Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 105


font
LXXVULGATA
1 αλληλουια εξομολογεισθε τω κυριω οτι χρηστος οτι εις τον αιωνα το ελεος αυτου1 Alleluja. Confitemini Domino, quoniam bonus,
quoniam in sæculum misericordia ejus.
2 τις λαλησει τας δυναστειας του κυριου ακουστας ποιησει πασας τας αινεσεις αυτου2 Quis loquetur potentias Domini ;
auditas faciet omnes laudes ejus ?
3 μακαριοι οι φυλασσοντες κρισιν και ποιουντες δικαιοσυνην εν παντι καιρω3 Beati qui custodiunt judicium,
et faciunt justitiam in omni tempore.
4 μνησθητι ημων κυριε εν τη ευδοκια του λαου σου επισκεψαι ημας εν τω σωτηριω σου4 Memento nostri, Domine, in beneplacito populi tui ;
visita nos in salutari tuo :
5 του ιδειν εν τη χρηστοτητι των εκλεκτων σου του ευφρανθηναι εν τη ευφροσυνη του εθνους σου του επαινεισθαι μετα της κληρονομιας σου5 ad videndum in bonitate electorum tuorum ;
ad lætandum in lætitia gentis tuæ :
ut lauderis cum hæreditate tua.
6 ημαρτομεν μετα των πατερων ημων ηνομησαμεν ηδικησαμεν6 Peccavimus cum patribus nostris :
injuste egimus ; iniquitatem fecimus.
7 οι πατερες ημων εν αιγυπτω ου συνηκαν τα θαυμασια σου ουκ εμνησθησαν του πληθους του ελεους σου και παρεπικραναν αναβαινοντες εν τη ερυθρα θαλασση7 Patres nostri in Ægypto non intellexerunt mirabilia tua ;
non fuerunt memores multitudinis misericordiæ tuæ.
Et irritaverunt ascendentes in mare, mare Rubrum ;
8 και εσωσεν αυτους ενεκεν του ονοματος αυτου του γνωρισαι την δυναστειαν αυτου8 et salvavit eos propter nomen suum,
ut notam faceret potentiam suam.
9 και επετιμησεν τη ερυθρα θαλασση και εξηρανθη και ωδηγησεν αυτους εν αβυσσω ως εν ερημω9 Et increpuit mare Rubrum et exsiccatum est,
et deduxit eos in abyssis sicut in deserto.
10 και εσωσεν αυτους εκ χειρος μισουντων και ελυτρωσατο αυτους εκ χειρος εχθρου10 Et salvavit eos de manu odientium,
et redemit eos de manu inimici.
11 και εκαλυψεν υδωρ τους θλιβοντας αυτους εις εξ αυτων ουχ υπελειφθη11 Et operuit aqua tribulantes eos ;
unus ex eis non remansit.
12 και επιστευσαν εν τοις λογοις αυτου και ησαν την αινεσιν αυτου12 Et crediderunt verbis ejus,
et laudaverunt laudem ejus.
13 εταχυναν επελαθοντο των εργων αυτου ουχ υπεμειναν την βουλην αυτου13 Cito fecerunt ; obliti sunt operum ejus :
et non sustinuerunt consilium ejus.
14 και επεθυμησαν επιθυμιαν εν τη ερημω και επειρασαν τον θεον εν ανυδρω14 Et concupierunt concupiscentiam in deserto,
et tentaverunt Deum in inaquoso.
15 και εδωκεν αυτοις το αιτημα αυτων και εξαπεστειλεν πλησμονην εις τας ψυχας αυτων15 Et dedit eis petitionem ipsorum,
et misit saturitatem in animas eorum.
16 και παρωργισαν μωυσην εν τη παρεμβολη και ααρων τον αγιον κυριου16 Et irritaverunt Moysen in castris ;
Aaron, sanctum Domini.
17 ηνοιχθη η γη και κατεπιεν δαθαν και εκαλυψεν επι την συναγωγην αβιρων17 Aperta est terra, et deglutivit Dathan,
et operuit super congregationem Abiron.
18 και εξεκαυθη πυρ εν τη συναγωγη αυτων φλοξ κατεφλεξεν αμαρτωλους18 Et exarsit ignis in synagoga eorum :
flamma combussit peccatores.
19 και εποιησαν μοσχον εν χωρηβ και προσεκυνησαν τω γλυπτω19 Et fecerunt vitulum in Horeb,
et adoraverunt sculptile.
20 και ηλλαξαντο την δοξαν αυτων εν ομοιωματι μοσχου εσθοντος χορτον20 Et mutaverunt gloriam suam
in similitudinem vituli comedentis f?num.
21 επελαθοντο του θεου του σωζοντος αυτους του ποιησαντος μεγαλα εν αιγυπτω21 Obliti sunt Deum qui salvavit eos ;
qui fecit magnalia in Ægypto,
22 θαυμαστα εν γη χαμ φοβερα επι θαλασσης ερυθρας22 mirabilia in terra Cham,
terribilia in mari Rubro.
23 και ειπεν του εξολεθρευσαι αυτους ει μη μωυσης ο εκλεκτος αυτου εστη εν τη θραυσει ενωπιον αυτου του αποστρεψαι την οργην αυτου του μη εξολεθρευσαι23 Et dixit ut disperderet eos,
si non Moyses, electus ejus,
stetisset in confractione in conspectu ejus,
ut averteret iram ejus, ne disperderet eos.
24 και εξουδενωσαν γην επιθυμητην ουκ επιστευσαν τω λογω αυτου24 Et pro nihilo habuerunt terram desiderabilem ;
non crediderunt verbo ejus.
