Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Deuxième livre de Samuel 1


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 La mort de Saül survint peu après que David avait massacré les Amalécites: depuis deux jours déjà il était revenu à Siklag.1 Μετα δε τον θανατον του Σαουλ, αφου επεστρεψεν ο Δαβιδ απο της σφαγης των Αμαληκιτων, εκαθησεν ο Δαβιδ εν Σικλαγ δυο ημερας?
2 Le troisième jour un homme arriva du camp de Saül, il avait des habits déchirés et de la terre sur la tête. Dès qu’il arriva près de David, il se jeta à terre et se prosterna.2 την δε τριτην ημεραν, ιδου, ηλθεν ανθρωπος εκ του στρατοπεδου απο πλησιον του Σαουλ, εχων διεσχισμενα τα ιματια αυτου και χωμα επι της κεφαλης αυτου? και καθως εισηλθε προς τον Δαβιδ, επεσεν εις την γην και προσεκυνησε.
3 David lui dit: “D’où viens-tu?” Il répondit: “Je me suis sauvé du camp d’Israël.”3 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Ποθεν ερχεσαι; Ο δε ειπε προς αυτον, Εγω εκ του στρατοπεδου του Ισραηλ διεσωθην.
4 David lui dit: “Comment les choses se sont-elles passées? Dis-le moi donc.” Cet homme répondit: “Le peuple s’est enfui du champ de bataille, beaucoup dans le peuple sont tombés et sont morts, Saül aussi et son fils Jonathan sont morts.”4 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Τι συνεβη; ειπε μοι, παρακαλω. Και απεκριθη, Οτι εφυγεν ο λαος εκ της μαχης, και πολλοι μαλιστα εκ του λαου επεσον και απεθανον? απεθανον δε και Σαουλ και Ιωναθαν ο υιος αυτου.
5 David dit au jeune homme qui lui apportait cette nouvelle: “Comment sais-tu que Saül et son fils Jonathan sont morts?”5 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον νεον τον απαγγελλοντα προς αυτον, Πως εξευρεις οτι απεθανεν ο Σαουλ, και Ιωναθαν ο υιος αυτου;
6 Il répondit: “Je me trouvais par hasard sur les monts de Guelboé. Saül s’appuyait sur sa lance, les chars et les cavaliers le serraient de près.6 Και ειπεν ο νεος ο απαγγελλων προς αυτον, Ευρεθην κατα τυχην εν τω ορει Γελβουε, και ιδου, ο Σαουλ ητο κεκλιμενος επι του δορατος αυτου, και ιδου, αι αμαξαι και οι ιππεις κατεφθανον αυτον.
7 Alors il me voit, il se retourne et m’appelle. Je lui dis: Me voici.7 και οτε εβλεψεν εις τα οπισω αυτου, με ειδε και με εκαλεσε? και απεκριθην, Ιδου, εγω.
8 Il me dit: Qui es-tu? Je lui dis: Je suis un Amalécite.8 Και ειπε προς εμε, Ποιος εισαι; Και απεκριθην προς αυτον, Ειμαι Αμαληκιτης.
9 Il me dit: Approche-toi et donne-moi la mort, je suis encore plein de force et pourtant me voici pris de vertige.9 Παλιν ειπε προς εμε, Στηθι επανω μου, παρακαλω, και θανατωσον με? διοτι σκοτοδινιασις με κατελαβεν, επειδη η ζωη μου ειναι ετι ολη εν εμοι.
10 Alors je me suis approché et je l’ai tué car je savais bien qu’il ne survivrait pas une fois tombé à terre, puis j’ai pris la couronne qui était sur sa tête, la chaîne qu’il portait au bras, et je les ai apportées ici à mon seigneur.”10 Εσταθην λοιπον επ' αυτον και εθανατωσα αυτον? επειδη ημην βεβαιος οτι δεν ηδυνατο να ζηση αφου επεσε? και ελαβον το διαδημα το επι της κεφαλης αυτου και το βραχιολιον το εν τω βραχιονι αυτου, και εφερα αυτα ενταυθα προς τον κυριον μου.
11 David déchira ses habits, et tous les hommes qui étaient avec lui firent de même.11 Τοτε πιασας ο Δαβιδ τα ιματια αυτου, διεσχισεν αυτα? και παντες ομοιως οι ανδρες οι μετ' αυτου.
12 Ils poussèrent une grande lamentation, ils pleurèrent, ils jeûnèrent jusqu’au soir à cause de Saül et de son fils Jonathan, à cause du peuple de Yahvé et de la maison d’Israël qui étaient tombés sous l’épée.12 Και επενθησαν και εκλαυσαν και ενηστευσαν εως εσπερας δια τον Σαουλ και δια Ιωναθαν τον υιον αυτου και δια τον λαον του Κυριου και δια τον οικον του Ισραηλ, διοτι επεσον δια ρομφαιας.
13 David dit ensuite au jeune homme qui lui apportait cette nouvelle: “D’où es-tu?” Il répondit: “Je suis un étranger dans ce pays, fils d’un Amalécite.”13 Ειπε δε ο Δαβιδ προς τον νεον, τον απαγγελλοντα προς αυτον, Ποθεν εισαι; Και απεκριθη, Ειμαι υιος παροικου τινος Αμαληκιτου.
