Scrutatio

Giovedi, 23 maggio 2024 - San Giovanni Battista de Rossi ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 9


font
GREEK BIBLEBIBBIA VOLGARE
1 Ελισσαιε δε ο προφητης εκαλεσεν ενα εκ των υιων των προφητων και ειπε προς αυτον, Περιζωσον την οσφυν σου και λαβε εις την χειρα σου την φιαλην ταυτην του ελαιου και υπαγε εις Ραμωθ-γαλααδ?1 Eliseo profeta chiamò uno de' figliuoli dei profeti, e disse: cingi i tuoi lombi, e togli questo vasello dell' olio nella mano tua, e vattene in Ramot di Galaad.
2 και οταν εισελθης εκει, θελεις ιδει εκει τον Ιηου, υιον του Ιωσαφατ, υιου του Νιμσι? και θελεις εισελθει και σηκωσει αυτον εκ μεσου των αδελφων αυτου και θελεις εισαγαγει αυτον εις το ενδοτερον δωματιον?2 E venuto te ivi, vederai Ieu figliuolo di Iosafat figliuolo di Namsi; e entrato te dentro, chiamera?lo del mezzo de' suoi fratelli, e menera'lo nella camera dentro.
3 και λαβων την φιαλην του ελαιου, θελεις επιχεει επι την κεφαλην αυτου και ειπει, Ουτω λεγει Κυριος? Σε εχρισα βασιλεα επι τον Ισραηλ? τοτε ανοιξας την θυραν, φυγε και μη μεινης.3 E tenendo questo vasello dell' olio (nella mano tua) ispargilo sopra il suo capo, e dirai: questo dice il Signore, ch' io t'ho unto re sopra Israel. E aperto l' uscio, fuggirai, e non vi stare ivi.
4 Και υπηγεν ο νεος, ο νεος ο προφητης, εις Ραμωθ-γαλααδ.4 E andò il giovane [figliuolo del] profeta in Ramot di Galaad.
5 Και οτε ηλθεν, ιδου, οι αρχοντες του στρατευματος εκαθηντο? και ειπεν, Εχω λογον προς σε, ω αρχων. Και ο Ιηου ειπε, προς τινα εκ παντων ημων; Ο δε ειπε, προς σε, ω αρχων.5 Ed entrò (nel mezzo de' suoi fratelli); e i prìncipi dello esercito sedeano, e disse: o principe, io ho alcuna parola a dirti. E disse Ieu: a quale di tutti noi? E quegli disse: a te, o principe.
6 Και σηκωθεις εισηλθεν εις τον οικον? και επεχεε το ελαιον επι την κεφαλην αυτου και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Σε εχρισα βασιλεα επι τον λαον του Κυριου, επι τον Ισραηλ?6 E levossi suso, ed entrò nella camera; e quegli isparse l'olio sopra il capo suo, e disse: questo dice il Signore Iddio d' Israel: io t'ho unto re sopra il popolo del Signore d'Israel.
7 και θελεις παταξει τον οικον του Αχααβ του κυριου σου, δια να εκδικησω τα αιματα των δουλων μου των προφητων και τα αιματα παντων των δουλων του Κυριου, εκ χειρος της Ιεζαβελ?7 E percoterai la casa del tuo signore Acab, acciò ch' io faccia vendetta del sangue de' miei servi profeti, e del sangue di tutti i servi del Signore delle mani di Iezabel.
8 διοτι πας ο οικος του Αχααβ θελει εξολοθρευθη? και θελω αφανισει εκ του Αχααβ τον ουρουντα εις τον τοιχον και τον κεκλεισμενον και τον αφειμενον εν τω Ισραηλ?8 E disfaccia tutta la casa di Acab (e ucciderò della casa di Acab) quello che piscia al muro, e quello che è reserrato e ultimo in Israel.
9 και θελω καταστησει τον οικον του Αχααβ ως τον οικον του Ιεροβοαμ, υιου του Ναβατ, και ως τον οικον του Βαασα, υιου του Αχια?9 E la casa di Acab darò, come la casa di Ieroboam figliuolo di Nabat, e come la casa di Baasa figliuolo di Aia.
10 και την Ιεζαβελ οι κυνες θελουσι καταφαγει εν τω αγρω της Ιεζραελ, και δεν θελει εισθαι ο θαπτων αυτην. Και ανοιξας την θυραν, εφυγε.10 E lezabel manicheranno i cani nel campo di Iezrael, e non sarà chi la seppellisca. E aperse l'uscio, e fuggio.
