Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Δ´ - 2 Re - Kings IV 9


font
GREEK BIBLEKÁLDI-NEOVULGÁTA
1 Ελισσαιε δε ο προφητης εκαλεσεν ενα εκ των υιων των προφητων και ειπε προς αυτον, Περιζωσον την οσφυν σου και λαβε εις την χειρα σου την φιαλην ταυτην του ελαιου και υπαγε εις Ραμωθ-γαλααδ?1 Ekkor Elizeus próféta előhívatta a prófétafiak egyikét és azt mondta neki: »Övezd fel derekadat s vedd kezedbe ezt az olajos korsót s eredj el Rámót-Gileádba.
2 και οταν εισελθης εκει, θελεις ιδει εκει τον Ιηου, υιον του Ιωσαφατ, υιου του Νιμσι? και θελεις εισελθει και σηκωσει αυτον εκ μεσου των αδελφων αυτου και θελεις εισαγαγει αυτον εις το ενδοτερον δωματιον?2 Ha odaérsz, keresd fel Jéhut, Námsi fiának, Jozafátnak fiát s menj el hozzá s mondd, hogy álljon fel testvérei közül s vidd be a legbelső szobába
3 και λαβων την φιαλην του ελαιου, θελεις επιχεει επι την κεφαλην αυτου και ειπει, Ουτω λεγει Κυριος? Σε εχρισα βασιλεα επι τον Ισραηλ? τοτε ανοιξας την θυραν, φυγε και μη μεινης.3 s fogd az olajos szelencét s öntsd a fejére s mondd: Ezt üzeni az Úr: Felkentelek Izrael királyává. Aztán nyisd fel az ajtót s szaladj el, meg ne állj ott.«
4 Και υπηγεν ο νεος, ο νεος ο προφητης, εις Ραμωθ-γαλααδ.4 Elment tehát az ifjú, a próféta legénye Rámót-Gileádba.
5 Και οτε ηλθεν, ιδου, οι αρχοντες του στρατευματος εκαθηντο? και ειπεν, Εχω λογον προς σε, ω αρχων. Και ο Ιηου ειπε, προς τινα εκ παντων ημων; Ο δε ειπε, προς σε, ω αρχων.5 Amikor odaért, íme, éppen együtt ültek a sereg vezérei. Ő azt mondta: »Szavam volna hozzád, vezér!« Azt mondta erre Jéhu: »Mindannyiunk közül kihez?« Erre ő azt mondta: »Hozzád, vezér!«
6 Και σηκωθεις εισηλθεν εις τον οικον? και επεχεε το ελαιον επι την κεφαλην αυτου και ειπε προς αυτον, Ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? Σε εχρισα βασιλεα επι τον λαον του Κυριου, επι τον Ισραηλ?6 Erre az felkelt s bement a szobába, ő pedig fejére öntötte az olajat s azt mondta: »Ezt üzeni az Úr, Izrael Istene: Felkentelek az Úr népének, Izraelnek királyává,
7 και θελεις παταξει τον οικον του Αχααβ του κυριου σου, δια να εκδικησω τα αιματα των δουλων μου των προφητων και τα αιματα παντων των δουλων του Κυριου, εκ χειρος της Ιεζαβελ?7 hogy kiirtsd urad, Ácháb házát. Így megtorlom szolgáimnak, a prófétáknak vérét s az Úr minden szolgájának vérét Jezabelen,
8 διοτι πας ο οικος του Αχααβ θελει εξολοθρευθη? και θελω αφανισει εκ του Αχααβ τον ουρουντα εις τον τοιχον και τον κεκλεισμενον και τον αφειμενον εν τω Ισραηλ?8 és kiirtom Ácháb egész házát s megölöm Ácháb házából a férfit, a bezártat is s az utolsót is Izraelben,
9 και θελω καταστησει τον οικον του Αχααβ ως τον οικον του Ιεροβοαμ, υιου του Ναβατ, και ως τον οικον του Βαασα, υιου του Αχια?9 és olyanná teszem Ácháb házát, mint Jeroboámnak, Nábát fiának házát s mint Básának, Ahiás fiának házát,
10 και την Ιεζαβελ οι κυνες θελουσι καταφαγει εν τω αγρω της Ιεζραελ, και δεν θελει εισθαι ο θαπτων αυτην. Και ανοιξας την θυραν, εφυγε.10 s Jezabelt kutyák eszik meg Jezreel mezején s nem lesz, aki eltemesse.« Azzal kinyitotta az ajtót s elfutott.
