ΨΑΛΜΟΙ - Salmi - Psalms 105
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142143144145146147148149150151
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
LXX | BIBBIA MARTINI |
---|---|
1 αλληλουια εξομολογεισθε τω κυριω οτι χρηστος οτι εις τον αιωνα το ελεος αυτου | 1 Alleluia: lodate Dio. Date lode al Signore, perché egli è buono, perché eterna ell'è la sua misericordia. |
2 τις λαλησει τας δυναστειας του κυριου ακουστας ποιησει πασας τας αινεσεις αυτου | 2 Chi potrà ridire le possenti opere del Signore: chi rappresenterà con parole tutte le lodi di lui? |
3 μακαριοι οι φυλασσοντες κρισιν και ποιουντες δικαιοσυνην εν παντι καιρω | 3 Beati quelli, che osservano la rettitudine, e in ogni tempo praticano la giustizia. |
4 μνησθητι ημων κυριε εν τη ευδοκια του λαου σου επισκεψαι ημας εν τω σωτηριω σου | 4 Sovvengati di noi, o Signore, secondo la buona tua volontà verso il tuo popolo: vieni a visitarci colla tua salute: |
5 του ιδειν εν τη χρηστοτητι των εκλεκτων σου του ευφρανθηναι εν τη ευφροσυνη του εθνους σου του επαινεισθαι μετα της κληρονομιας σου | 5 Affinchè noi vergiamo i beni de' tuoi eletti, e ci rallegriamo dell'allegrezza del popol tuo, affinchè tu sii glorificato nella tua eredità. |
6 ημαρτομεν μετα των πατερων ημων ηνομησαμεν ηδικησαμεν | 6 Abbiam peccato co' padri nostri: abbiamo operato ingiustamente, abbiam commessa iniquità. |
7 οι πατερες ημων εν αιγυπτω ου συνηκαν τα θαυμασια σου ουκ εμνησθησαν του πληθους του ελεους σου και παρεπικραναν αναβαινοντες εν τη ερυθρα θαλασση | 7 I padri nostri nell'Egitto non considerarono le tue meraviglie: non si ricordarono della molta tua misericordia. |
8 και εσωσεν αυτους ενεκεν του ονοματος αυτου του γνωρισαι την δυναστειαν αυτου | 8 E te irritarono quando stavano per entrare nel mare: nel mare rosso. |
9 και επετιμησεν τη ερυθρα θαλασση και εξηρανθη και ωδηγησεν αυτους εν αβυσσω ως εν ερημω | 9 Ed ei li salvò per amor del suo nome, per far conoscere la sua potenza. |
10 και εσωσεν αυτους εκ χειρος μισουντων και ελυτρωσατο αυτους εκ χειρος εχθρου | 10 E fè minaccia al mar rosso, ed ei si asciugò: e li menò per gli abissi come per un arido terreno. |
11 και εκαλυψεν υδωρ τους θλιβοντας αυτους εις εξ αυτων ουχ υπελειφθη | 11 E li salvò dalle mani di quei, che gli odiavano, e li riscattò dal poter del nemico. |
12 και επιστευσαν εν τοις λογοις αυτου και ησαν την αινεσιν αυτου | 12 E sommerse nelle acque i loro persecutori; un solo di essi non si salvò. |
13 εταχυναν επελαθοντο των εργων αυτου ουχ υπεμειναν την βουλην αυτου | 13 Ed essi ebber fede alle sue parole, e cantarono le sue lodi. |
14 και επεθυμησαν επιθυμιαν εν τη ερημω και επειρασαν τον θεον εν ανυδρω | 14 Ma fecer presto a scordarsi delle opere di lui, e non aspettarono l'esito de' suoi consigli. |
15 και εδωκεν αυτοις το αιτημα αυτων και εξαπεστειλεν πλησμονην εις τας ψυχας αυτων | 15 E desiderarono cose voluttuose nel deserto, e tentarono Dio in quel luogo senz'acqua. |