11 Και εξηλθεν ο Ιηου προς τους δουλους του κυριου αυτου? και ειπε τις προς αυτον, Ειρηνη; δια τι ηλθε προς σε ο παραφρων ουτος; Ο δε ειπε προς αυτους, Σεις γνωριζετε τον ανθρωπον και το λεγειν αυτου.11 E leu uscì fuori a' servi del suo signore, li quali dissero sono tutte le cose diritte? perchè venne a te questo istolto? Il quale respuose loro: voi conoscete l'uomo, e quello che ha detto.
12 Και ειπον, Ψευδες ειναι? ειπε εις ημας, παρακαλουμεν. Ο δε ειπεν, Ουτω και ουτως ελαλησε προς εμε, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος? σε εχρισα βασιλεα επι τον Ισραηλ.12 Li quali respuoseno: egli è falso, ma declara a noi più. Il quale disse: questo e questo m' ha lui detto, e disse: questo dice il Signore: io t'ho unto re sopra Israel.
13 Τοτε εσπευσαν, και λαβοντες εκαστος το ιματιον αυτου, εβαλον υπ' αυτον επι του υψηλοτερου αναβαθμου? και εσαλπισαν εν σαλπιγγι, λεγοντες, Εβασιλευσεν ο Ιηου.13 E di fretta ciascuno tolse il suo mantello, e puosergli sotto i piedi a modo d' una sedia, e sonorono la tromba, e dissero: regnarà Ieu.
14 Και ο Ιηου, ο υιος του Ιωσαφατ, υιου του Νιμσι, εκαμε συνωμοσιαν κατα του Ιωραμ. Ο δε Ιωραμ εφυλαττετο εν Ραμωθ-γαλααδ, αυτος και απας ο Ισραηλ, απο προσωπου του Αζαηλ, βασιλεως της Συριας.14 Onde che Ieu figliuolo di Iosafat figliuolo di Namsi fece congiurazione contro a Ioram. E Ioram assediava Ramot di Galaad, egli e tutto Israel, contra Azael re di Siria.
15 Ειχε δε επιστρεψει ο βασιλευς Ιωραμ δια να ιατρευθη εν Ιεζραελ απο των τραυματων, τα οποια οι Συριοι εκαμον εις αυτον, οτε επολεμει εναντιον του Αζαηλ βασιλεως της Συριας. Και ειπεν ο Ιηου? Εαν ηναι η γνωμη σας, ας μη εξελθη μηδεις φευγων εκ της πολεως, δια να υπαγη να απαγγειλη τουτο εν Ιεζραελ.15 Ed era ritornato a farsi medicare in Iezrael per le ferite, però che i Sirii l'aveano ferito combattendo contro Azael re di Siria. E disse Ieu: se vi piace, niuno esca della città, acciò che non vada a significarlo in Iezrael.
16 Και ιππευσας ο Ιηου, υπηγεν εις Ιεζραελ? διοτι ο Ιωραμ εκοιτετο εκει. Και Οχοζιας ο βασιλευς του Ιουδα ειχε καταβη να ιδη τον Ιωραμ.16 E andò in lezrael; e Ioram era ivi infermo, e Ocozia re di Giuda era andato a visitare Ioram.
17 Ιστατο δε ο σκοπος επι του πυργου εν Ιεζραηλ και, ιδων την συνοδιαν του Ιηου ερχομενου, ειπε, Συνοδιαν βλεπω. Και ειπεν ο Ιωραμ? Λαβε επιβατην και πεμψον εις συναντησιν αυτων? και ας ερωτηση, Ειρηνη;17 E la guardia, che era in su la torre (della porta) di Iezrael, vidde il truppello di Ieu, il quale veniva, e disse: io veggio uno truppello. E Ioram disse togli uno carro, e mandalo incontro a loro, e dica colui che va: sono tutte le cose diritte?
18 Υπηγε λοιπον επιβατης ιππου εις συναντησιν αυτου και ειπεν, Ουτω λεγει ο βασιλευς? Ειρηνη; Και ειπεν ο Ιηου, Τι σε μελει περι ειρηνης; στρεψον οπισω μου. Και ο σκοπος απηγγειλε, λεγων, Ο μηνυτης ηλθε μεχρις αυτων και δεν επεστρεψε.18 E quegli che montò nello carro andò loro incontro, e disse: questo dice il re: sono tutte le cose in pace? E Ieu disse: ch' è a te, e alla pace? passa, e sèguitami. E la guardia significò, dicendo: il messaggio sì è venuto insino a loro, e non torna.