11 Και εξηλθεν ο Ιηου προς τους δουλους του κυριου αυτου? και ειπε τις προς αυτον, Ειρηνη; δια τι ηλθε προς σε ο παραφρων ουτος; Ο δε ειπε προς αυτους, Σεις γνωριζετε τον ανθρωπον και το λεγειν αυτου.11 Jéhu pedig kiment ura szolgái közé. Ezek azt mondták neki: »Rendben van-e minden? Miért jött ez a bolond hozzád?« Ő azt mondta nekik: »Tudjátok, ki ez az ember s hogy mit fecseghetett.«
12 Και ειπον, Ψευδες ειναι? ειπε εις ημας, παρακαλουμεν. Ο δε ειπεν, Ουτω και ουτως ελαλησε προς εμε, λεγων, Ουτω λεγει Κυριος? σε εχρισα βασιλεα επι τον Ισραηλ.12 Ám azok azt felelték: »Hamiskodás! Csak beszéld el nekünk a dolgot.« Erre ő azt mondta nekik: »Ezt és ezt beszélte nekem s ezt mondta: Ezt üzeni az Úr: Felkentelek Izrael királyává.«
13 Τοτε εσπευσαν, και λαβοντες εκαστος το ιματιον αυτου, εβαλον υπ' αυτον επι του υψηλοτερου αναβαθμου? και εσαλπισαν εν σαλπιγγι, λεγοντες, Εβασιλευσεν ο Ιηου.13 Erre mindenki sietve levette palástját s az ő lába elé tette mintegy királyi emelvényt alkotva s megfújták a harsonát s azt mondták: »Jéhu a király!«
14 Και ο Ιηου, ο υιος του Ιωσαφατ, υιου του Νιμσι, εκαμε συνωμοσιαν κατα του Ιωραμ. Ο δε Ιωραμ εφυλαττετο εν Ραμωθ-γαλααδ, αυτος και απας ο Ισραηλ, απο προσωπου του Αζαηλ, βασιλεως της Συριας.14 Összeesküdött erre Jéhu, Námsi fiának, Jozafátnak fia Jórám ellen, – Jórám ekkor egész Izraellel együtt Rámót-Gileádot tartotta megszállva, Házaéllel, Szíria királyával szemben,
15 Ειχε δε επιστρεψει ο βασιλευς Ιωραμ δια να ιατρευθη εν Ιεζραελ απο των τραυματων, τα οποια οι Συριοι εκαμον εις αυτον, οτε επολεμει εναντιον του Αζαηλ βασιλεως της Συριας. Και ειπεν ο Ιηου? Εαν ηναι η γνωμη σας, ας μη εξελθη μηδεις φευγων εκ της πολεως, δια να υπαγη να απαγγειλη τουτο εν Ιεζραελ.15 de visszatért, hogy meggyógyíttassa magát Jezreelben a sebekből, mert megsebezték a szírek, amikor Házaél, Szíria királya ellen hadakozott. Akkor Jéhu így szólt: »Ha tetszésetekkel találkozik: senki szökve ki ne léphessen a városból, hogy el ne menjen és meg ne vigye a hírt Jezreelbe.«
16 Και ιππευσας ο Ιηου, υπηγεν εις Ιεζραελ? διοτι ο Ιωραμ εκοιτετο εκει. Και Οχοζιας ο βασιλευς του Ιουδα ειχε καταβη να ιδη τον Ιωραμ.16 Majd szekérre szállt s elment Jezreelbe, mert Jórám ott betegeskedett; Ahaszja, Júda királya éppen lenn volt, hogy meglátogassa Jórámot.
