Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΙΩΒ - Giobbe - Job 3


font
GREEK BIBLEBIBBIA MARTINI
1 Μετα ταυτα ηνοιξεν ο Ιωβ το στομα αυτου, και κατηρασθη την ημεραν αυτου.1 Indi Giobbe aperse là bocca, e maledì il suo giorno,
2 Και ελαλησεν ο Ιωβ και ειπεν?2 E parlò così:
3 Ειθε να χαθη η ημερα καθ' ην εγεννηθην, και η νυξ καθ' ην ειπον, Εγεννηθη αρσενικον.3 Perisca il giorno, in cui io nacqui, e la notte, in cui si disse: E stato conceputo un uomo:
4 Η ημερα εκεινη να ηναι σκοτος? ο Θεος να μη αναζητηση αυτην ανωθεν, και να μη φεγξη επ' αυτην φως.4 Si cangi quel gionio in tenebre: non ne tenga conto lassù Iddio, e non sia rischiarato dalla luce.
5 Σκοτος και σκια θανατου να αμαυρωσωσιν αυτην? γνοφος να επικαθηται επ' αυτην. Να επελθωσιν επ' αυτην ως πικροτατην ημεραν.5 L'oscurino le tenebre, e l'ombra di morte, lo investa la caligine, e sia rinvolto nell'amarezza.
6 Την νυκτα εκεινην να κατακρατηση σκοτος? να μη συναφθη με τας ημερας του ετους? να μη εισελθη εις τον αριθμον των μηνων.6 Un turbine tenebroso occupi quella notte; non sia contata tra i giorni dell'anno, né faccia numero nei mesi.
7 Ιδου, ερημος να ηναι η νυξ εκεινη? φωνη χαρμοσυνος να μη επελθη επ' αυτην.7 Quella notte sia solitària, né sia degna di udire dei canti:
8 Να καταρασθωσιν αυτην οι καταρωμενοι τας ημερας, οι ετοιμοι να ανεγειρωσι το πενθος αυτων.8 La maledicano quelli, che odiano il giorno, quei che ardiscono di svegliare il Leviathan:
9 Να σκοτισθωσι τα αστρα της εσπερας αυτης? να προσμενη το φως, και να μη ερχηται? και να μη ιδη τα βλεφαρα της αυγης?9 La sua caligine oscuri le stelle, aspetti ella la luce, né mai vegga la luce, né lo spuntar dell'aurora nascente:
10 διοτι δεν εκλεισε τας θυρας της κοιλιας της μητρος μου, και δεν εκρυψε την θλιψιν απο των οφθαλμων μου.10 Perocché ella non chiuse le porte del ventre che mi portò, e non sottrasse agli occhi miei la vista di questi mali.
11 Δια τι δεν απεθανον απο μητρας; και δεν εξεπνευσα αμα εξηλθον εκ της κοιλιας;11 Perché non morii nel seno stesso materno? perché non perii subito uscito dall'utero?
12 Δια τι με υπεδεχθησαν τα γονατα; η δια τι οι μαστοι δια να θηλασω;12 Perché fui accolto sulle ginocchia? Perché alattato alle mammelle?
13 Διοτι τωρα ηθελον κοιμασθαι και ησυχαζει? ηθελον υπνωττει? τοτε ηθελον εισθαι εις αναπαυσιν,13 Perocché adesso dormendo starei in silenzio, e nel mio sonno avrei riposo
14 μετα βασιλεων και βουλευτων της γης, οικοδομουντων εις εαυτους ερημωσεις?14 Insieme coi re, e coi grandi della terra, che alzano fabbriche in luoghi deserti,
15 η μετα αρχοντων, οιτινες εχουσι χρυσιον, οιτινες εγεμισαν τους οικους αυτων αργυριου?15 Ovver coi principi ricchi di oro, e i quali empievan le case loro di argento;
16 η ως εξαμβλωμα κεκρυμμενον δεν ηθελον υπαρχει, ως βρεφη μη ιδοντα φως.16 Almen fossi stato senza sussistenza come un aborto, che si nasconde, o come quelli, che conceputi non vider la luce.
17 Εκει οι ασεβεις παυουσιν απο του να ταραττωσι, και εκει αναπαυονται οι κεκοπιασμενοι?17 Colà finiscono i tumulti degli empj, e colà riposano quelli che eran rifiniti di forze.
18 εκει αναπαυονται ομου οι αιχμαλωτοι? δεν ακουουσι φωνην καταδυναστου?18 E quelli che erano già insieme alla catena, son senza molestie, non odono la voce del soprastante.
19 εκει ειναι ο μικρος και ο μεγας? και ο δουλος, ελευθερος του κυριου αυτου.19 Ivi sono il piccolo, e il grande, e il servo, ma libero dal suo padrone.
20 Δια τι εδοθη φως εις τον δυστυχη, και ζωη εις τον πεπικραμενον την ευχην,20 Per qual motivo fu conceduta la luce a un infelice, e la vita a quelli, che portano l'anima afflitta?
21 οιτινες ποθουσι τον θανατον και δεν επιτυγχανουσιν, αν και ανορυττωσιν αυτον μαλλον παρα κεκρυμμενους θησαυρους,21 I quali la morte, che non viene, aspettano, come si cerca un tesoro,
22 οιτινες υπερχαιρουσιν, υπερευφραινονται, οταν ευρωσι τον ταφον;22 E son tutti giulivi quando han trovato il sepolcro:
23 Δια τι εδοθη φως εις ανθρωπον, του οποιου η οδος ειναι κεκρυμμενη, και τον οποιον ο Θεος περιεκλεισε;23 A un uomo, il qual non vede sua strada, avendolo Dio circondato di tenebre?
24 Διοτι προ του φαγητου μου ερχεται ο στεναγμος μου, και οι βρυγμοι μου εκχεονται ως υδατα.24 Sospiro prima di prender cibo, e i miei ruggiti qual piena di acque che inonda:
25 Επειδη εκεινο, το οποιον εφοβουμην, συνεβη εις εμε, και εκεινο, το οποιον ετρομαζον, ηλθεν επ' εμε.25 Perocché quello che io temeva, mi è accaduto, e i miei sospetti si son verificati.
26 Δεν ειχον ειρηνην ουδε αναπαυσιν ουδε ησυχιαν? οργη επηλθεν επ' εμε.26 Non dissimulai io forse? non mi tacqui? non fui forse paziente? e l'ira è caduta sopra di me.