τα ωτα του Κυριου? και ο Κυριος ηκουσε και εξηφθη η οργη αυτου? και εξεκαυθη μεταξυ αυτων πυρ Κυριου και κατεφαγε το ακρον του στρατοπεδου.1 Le peuple murmura méchamment aux oreilles de Yahvé. Yahvé l’entendit et se mit en colère: le feu de Yahvé s’alluma contre le peuple et dévora les premières tentes du camp.
2 Και εβοησεν ο λαος προς τον Μωυσην? και ο Μωυσης προσηυχηθη προς τον Κυριον και επαυσε το πυρ.2 Alors le peuple supplia Moïse. Moïse intercéda auprès de Yahvé et le feu s’éteignit.
3 Και εκαλεσθη το ονομα του τοπου εκεινου Ταβερα, διοτι εξεκαυθη μεταξυ αυτων πυρ Κυριου.3 On donna à ce lieu le nom de Tabéra car le feu de Yahvé s’y était allumé contre eux.
4 Και το συμμικτον πληθος το μεταξυ αυτων, επεθυμησαν επιθυμιαν? και εκλαιον παλιν και οι υιοι Ισραηλ, και ειπαν, Τις θελει δωσει εις ημας κρεας να φαγωμεν;4 Le ramassis de gens qui se trouvait au milieu des Israélites ne pensait plus qu’à la nourriture, et même les Israélites se mirent à geindre. Ils disaient: “Qui nous fera manger de la viande?
5 ενθυμουμεθα τα οψαρια, τα οποια ετρωγομεν εν Αιγυπτω δωρεαν, τα αγγουρια και τα πεπονια και τα πρασα και τα κρομμυα και τα σκορδα?5 Nous nous rappelons le poisson que nous mangions pour rien en Égypte, les concombres, les pastèques, les poireaux, les oignons et l’ail.
6 τωρα δε η ψυχη ημων ειναι καταξηρος? δεν ειναι εις τους οφθαλμους ημων ουδεν αλλο παρα τουτο το μαννα.6 Et maintenant, nous avons la gorge sèche, il n’y a plus rien, plus rien à l’horizon que cette manne!”
7 Το δε μαννα ητο ως ο σπορος του κοριανδρου, και το χρωμα αυτου ως το χρωμα του βδελλιου.7 La manne ressemblait à la graine de coriandre, on aurait cru une pâte de guimauve.
8 Ο λαος περιεφερετο συναγων αυτο, και ηλεθον εις μυλον η εκοπανιζον αυτο εις ιγδιον και εψηνον αυτο εις χυτραν και εκαμνον εγκρυφιας εξ αυτου? και η γευσις αυτου ητο ως γευσις λαγανου εξ ελαιου.8 Les gens du peuple se dispersaient pour la ramasser, puis ils l’écrasaient entre deux meules, ou la broyaient avec un pilon. Ils la cuisaient ensuite dans un pot et en faisaient des galettes. Son goût était comme celui d’une pâte à l’huile.
9 Και οτε κατεβαινεν η δροσος εις το στρατοπεδον την νυκτα, επιπτε το μαννα επ' αυτης.9 À la nuit, dès que la rosée descendait sur le camp, la manne aussi descendait.
10 Και ηκουσεν ο Μωυσης τον λαον κλαιοντα κατα τας συγγενειας αυτων, εκαστον εις την θυραν της σκηνης αυτου? και εξηφθη η οργη του Κυριου σφοδρα? εφανη δε τουτο κακον και εις τον Μωυσην.10 Moïse entendit le peuple qui pleurait, chaque famille à l’entrée de sa tente, pendant que la colère de Yahvé s’enflammait. Moïse en fut très affecté.
11 Και ειπεν ο Μωυσης προς τον Κυριον, Δια τι εταλαιπωρησας τον δουλον σου; και δια τι δεν ευρηκα χαριν ενωπιον σου, ωστε εβαλες επ' εμε το φορτιον ολον του λαου τουτου;11 Il dit à Yahvé: Pourquoi traites-tu si mal ton serviteur? Tu ne m’as pas fait une faveur en m’imposant la charge de tout ce peuple!
12 μηπως εγω συνελαβον ολον τον λαον τουτον; η εγω εγεννησα αυτους, δια να μοι λεγης, Λαβε αυτον εις τον κολπον σου, καθως βασταζει η τροφος το θηλαζον βρεφος, εις την γην την οποιαν ωμοσας προς τους πατερας αυτων;12 Est-ce moi qui lui ai donné le jour, pour que tu me dises: Porte-le sur ton sein, comme la nourrice porte son nourrisson, jusqu’au pays que tu as promis par serment à nos pères?
13 ποθεν εις εμε κρεατα να δωσω εις ολον τον λαον τουτον; διοτι κλαιουσι προς εμε, λεγοντες, Δος εις ημας κρεας να φαγωμεν?13 “Tout ce peuple vient me trouver pour me dire: Donne-nous de la viande, nous voulons en manger? Mais où trouverai-je de la viande pour leur en donner?