16 και παρωργισαν μωυσην εν τη παρεμβολη και ααρων τον αγιον κυριου | 16 E diede loro quel, che chiedevano, e saziò i loro appetiti. |
17 ηνοιχθη η γη και κατεπιεν δαθαν και εκαλυψεν επι την συναγωγην αβιρων | 17 E irritarono negli alloggiamenti Mosè, e Aronne il santo del Signore. |
18 και εξεκαυθη πυρ εν τη συναγωγη αυτων φλοξ κατεφλεξεν αμαρτωλους | 18 Si aperse la terra, e ingoiò Dathan e assorbì la sequela di Abiron. |
19 και εποιησαν μοσχον εν χωρηβ και προσεκυνησαν τω γλυπτω | 19 E il fuoco divampò nelle loro tende: la fiamma abbrugiò i peccatori. |
20 και ηλλαξαντο την δοξαν αυτων εν ομοιωματι μοσχου εσθοντος χορτον | 20 E fecero un vitello in Horeb: e adorarono una statua di getto. |
21 επελαθοντο του θεου του σωζοντος αυτους του ποιησαντος μεγαλα εν αιγυπτω | 21 E la gloria loro cambiarono per l'immagine di un vitello, che pasce l'erba. |
22 θαυμαστα εν γη χαμ φοβερα επι θαλασσης ερυθρας | 22 Si dimenticaron di Dio, che li salvò, e fece cose grandi in Egitto, cose mirabili nella terra di Cham, cose terribili nel mar rosso. |
23 και ειπεν του εξολεθρευσαι αυτους ει μη μωυσης ο εκλεκτος αυτου εστη εν τη θραυσει ενωπιον αυτου του αποστρεψαι την οργην αυτου του μη εξολεθρευσαι | 23 E avea parlato di sterminarli se Mosè suo eletto non si fosse piantato alla breccia di contro a lui, |
24 και εξουδενωσαν γην επιθυμητην ουκ επιστευσαν τω λογω αυτου | 24 Affine di distornare l'ira di lui perché non gli sterminasse. Quelli però non si curarono di quella terra desiderabile: |
25 και εγογγυσαν εν τοις σκηνωμασιν αυτων ουκ εισηκουσαν της φωνης κυριου | 25 Non credettero alla parola di lui, e mormorarono ne' loro alloggiamenti: non ascoltarono la voce del Signore. |
26 και επηρεν την χειρα αυτου αυτοις του καταβαλειν αυτους εν τη ερημω | 26 E alzata la mano contro di essi giurò di sporgergli nel deserto, |
27 και του καταβαλειν το σπερμα αυτων εν τοις εθνεσιν και διασκορπισαι αυτους εν ταις χωραις | 27 E di avvilire la loro stirpe tralle nazioni, e di dispergergli in questa, e in quella regione. |
28 και ετελεσθησαν τω βεελφεγωρ και εφαγον θυσιας νεκρων | 28 E si consagrarono a Beelphegor, e mangiarono de' sagrifizj dei morti. |
29 και παρωξυναν αυτον εν τοις επιτηδευμασιν αυτων και επληθυνθη εν αυτοις η πτωσις | 29 E lui irritarono co' loro ritrovamenti: e si fè più grande la loro rovina. |
30 και εστη φινεες και εξιλασατο και εκοπασεν η θραυσις | 30 E si levò su Finees, e lo placò; e la piaga cessò. |
31 και ελογισθη αυτω εις δικαιοσυνην εις γενεαν και γενεαν εως του αιωνος | 31 E ciò fugli imputato a giustizia di generazione in generazione fino in sempiterno. |
32 και παρωργισαν αυτον εφ' υδατος αντιλογιας και εκακωθη μωυσης δι' αυτους | 32 E lui irritarono alle acque di contraddizione, e patì Mosé della loro colpa, perché avevano perturbato il suo spirito. |