19 Και απεστειλε δευτερον επιβατην ιππου? οστις, ελθων προς αυτους, ειπεν, Ουτω λεγει ο βασιλευς? Ειρηνη; Και απεκριθη ο Ιηου, Τι σε μελει περι ειρηνης; στρεψον οπισω μου.19 E mandò anche l'altro carro de' cavalli; e giunse a loro, e disse: questo dice il re: è egli pace? E Ieu disse: ch' è a te [e al] la pace? Passa oltre, e sèguitami.
20 Και απηγγειλεν ο σκοπος, λεγων, Ηλθε μεχρις αυτων και δεν επεστρεψεν? η δε πορεια ειναι ως η πορεια του Ιηου υιου του Νιμσι? διοτι οδευει μανιωδως.20 E la guardia disse: egli è venuto insino a loro, e non ritorna; e l' andare è come l'andare di Ieu figliuolo di Namsi, e viene molto ratto.
21 Και ειπεν ο Ιωραμ, Ζευξατε. Και εζευξαν την αμαξαν αυτου. Και εξηλθον Ιωραμ ο βασιλευς του Ισραηλ και Οχοζιας ο βασιλευς του Ιουδα, εκαστος εν τη αμαξη αυτου, και υπηγαν εις συναντησιν του Ιηου, και ευρον αυτον εν τω αγρω Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου.21 E Ioram disse: giugnete il carro. E giunsero il carro suo; e uscìo Ioram re d' Israel, e Ocozia re di Giuda, ciascuno nel suo carro; e uscirono incontro a Ieu, e trovaronlo nel campo di Nabot di Iezrael.
22 Και ως ειδεν ο Ιωραμ τον Ιηου, ειπεν, Ειρηνη, Ιηου; Ο δε απεκριθη, Τι ειρηνη, ενοσω πληθυνονται αι πορνειαι της Ιεζαβελ της μητρος σου και αι μαγειαι αυτης;22 E veggendo Ioram Ieu, disse: è pace, Ieu? E quegli respuose: che pace? le fornicazioni della tua madre Iezabel, e le pessime cose, anche sono molte.
23 Και εστρεψεν ο Ιωραμ τας χειρας αυτου και εφυγε, λεγων προς τον Οχοζιαν, Δολος, Οχοζια.23 E volse la mano sua Ioram, e fuggendo disse a Ocozia: Ocozia, questo è agguato.
24 Και δραξας ο Ιηου το τοξον αυτου, επαταξε τον Ιωραμ μεταξυ των βραχιονων αυτου? και το βελος εξηλθε δια της καρδιας αυτου. Ο δε εκαμφθη εν τη αμαξη αυτου.24 E Ieu tendè l' arco colla mano, e ferì Ioram tra le spalle; e passogli la saetta per lo cuore, e cadde incontanente nel carro suo.
25 Και ειπεν ο Ιηου προς τον Βιδκαρ, τον στρατηγον αυτου? Λαβε και ριψον αυτον εις την μεριδα του αγρου του Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου? διοτι ενθυμηθητι, οτε εγω και συ επορευομεθα εφιπποι οπισω Αχααβ του πατρος αυτου, οτι ο Κυριος επροφερε κατ' αυτου την αποφασιν ταυτην?25 E disse Ieu a Badacer capitano: togli, e gettalo nel campo di Nabot di Iezrael; io mi ricordo che quando io e tu, sedendo nel carro, seguitavamo Acab padre di costui, che il Signore questo carco levò sopra sè, dicendo:
26 Ναι, ειδον χθες τα αιματα του Ναβουθαι και τα αιματα των υιων αυτου, λεγει Κυριος? και θελω καμει εις σε ανταποδοσιν εν τη μεριδι ταυτη, λεγει Κυριος?-τωρα λοιπον σηκωσον και ριψον αυτον εις την μεριδα ταυτην κατα τον λογον του Κυριου.26 Per il sangue di Nabot, e degli suoi figliuoli, il qual vidi ieri, dice Iddio, sì io ti renderò in questo campo. Adunque tollo, e buttalo in questo campo, secondo la parola di Dio.