14 δεν δυναμαι εγω μονος να βαστασω ολον τον λαον τουτον, διοτι ειναι πολυ βαρυ εις εμε?14 Je ne puis à moi seul porter tout ce peuple, il est trop lourd pour moi.
15 και αν καμνης ουτως εις εμε, θανατωσον με ευθυς, δεομαι, εαν ευρηκα χαριν ενωπιον σου, δια να μη βλεπω την δυστυχιαν μου.15 Si c’est ainsi que tu veux me traiter, tue-moi plutôt, je t’en prie, tu me feras une grâce et je ne me verrai plus dans le malheur!”
16 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Συναξον εις εμε εβδομηκοντα ανδρας εκ των πρεσβυτερων του Ισραηλ, τους οποιους γνωριζεις οτι ειναι πρεσβυτεροι του λαου και αρχοντες αυτων? και φερε αυτους εις την σκηνην του μαρτυριου, οπου θελουσι σταθη μετα σου.16 Yahvé répondit à Moïse: “Rassemble-moi 70 des anciens d’Israël, des hommes dont tu sais qu’ils sont des anciens et des scribes de leur peuple, et amène-les à la Tente du Rendez-Vous. Qu’ils se tiennent là à tes côtés.
17 Και θελω καταβη και λαλησει εκει μετα σου? και θελω λαβει απο του πνευματος του επι σε και θελω επιθεσει επ' αυτους? και θελουσι βασταζει το φορτιον του λαου μετα σου, δια να μη βασταζης αυτο συ μονος.17 Je descendrai et je parlerai avec toi; puis je prendrai de mon esprit qui repose sur toi et je le mettrai sur eux. Avec toi ils porteront la charge du peuple, tu ne seras plus seul à la porter.
18 Και ειπε προς τον λαον, Αγιασατε εαυτους δια την αυριον, και θελετε φαγει κρεας? διοτι εκλαυσατε εις τα ωτα του Κυριου λεγοντες, Τις θελει δωσει εις ημας κρεας να φαγωμεν; διοτι καλα ημεθα εν Αιγυπτω. Δια τουτο θελει σας δωσει κρεας ο Κυριος, και θελετε φαγει?18 “Tu diras au peuple: Sanctifiez-vous pour demain, vous mangerez de la viande puisque vous êtes venus pleurer aux oreilles de Yahvé. Vous avez bien dit: Qui nous donnera de la viande à manger? Nous étions si bien en Égypte! Yahvé va vous donner de la viande et vous en mangerez.
19 δεν θελετε φαγει μιαν ημεραν ουτε δυο ημερας ουτε πεντε ημερας ουτε δεκα ημερας, ουτε εικοσι ημερας?19 Vous n’en mangerez pas seulement un ou deux jours, ni même cinq, ou dix, ou vingt jours,
20 ολοκληρον μηνα θελετε φαγει, εωσου εξελθη εκ των μυκτηρων σας και γεινη εις εσας αηδια? διοτι ηπειθησατε εις τον Κυριον, οστις ειναι μεταξυ σας, και εκλαυσατε ενωπιον αυτου, λεγοντες, Δια τι να αναχωρησωμεν απο της Αιγυπτου;20 mais tout un mois, jusqu’à ce qu’elle vous ressorte par le nez et que vous en soyez dégoûtés. Car vous avez méprisé Yahvé qui est au milieu de vous lorsque vous êtes venus pleurer devant lui et lui dire: Pourquoi sommes-nous sortis d’Égypte?”
21 Και ειπεν ο Μωυσης, Εξακοσιαι χιλιαδες πεζων ειναι ο λαος, εν μεσω των οποιων εγω ειμαι και συ ειπας, Θελω δωσει εις αυτους κρεας, δια να φαγωσιν ολοκληρον μηνα.21 Moïse dit: “Le peuple au milieu duquel je suis, compte 600 000 hommes de pied, et toi, tu dis: Je leur donnerai de la viande et ils en mangeront tout un mois?
22 Θελουσι σφαχθη δι' αυτους τα ποιμνια και αι αγελαι, δια να εξαρκεσωσιν εις αυτους; η θελουσι συναχθη ομου παντα τα οψαρια της θαλασσης δι' αυτους, δια να εξαρκεσωσιν εις αυτους;22 Si on égorgeait pour eux du petit et du gros bétail, y en aurait-il assez? Si on ramassait pour eux tous les poissons de la mer, cela suffirait-il?”
23 Και ειπε Κυριος προς τον Μωυσην, Μηπως η χειρ του Κυριου εσμικρυνθη; τωρα θελεις ιδει αν εκτεληται ο λογος μου, η ουχι.23 Yahvé dit à Moïse: “La main de Yahvé est-elle trop courte? Maintenant tu vas voir si ma parole se réalise, ou non.”
24 Και εξηλθεν ο Μωυσης και ειπε προς τον λαον τους λογους του Κυριου? και συνηγαγε τους εβδομηκοντα ανδρας εκ των πρεσβυτερων του λαου και εστησεν αυτους κυκλω της σκηνης.24 Moïse sortit et rapporta au peuple les paroles de Yahvé. Il rassembla 70 hommes pris parmi les anciens du peuple, ils se tenaient debout autour de la Tente.