33 οτι παρεπικραναν το πνευμα αυτου και διεστειλεν εν τοις χειλεσιν αυτου | 33 E fu dubitoso nel suo parlare. Essi non dispersero le nazioni com'egli avea loro intimato. |
34 ουκ εξωλεθρευσαν τα εθνη α ειπεν κυριος αυτοις | 34 E si mischiarono colle genti, e impararono i loro costumi, e rendettcr culto a' loro idoli: e ciò divenne per essi pietra d'inciampo. |
35 και εμιγησαν εν τοις εθνεσιν και εμαθον τα εργα αυτων | 35 E immolarono i loro figliuoli, e le loro figliuole ai demonj. |
36 και εδουλευσαν τοις γλυπτοις αυτων και εγενηθη αυτοις εις σκανδαλον | 36 E sparsero il sangue innocente; il sangue de' proprj figliuoli, e delle figliuole sacrificate da loro agli idoli di Cuanaan. |
37 και εθυσαν τους υιους αυτων και τας θυγατερας αυτων τοις δαιμονιοις | 37 E fu infettata la terra per lo spargimento del sangue, e fu contaminata dalle opere loro, e si prostituirono ai loro ritrovamenti. |
38 και εξεχεαν αιμα αθωον αιμα υιων αυτων και θυγατερων ων εθυσαν τοις γλυπτοις χανααν και εφονοκτονηθη η γη εν τοις αιμασιν | 38 E il Signore si accese d'ira, e di furore contro il suo popolo, e prese in abominio la sua eredità. |
39 και εμιανθη εν τοις εργοις αυτων και επορνευσαν εν τοις επιτηδευμασιν αυτων | 39 E li diede in potere delle unzioni, ed ebber dominio di essi quei, che gli odiavano. |
40 και ωργισθη θυμω κυριος επι τον λαον αυτου και εβδελυξατο την κληρονομιαν αυτου | 40 E i loro nemici li trattarono duramente, e sotto il potere di questi ei furono umiliati: sovente Dio ne li liberò. |
41 και παρεδωκεν αυτους εις χειρας εθνων και εκυριευσαν αυτων οι μισουντες αυτους | 41 Ma eglino lo esacerbarono co' loro consiglj, e furono umiliati per le loro iniquità. |
42 και εθλιψαν αυτους οι εχθροι αυτων και εταπεινωθησαν υπο τας χειρας αυτων | 42 E li rimirò quand'erano nella tribolazione, e udì la loro orazione. |
43 πλεονακις ερρυσατο αυτους αυτοι δε παρεπικραναν αυτον εν τη βουλη αυτων και εταπεινωθησαν εν ταις ανομιαις αυτων | 43 E si ricordò di sua alleanza, e per la molta sua misericordia si ripentì. |
44 και ειδεν εν τω θλιβεσθαι αυτους εν τω αυτον εισακουσαι της δεησεως αυτων | 44 E fe', che trovasser misericordia presso tutti quei, che gli aveano fatti schiavi. |
45 και εμνησθη της διαθηκης αυτου και μετεμεληθη κατα το πληθος του ελεους αυτου | 45 Salvaci, o Signore Dio nostro, e raccoglici di tra le nazioni, |
46 και εδωκεν αυτους εις οικτιρμους εναντιον παντων των αιχμαλωτισαντων αυτους | 46 Affinché confessiamo il tuo santo nome, e ci gloriamo in te degno di ogni laude. |
47 σωσον ημας κυριε ο θεος ημων και επισυναγαγε ημας εκ των εθνων του εξομολογησασθαι τω ονοματι τω αγιω σου του εγκαυχασθαι εν τη αινεσει σου | 47 Benedetto il Signore Dio di Israele ab eterno, e in eterno: e dirà tutto il popolo: così sia, così sia. |
48 ευλογητος κυριος ο θεος ισραηλ απο του αιωνος και εως του αιωνος και ερει πας ο λαος γενοιτο γενοιτο |