17 Ιστατο δε ο σκοπος επι του πυργου εν Ιεζραηλ και, ιδων την συνοδιαν του Ιηου ερχομενου, ειπε, Συνοδιαν βλεπω. Και ειπεν ο Ιωραμ? Λαβε επιβατην και πεμψον εις συναντησιν αυτων? και ας ερωτηση, Ειρηνη;17 Amint az őr, aki Jezreel tornyán állt, meglátta a közelgő Jéhu csapatát, azt mondta: »Valami csapatot látok.« Azt mondta erre Jórám: »Végy egy szekeret s küldj eléjük, s az, aki majd kimegy, kérdezze meg: Rendben van-e mindez?«
18 Υπηγε λοιπον επιβατης ιππου εις συναντησιν αυτου και ειπεν, Ουτω λεγει ο βασιλευς? Ειρηνη; Και ειπεν ο Ιηου, Τι σε μελει περι ειρηνης; στρεψον οπισω μου. Και ο σκοπος απηγγειλε, λεγων, Ο μηνυτης ηλθε μεχρις αυτων και δεν επεστρεψε.18 Szekérre szállt és elment tehát eléje egy ember s azt mondta: »Ezt üzeni a király: Békességes-e mindez?« Azt mondta erre Jéhu: »Mi közöd neked a békéhez? Eredj mögém s kövess!« Jelentette erre az őr, s azt mondta: »A követ eljutott hozzájuk, de nem tér vissza.«
19 Και απεστειλε δευτερον επιβατην ιππου? οστις, ελθων προς αυτους, ειπεν, Ουτω λεγει ο βασιλευς? Ειρηνη; Και απεκριθη ο Ιηου, Τι σε μελει περι ειρηνης; στρεψον οπισω μου.19 Erre elküldött egy másik lovasszekeret s az is eljutott hozzájuk s azt mondta: »Ezt üzeni a király: Béke van-e?« Azt mondta erre Jéhu: »Mi közöd neked a békéhez? Eredj mögém s kövess.«
20 Και απηγγειλεν ο σκοπος, λεγων, Ηλθε μεχρις αυτων και δεν επεστρεψεν? η δε πορεια ειναι ως η πορεια του Ιηου υιου του Νιμσι? διοτι οδευει μανιωδως.20 Jelentette erre az őr, s ezt mondta: »Eljutott hozzájuk, de nem tér vissza; a hajtás azonban olyan, mint Jéhunak, Námsi fiának hajtása, mert hanyatt-homlok hajtat.«
21 Και ειπεν ο Ιωραμ, Ζευξατε. Και εζευξαν την αμαξαν αυτου. Και εξηλθον Ιωραμ ο βασιλευς του Ισραηλ και Οχοζιας ο βασιλευς του Ιουδα, εκαστος εν τη αμαξη αυτου, και υπηγαν εις συναντησιν του Ιηου, και ευρον αυτον εν τω αγρω Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου.21 Azt mondta erre Jórám: »Fogass be a szekérbe.« Erre befogtak szekerébe s kiment Jórám, Izrael királya és Ahaszja, Júda királya, mindenki a maga szekerén s Jéhu elé mentek s a jezreeli Nábót mezején találkoztak vele.
22 Και ως ειδεν ο Ιωραμ τον Ιηου, ειπεν, Ειρηνη, Ιηου; Ο δε απεκριθη, Τι ειρηνη, ενοσω πληθυνονται αι πορνειαι της Ιεζαβελ της μητρος σου και αι μαγειαι αυτης;22 Amikor Jórám meglátta Jéhut, azt mondta: »Béke van-e, Jéhu?« Ám ő azt felelte: »Micsoda béke? Még virágzik anyádnak, Jezabelnek paráznasága és sok varázslása.«
23 Και εστρεψεν ο Ιωραμ τας χειρας αυτου και εφυγε, λεγων προς τον Οχοζιαν, Δολος, Οχοζια.23 Erre Jórám megfordult s menekült s azt mondta Ahaszjának: »Árulás, Ahaszja!«
24 Και δραξας ο Ιηου το τοξον αυτου, επαταξε τον Ιωραμ μεταξυ των βραχιονων αυτου? και το βελος εξηλθε δια της καρδιας αυτου. Ο δε εκαμφθη εν τη αμαξη αυτου.24 Ám Jéhu felajzotta kezével az íjat s hátba lőtte Jórámot, úgyhogy a szívén át jött ki a nyíl s azonnal összerogyott szekerén.
25 Και ειπεν ο Ιηου προς τον Βιδκαρ, τον στρατηγον αυτου? Λαβε και ριψον αυτον εις την μεριδα του αγρου του Ναβουθαι του Ιεζραηλιτου? διοτι ενθυμηθητι, οτε εγω και συ επορευομεθα εφιπποι οπισω Αχααβ του πατρος αυτου, οτι ο Κυριος επροφερε κατ' αυτου την αποφασιν ταυτην?25 Azt mondta erre Jéhu Bádaker főtisztnek: »Fogd meg és vesd a jezreeli Nábót mezejére, mert emlékszem, hogy amikor én és te a szekéren ülve apját, Áchábot követtük, az Úr ezt a fenyegető kijelentést tette rá:
26 Ναι, ειδον χθες τα αιματα του Ναβουθαι και τα αιματα των υιων αυτου, λεγει Κυριος? και θελω καμει εις σε ανταποδοσιν εν τη μεριδι ταυτη, λεγει Κυριος?-τωρα λοιπον σηκωσον και ριψον αυτον εις την μεριδα ταυτην κατα τον λογον του Κυριου.26 Nábót véréért s fiainak véréért, amelyet tegnap láttam – mondta az Úr –, bizony hogy megfizetek neked ezen a mezőn – mondta az Úr. – Nos tehát fogd s vesd a mezőre, az Úr szava szerint.«
27 Ο δε Οχοζιας βασιλευς του Ιουδα, ως ειδε τουτο, εφυγε δια της οδου της οικιας του κηπου. Και κατεδιωξεν οπισω αυτου ο Ιηου και ειπε, Παταξατε και τουτον εν τη αμαξη αυτου. Και εκαμον ουτω, κατα την αναβασιν Γουρ, πλησιον του Ιβλεαμ. Και εφυγεν εις Μεγιδδω και εκει απεθανε.27 Amikor ezt Ahaszja, Júda királya látta, menekülni kezdett a kerti ház irányába. Jéhu azonban üldözőbe vette s azt mondta: »Ezt is öljétek meg szekerében.« Meg is sebesítették Gáver hágójánál, amely Jeblaám mellett van, de elmenekült Megiddóba s ott halt meg.