27 Ο δε Οχοζιας βασιλευς του Ιουδα, ως ειδε τουτο, εφυγε δια της οδου της οικιας του κηπου. Και κατεδιωξεν οπισω αυτου ο Ιηου και ειπε, Παταξατε και τουτον εν τη αμαξη αυτου. Και εκαμον ουτω, κατα την αναβασιν Γουρ, πλησιον του Ιβλεαμ. Και εφυγεν εις Μεγιδδω και εκει απεθανε.27 E Ocozia re di Giuda, veggendo questo, fuggì per la via della casa dell' orto; e Ieu il seguitò, e disse: e anche costui uccidete nel carro suo. E ferironlo nel montare di Gaver, il quale è presso a Ieblaam; il quale fuggì in Mageddo, e ivi morìo.
28 Και εφεραν αυτον οι δουλοι αυτου επι αμαξης εις Ιερουσαλημ, και εθαψαν αυτον εν τω ταφω αυτου, μετα των πατερων αυτου, εν τη πολει Δαβιδ.28 E i servi suoi il puosero in sul carro suo, e portaronlo in Ierusalem; e seppellironlo nel sepolcro colli padri suoi nella città di David.
29 Εβασιλευσε δε ο Οχοζιας επι Ιουδα κατα το ενδεκατον ετος του Ιωραμ υιου του Αχααβ.29 Nelli XI anni di Ioram, figliuolo di Acab (re d'Israel) Ocozia regnava sopra Giuda,
30 Και ηλθεν ο Ιηου εις Ιεζραελ, και ακουσασα η Ιεζαβελ, εβαψε τους οφθαλμους αυτης και εκαλλωπισε την κεφαλην αυτης και διεκυψε δια του παραθυρου.30 quando Ieu venne in Iezrael. E Iezabel, udita la sua entrata, dipinse il viso suo di liscio, e ornò il capo suo, e guardò per la finestra
31 Και, ενω εισηρχετο εις την πυλην ο Ιηου, ειπεν, Ευτυχησεν ο Ζιμβρι, ο φονευσας τον κυριον αυτου;31 Ieu nell' entrare della porta, e disse: come puote egli essere pace a Zambri, il quale ha morto il signore suo?
32 Ο δε, υψωσας το προσωπον αυτου προς το παραθυρον, ειπε, Τις ειναι μετ' εμου; τις; Και εκυψαν προς αυτον δυο τρεις ευνουχοι.32 E leu levò il viso suo alla finestra, e disse: chi è questa? E chinaronsi a lui due o vero tre eunuchi (e dissero: questa è Iezabel).
33 Και ειπε, Ριψατε αυτην κατω. Και ερριψαν αυτην κατω, και ερραντισθη εκ του αιματος αυτης προς τον τοιχον και προς τους ιππους? και κατεπατησεν αυτην.33 Ed egli disse loro: gittatela di sotto. E gittaronla; e fu bagnato il muro del suo sangue, e l' unghie de' cavalli (che) la scalpitarono.
34 Και αφου εισηλθε και εφαγε και επιεν, ειπεν, Υπαγετε να ιδητε τωρα την κατηραμενην ταυτην, και θαψατε αυτην? διοτι ειναι θυγατηρ βασιλεως.34 Ed entrato lui a mangiare e a bevere, disse: andate, e vedete quella maledetta; e sotterratela, però ch' ella è figliuola del re.
35 Και υπηγαν δια να θαψωσιν αυτην? πλην δεν ευρηκαν εις αυτην παρα το κρανιον και τους ποδας και τας παλαμας των χειρων.35 E andati loro per sotterrarla, non trovarono che il teschio e i piedi e le sommità delle mani.
36 Και επιστρεψαντες απηγγειλαν προς αυτον. Ο δε ειπεν, Ουτος ειναι ο λογος του Κυριου, τον οποιον ελαλησε δια του δουλου αυτου Ηλια του Θεσβιτου, λεγων, Εν τη μεριδι της Ιεζραελ θελουσι καταφαγει οι κυνες τας σαρκας της Ιεζαβελ?36 E ritornati nunciarono a lui. E disse Ieu: questa è la parola di Dio, la quale disse per lo suo servo Elia Tesbite, dicendo: nel campo di Iezrael mangeranno i cani le carni di Iezabel.
37 και το πτωμα της Ιεζαβελ θελει εισθαι ως κοπρια επι προσωπου του αγρου εν τη μεριδι Ιεζραελ, ωστε να μη ειπωσιν, Αυτη ειναι η Ιεζαβελ.37 E saranno le carni di Iezabel, come lo sterco sopra la terra, nel campo di Iezrael; sì che quelli che passeranno, diranno: e questa è quella Iezabel?