14 David lui dit: “Comment donc as-tu osé frapper à mort celui que Yahvé avait consacré?”14 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Πως δεν εφοβηθης να επιβαλης την χειρα σου δια να θανατωσης τον κεχρισμενον του Κυριου;
15 Alors David appela l’un de ses compagnons et lui dit: “Approche et frappe-le.” Il le frappa et il mourut.15 Και εκαλεσεν ο Δαβιδ ενα εκ των νεων και ειπε, Πλησιασον, πεσον επ' αυτον. Και επαταξεν αυτον, και απεθανε.
16 David dit encore: “Que ton sang retombe sur ta tête. Tu t’es condamné toi-même quand tu as dit que tu avais frappé à mort l’homme consacré par Yahvé.”16 Και ειπε προς αυτον ο Δαβιδ, Το αιμα σου επι της κεφαλης σου? διοτι το στομα σου εμαρτυρησεν εναντιον σου, λεγων, Εγω εθανατωσα τον κεχρισμενον του Κυριου.
17 Puis David entonna une lamentation sur Saül et sur son fils Jonathan17 Και εθρηνησεν ο Δαβιδ τον θρηνον τουτον επι τον Σαουλ και επι Ιωναθαν τον υιον αυτου?
18 et il ordonna de l’apprendre aux fils de Juda: c’est le chant de l’arc, qu’on peut lire dans le livre du Juste.18 και παρηγγειλε να διδαξωσι τους υιους Ιουδα τουτο το ασμα του τοξου? ιδου, ειναι γεγραμμενον εν τω βιβλιω του Ιασηρ.
19 “Comment sont-ils tombés sur les montagnes, ces héros qui faisaient la gloire d’Israël?19 Ω δοξα του Ισραηλ, επι τους υψηλους τοπους σου κατηκοντισμενη. Πως επεσον οι δυνατοι.
20 Ne l’annoncez pas dans Gat, ne portez pas la nouvelle dans les rues d’Ashkélon, ne donnez pas cette joie aux femmes Philistines, aux filles des incirconcis!20 Μη αναγγειλητε εις την Γαθ, μη διακηρυξητε εις τας πλατειας της Ασκαλωνος, μηποτε χαρωσιν αι θυγατερες των Φιλισταιων, μηποτε αγαλλιασωνται αι θυγατερες των απεριτμητων?
21 Que plus jamais rosée ni pluie ne tombent sur vous, montagnes de Guelboé, campagne verdoyante: c’est là que fut profané le bouclier des héros. Il ne fallait pas d’huile pour le bouclier de Saül,21 Ορη τα εν Γελβουε, Ας μη ηναι δροσος μηδε βροχη εφ' υμας, μηδε αγροι διδοντες απαρχας? διοτι εκει απερριφθη η ασπις των ισχυρων, Η ασπις του Σαουλ, ως να μη εχρισθη δι' ελαιου.
22 mais le sang des blessés, la graisse des héros. Ni l’arc de Jonathan ne reculait, ni l’épée de Saül ne frappait dans le vide.22 Απο του αιματος των πεφονευμενων, απο του στεατος των ισχυρων, το τοξον του Ιωναθαν δεν εστρεφετο οπισω, και η ρομφαια του Σαουλ δεν επεστρεφε κενη.
23 Vous étiez aimés, désirés, Saül et Jonathan: ni la vie ni la mort ne vous ont séparés. Ils étaient plus rapides que les aigles, ils étaient plus forts que les lions.23 Σαουλ και Ιωναθαν ησαν οι ηγαπημενοι και ερασμιοι εν τη ζωη αυτων, και εν τω θανατω αυτων δεν εχωρισθησαν? ησαν ελαφροτεροι αετων, δυνατωτεροι λεοντων.
24 Pleurez sur Saül, filles d’Israël! Il vous revêtait d’étoffes de couleur, sur vos robes de fête il posait des bijoux d’or.24 Θυγατερες Ισραηλ, κλαυσατε επι τον Σαουλ τον ενδυοντα υμας κοκκινα μετα καλλωπισμων, τον επιβαλλοντα στολισμους χρυσους επι τα ενδυματα υμων.
25 Comment sont-ils tombés, ces héros? Qui frappa à mort Jonathan, au cœur du combat?25 Πως επεσον οι δυνατοι εν μεσω της μαχης? Ιωναθαν, επι τους υψηλους τοπους σου τετραυματισμενε.
26 J’ai le cœur brisé pour toi, Jonathan, mon frère, tu m’étais si cher! Ton amour était pour moi, plus merveilleux que l’amour des femmes.26 Περιλυπος ειμαι δια σε, αδελφε μου Ιωναθαν? προσφιλεστατος εσταθης εις εμε? η προς εμε αγαπη σου ητο εξαισιος. Υπερεβαινε την αγαπην των γυναικων.
27 Comment sont-ils morts, les héros? Comment furent-elles brisées, les armes de guerre?”27 Πως επεσον οι δυνατοι, και απωλεσθησαν τα οπλα του πολεμου.