28 Και εφεραν αυτον οι δουλοι αυτου επι αμαξης εις Ιερουσαλημ, και εθαψαν αυτον εν τω ταφω αυτου, μετα των πατερων αυτου, εν τη πολει Δαβιδ.28 Erre szolgái feltették szekerére s elvitték Jeruzsálembe s eltemették sírjába, atyái mellé, a Dávid-városban.
29 Εβασιλευσε δε ο Οχοζιας επι Ιουδα κατα το ενδεκατον ετος του Ιωραμ υιου του Αχααβ.29 Jórámnak, Ácháb fiának tizenegyedik esztendejében lett Ahaszja Júda királya.
30 Και ηλθεν ο Ιηου εις Ιεζραελ, και ακουσασα η Ιεζαβελ, εβαψε τους οφθαλμους αυτης και εκαλλωπισε την κεφαλην αυτης και διεκυψε δια του παραθυρου.30 Jéhu erre elment Jezreelbe. Amikor Jezabel meghallotta, hogy bevonul, kifestette szemét stíbiummal, felékesítette fejét s az ablakból nézte,
31 Και, ενω εισηρχετο εις την πυλην ο Ιηου, ειπεν, Ευτυχησεν ο Ζιμβρι, ο φονευσας τον κυριον αυτου;31 mint vonul be Jéhu a kapun és azt mondta neki: »Lehet-e békessége Zimrinek, ura gyilkosának?«
32 Ο δε, υψωσας το προσωπον αυτου προς το παραθυρον, ειπε, Τις ειναι μετ' εμου; τις; Και εκυψαν προς αυτον δυο τρεις ευνουχοι.32 Erre Jéhu felemelte tekintetét az az ablakra és azt mondta: »Ki ez?« Erre kihajolt feléje két vagy három udvari tiszt,
33 Και ειπε, Ριψατε αυτην κατω. Και ερριψαν αυτην κατω, και ερραντισθη εκ του αιματος αυτης προς τον τοιχον και προς τους ιππους? και κατεπατησεν αυτην.33 mire ő azt mondta nekik: »Dobjátok le.« Le is dobták, s vére ráfreccsent a falra, testét pedig a lovak patája összetaposta.
34 Και αφου εισηλθε και εφαγε και επιεν, ειπεν, Υπαγετε να ιδητε τωρα την κατηραμενην ταυτην, και θαψατε αυτην? διοτι ειναι θυγατηρ βασιλεως.34 Amikor aztán bement, hogy egyen és igyon, azt mondta: »Menjetek s nézzetek utána annak az átkozottnak s temessétek el, hiszen király lánya.«
35 Και υπηγαν δια να θαψωσιν αυτην? πλην δεν ευρηκαν εις αυτην παρα το κρανιον και τους ποδας και τας παλαμας των χειρων.35 Amikor azonban kimentek, hogy eltemessék, nem találtak belőle mást, csak a koponyáját, a lábát és a kezefejét.
36 Και επιστρεψαντες απηγγειλαν προς αυτον. Ο δε ειπεν, Ουτος ειναι ο λογος του Κυριου, τον οποιον ελαλησε δια του δουλου αυτου Ηλια του Θεσβιτου, λεγων, Εν τη μεριδι της Ιεζραελ θελουσι καταφαγει οι κυνες τας σαρκας της Ιεζαβελ?36 Visszatértek tehát s jelentették neki. Azt mondta erre Jéhu: »Az Úr szava ez, amelyet a tisbei Illés által szólt, aki ezt mondta: ‘Kutyák eszik meg Jezreel mezején Jezabel testét,
37 και το πτωμα της Ιεζαβελ θελει εισθαι ως κοπρια επι προσωπου του αγρου εν τη μεριδι Ιεζραελ, ωστε να μη ειπωσιν, Αυτη ειναι η Ιεζαβελ.37 s olyan lesz Jezabel teteme Jezreel mezején, mint a trágya a föld színén, úgyhogy az arra menők azt fogják mondani: Ez az a Jezabel?’«