25 Και κατεβη Κυριος εν νεφελη και ελαλησε προς αυτον, και ελαβεν απο του πνευματος του επ' αυτον και επεθηκεν επι τους εβδομηκοντα ανδρας τους πρεσβυτερους? και αφου εκαθησεν επ' αυτους το πνευμα, επροφητευσαν αλλα δεν εξηκολουθησαν.25 Alors Yahvé descendit dans la nuée et parla, puis il prit de l’esprit qui était sur Moïse et en mit sur les 70 hommes, sur les anciens. Lorsque l’esprit se reposa sur eux ils prophétisèrent, mais ensuite ils ne le firent plus.
26 Εμειναν ομως δυο ανδρες εν τω στρατοπεδω, το ονομα του ενος Ελδαδ και το ονομα του δευτερου Μηδαδ? και εκαθησεν επ' αυτους το πνευμα? και ουτοι ησαν εκ των καταγεγραμμενων, δεν εξηλθον ομως εις την σκηνην? και επροφητευον εν τω στρατοπεδω.26 Deux hommes étaient restés dans le camp, le premier s’appelait Eldad, le second Médad: l’esprit vint reposer sur eux. Ils étaient bien parmi les inscrits, mais ils n’étaient pas venus à la Tente, et ils prophétisèrent dans le camp.
27 Και εδραμε νεανισκος τις και ανηγγειλε προς τον Μωυσην λεγων, Ο Ελδαδ και ο Μηδαδ προφητευουσιν εν τω στρατοπεδω.27 Un jeune homme courut pour l’annoncer à Moïse: “Eldad et Médad, dit-il, prophétisent au milieu du camp.”
28 Και Ιησους ο υιος του Ναυη, ο θεραπων του Μωυσεως, ο εκλεκτος αυτου, απεκριθη και ειπε, Κυριε μου Μωυση, εμποδισον αυτους.28 Josué, fils de Noun, serviteur de Moïse depuis sa jeunesse, prit la parole: “Mon seigneur Moïse, empêche-les!”
29 Και ειπε προς αυτον ο Μωυσης, Ζηλοτυπεις υπερ εμου; ειθε πας ο λαος του Κυριου να ησαν προφηται, και ο Κυριος να επεθετεν επ' αυτους το πνευμα αυτου29 Mais Moïse répondit: “Es-tu donc jaloux pour moi? Ah! Si tout le peuple de Yahvé était prophète! Si Yahvé leur donnait à tous son esprit!”
30 Και ανεχωρησεν ο Μωυσης εις το στρατοπεδον, αυτος και οι πρεσβυτεροι του Ισραηλ.30 Après cela Moïse revint au camp avec les anciens d’Israël.
31 Και εξηλθεν ανεμος παρα Κυριου και εφερεν ορτυκια απο της θαλασσης και ερριψεν αυτα επι το στρατοπεδον, εως μιας ημερας οδον εντευθεν και εως μιας ημερας οδον εντευθεν, κυκλω του στρατοπεδου? και ησαν εως δυο πηχας επι το προσωπον της γης.31 Le vent se leva: cela venait de Yahvé. Le vent soufflait de la mer et amenait des cailles, qu’il abattit sur le camp et autour, jusqu’à une journée de marche. Il y en avait tout autour du camp sur une épaisseur de deux coudées.
32 Και σηκωθεις ο λαος ολην εκεινην την ημεραν και ολην την νυκτα και ολην την ακολουθον ημεραν, εσυναξαν τα ορτυκια? ο συναξας το ολιγωτερον, εσυναξε δεκα χομορ? και εξηπλονον αυτα κυκλω του στρατοπεδου δι' εαυτους.32 Le peuple se leva, et toute la nuit, tout le jour suivant, il se mit à ramasser des cailles. Celui qui en avait le moins, en avait ramassé dix grandes mesures. On les étala autour du camp.
33 Ενω δε το κρεας ητο ετι εις τους οδοντας αυτων, πριν μασσηθη, εξηφθη η οργη του Κυριου επι τον λαον? και επαταξε Κυριος τον λαον εν πληγη μεγαλη σφοδρα.33 Mais la viande était encore entre leurs dents, ils n’avaient pas fini de la mastiquer, que déjà la colère de Yahvé s’enflammait contre le peuple. Yahvé frappa le peuple d’un grand coup.
34 Και εκαλεσε το ονομα του τοπου εκεινου Κιβρωθ-αττααβα, διοτι εκει εταφη ο λαος ο επιθυμητης.34 On donna à ce lieu le nom de Kibrot-Ha-Taava, car c’est là qu’on enterra ceux qui s’étaient jetés comme des affamés sur la nourriture.
35 Και ανεχωρησεν ο λαος απο Κιβρωθ-αττααβα εις Ασηρωθ και εμεινεν εν Ασηρωθ.35 De Kibrot-Ha-Taava, le peuple partit pour Hasérot. Comme on campait là à Hasérot…