25 και εγογγυσαν εν τοις σκηνωμασιν αυτων ουκ εισηκουσαν της φωνης κυριου25 Et murmuraverunt in tabernaculis suis ;
non exaudierunt vocem Domini.
26 και επηρεν την χειρα αυτου αυτοις του καταβαλειν αυτους εν τη ερημω26 Et elevavit manum suam super eos
ut prosterneret eos in deserto :
27 και του καταβαλειν το σπερμα αυτων εν τοις εθνεσιν και διασκορπισαι αυτους εν ταις χωραις27 et ut dejiceret semen eorum in nationibus,
et dispergeret eos in regionibus.
28 και ετελεσθησαν τω βεελφεγωρ και εφαγον θυσιας νεκρων28 Et initiati sunt Beelphegor,
et comederunt sacrificia mortuorum.
29 και παρωξυναν αυτον εν τοις επιτηδευμασιν αυτων και επληθυνθη εν αυτοις η πτωσις29 Et irritaverunt eum in adinventionibus suis,
et multiplicata est in eis ruina.
30 και εστη φινεες και εξιλασατο και εκοπασεν η θραυσις30 Et stetit Phinees, et placavit,
et cessavit quassatio.
31 και ελογισθη αυτω εις δικαιοσυνην εις γενεαν και γενεαν εως του αιωνος31 Et reputatum est ei in justitiam,
in generationem et generationem usque in sempiternum.
32 και παρωργισαν αυτον εφ' υδατος αντιλογιας και εκακωθη μωυσης δι' αυτους32 Et irritaverunt eum ad aquas contradictionis,
et vexatus est Moyses propter eos :
33 οτι παρεπικραναν το πνευμα αυτου και διεστειλεν εν τοις χειλεσιν αυτου33 quia exacerbaverunt spiritum ejus,
et distinxit in labiis suis.
34 ουκ εξωλεθρευσαν τα εθνη α ειπεν κυριος αυτοις34 Non disperdiderunt gentes
quas dixit Dominus illis :
35 και εμιγησαν εν τοις εθνεσιν και εμαθον τα εργα αυτων35 et commisti sunt inter gentes,
et didicerunt opera eorum ;
36 και εδουλευσαν τοις γλυπτοις αυτων και εγενηθη αυτοις εις σκανδαλον36 et servierunt sculptilibus eorum,
et factum est illis in scandalum.
37 και εθυσαν τους υιους αυτων και τας θυγατερας αυτων τοις δαιμονιοις37 Et immolaverunt filios suos et filias suas dæmoniis.
38 και εξεχεαν αιμα αθωον αιμα υιων αυτων και θυγατερων ων εθυσαν τοις γλυπτοις χανααν και εφονοκτονηθη η γη εν τοις αιμασιν38 Et effuderunt sanguinem innocentem,
sanguinem filiorum suorum et filiarum suarum,
quas sacrificaverunt sculptilibus Chanaan.
Et infecta est terra in sanguinibus,
39 και εμιανθη εν τοις εργοις αυτων και επορνευσαν εν τοις επιτηδευμασιν αυτων39 et contaminata est in operibus eorum :
et fornicati sunt in adinventionibus suis.
40 και ωργισθη θυμω κυριος επι τον λαον αυτου και εβδελυξατο την κληρονομιαν αυτου40 Et iratus est furore Dominus in populum suum,
et abominatus est hæreditatem suam.
41 και παρεδωκεν αυτους εις χειρας εθνων και εκυριευσαν αυτων οι μισουντες αυτους41 Et tradidit eos in manus gentium ;
et dominati sunt eorum qui oderunt eos.
42 και εθλιψαν αυτους οι εχθροι αυτων και εταπεινωθησαν υπο τας χειρας αυτων42 Et tribulaverunt eos inimici eorum,
et humiliati sunt sub manibus eorum ;
43 πλεονακις ερρυσατο αυτους αυτοι δε παρεπικραναν αυτον εν τη βουλη αυτων και εταπεινωθησαν εν ταις ανομιαις αυτων43 sæpe liberavit eos.
Ipsi autem exacerbaverunt eum in consilio suo,
et humiliati sunt in iniquitatibus suis.
44 και ειδεν εν τω θλιβεσθαι αυτους εν τω αυτον εισακουσαι της δεησεως αυτων44 Et vidit cum tribularentur,
et audivit orationem eorum.
45 και εμνησθη της διαθηκης αυτου και μετεμεληθη κατα το πληθος του ελεους αυτου45 Et memor fuit testamenti sui,
et p?nituit eum secundum multitudinem misericordiæ suæ :
46 και εδωκεν αυτους εις οικτιρμους εναντιον παντων των αιχμαλωτισαντων αυτους46 et dedit eos in misericordias,
in conspectu omnium qui ceperant eos.
47 σωσον ημας κυριε ο θεος ημων και επισυναγαγε ημας εκ των εθνων του εξομολογησασθαι τω ονοματι τω αγιω σου του εγκαυχασθαι εν τη αινεσει σου47 Salvos nos fac, Domine Deus noster,
et congrega nos de nationibus :
ut confiteamur nomini sancto tuo,
et gloriemur in laude tua.
48 ευλογητος κυριος ο θεος ισραηλ απο του αιωνος και εως του αιωνος και ερει πας ο λαος γενοιτο γενοιτο48 Benedictus Dominus Deus Israël, a sæculo et usque in sæculum ;
et dicet omnis populus : Fiat, fiat.