ΙΩΒ - Giobbe - Job 38
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | BIBBIA CEI 2008 |
---|---|
1 Τοτε απεκριθη ο Κυριος προς τον Ιωβ εκ του ανεμοστροβιλου και ειπε? | 1 Il Signore prese a dire a Giobbe in mezzo all’uragano: |
2 Τις ουτος, οστις σκοτιζει την βουλην μου δια λογων ασυνετων; | 2 «Chi è mai costui che oscura il mio piano con discorsi da ignorante? |
3 Ζωσον ηδη την οσφυν σου ως ανηρ? διοτι θελω σε ερωτησει, και φανερωσον μοι. | 3 Cingiti i fianchi come un prode: io t’interrogherò e tu mi istruirai! |
4 Που ησο οτε εθεμελιονον την γην; απαγγειλον, εαν εχης συνεσιν. | 4 Quando ponevo le fondamenta della terra, tu dov’eri? Dimmelo, se sei tanto intelligente! |
5 Τις εθεσε τα μετρα αυτης, εαν εξευρης; η τις ηπλωσε σταθμην επ' αυτην; | 5 Chi ha fissato le sue dimensioni, se lo sai, o chi ha teso su di essa la corda per misurare? |
6 Επι τινος ειναι εστηριγμενα τα θεμελια αυτης; η τις εθεσε τον ακρογωνιαιον λιθον αυτης, | 6 Dove sono fissate le sue basi o chi ha posto la sua pietra angolare, |
7 οτε τα αστρα της αυγης εψαλλον ομου και παντες οι υιοι του Θεου ηλαλαζον; | 7 mentre gioivano in coro le stelle del mattino e acclamavano tutti i figli di Dio? |
8 η τις συνεκλεισε την θαλασσαν με θυρας, οτε εξορμωσα εξηλθεν εκ μητρας; | 8 Chi ha chiuso tra due porte il mare, quando usciva impetuoso dal seno materno, |
9 οτε περιεβαλον αυτην με νεφελην και με ομιχλην εσπαργανωσα αυτην, | 9 quando io lo vestivo di nubi e lo fasciavo di una nuvola oscura, |
10 και περιωρισα αυτην δια προσταγματος μου, και εβαλον μοχλους και πυλας, | 10 quando gli ho fissato un limite, e gli ho messo chiavistello e due porte |
11 και ειπα, Εως αυτου θελεις ερχεσθαι και δεν θελεις υπερβη? και εδω θελει συντριβεσθαι η υπερηφανια των κυματων σου; | 11 dicendo: “Fin qui giungerai e non oltre e qui s’infrangerà l’orgoglio delle tue onde”? |
12 Προσεταξας συ την πρωιαν επι των ημερων σου; εδειξας εις την αυγην τον τοπον αυτης, | 12 Da quando vivi, hai mai comandato al mattino e assegnato il posto all’aurora, |
13 δια να πιαση τα εσχατα της γης, ωστε οι κακουργοι να εκτιναχθωσιν απ' αυτης; | 13 perché afferri la terra per i lembi e ne scuota via i malvagi, |
14 Αυτη μεταμορφουται ως πηλος σφραγιζομενος? και τα παντα παρουσιαζονται ως στολη. | 14 ed essa prenda forma come creta premuta da sigillo e si tinga come un vestito, |
15 Και το φως των ασεβων αφαιρειται απ' αυτων, ο δε βραχιων των υπερηφανων συντριβεται. | 15 e sia negata ai malvagi la loro luce e sia spezzato il braccio che si alza a colpire? |
16 Εισηλθες εως των πηγων της θαλασσης; η περιεπατησας εις εξιχνιασιν της αβυσσου; | 16 Sei mai giunto alle sorgenti del mare e nel fondo dell’abisso hai tu passeggiato? |
17 Ηνοιχθησαν εις σε του θανατου αι πυλαι; η ειδες τας θυρας της σκιας του θανατου; | 17 Ti sono state svelate le porte della morte e hai visto le porte dell’ombra tenebrosa? |
18 Εγνωρισας το πλατος της γης; απαγγειλον, εαν ενοησας παντα ταυτα. | 18 Hai tu considerato quanto si estende la terra? Dillo, se sai tutto questo! |
19 Που ειναι η οδος της κατοικιας του φωτος; και του σκοτους, που ειναι ο τοπος αυτου, | 19 Qual è la strada dove abita la luce e dove dimorano le tenebre, |
20 δια να συλλαβης αυτο εις το οριον αυτου και να γνωρισης τας τριβους της οικιας αυτου; | 20 perché tu le possa ricondurre dentro i loro confini e sappia insegnare loro la via di casa? |
21 Γνωριζεις αυτο, διοτι τοτε εγεννηθης; η διοτι ο αριθμος των ημερων σου ειναι πολυς; | 21 Certo, tu lo sai, perché allora eri già nato e il numero dei tuoi giorni è assai grande! |
22 Εισηλθες εις τους θησαυρους της χιονος; η ειδες τους θησαυρους της χαλαζης, | 22 Sei mai giunto fino ai depositi della neve, hai mai visto i serbatoi della grandine, |
23 τους οποιους φυλαττω δια τον καιρον της θλιψεως δια την ημεραν της μαχης και του πολεμου; | 23 che io riserbo per l’ora della sciagura, per il giorno della guerra e della battaglia? |
24 Δια τινος οδου διαδιδεται το φως, η ο ανατολικος ανεμος διαχεεται επι την γην; | 24 Per quali vie si diffonde la luce, da dove il vento d’oriente invade la terra? |
25 Τις ηνοιξε ρυακας δια τας ραγδαιας βροχας, η δρομον δια την αστραπην της βροντης, | 25 Chi ha scavato canali agli acquazzoni e una via al lampo tonante, |
26 δια να φερη βροχην επι γην ακατοικητον, εις ερημον, οπου ανθρωπος δεν υπαρχει, | 26 per far piovere anche sopra una terra spopolata, su un deserto dove non abita nessuno, |
27 δια να χορταση την αβατον και ακατοικητον, και να αναβλαστηση τον βλαστον της χλοης; | 27 per dissetare regioni desolate e squallide e far sbocciare germogli verdeggianti? |
28 Εχει πατερα η βροχη; η τις εγεννησε τας σταγονας της δροσου; | 28 Ha forse un padre la pioggia? O chi fa nascere le gocce della rugiada? |
29 Απο μητρας τινος εξερχεται ο παγος; και την παχνην του ουρανου, τις εγεννησε; | 29 Dal qual grembo esce il ghiaccio e la brina del cielo chi la genera, |
30 Τα υδατα σκληρυνονται ως λιθος, και το προσωπον της αβυσσου πηγνυεται. | 30 quando come pietra le acque si induriscono e la faccia dell’abisso si raggela? |
31 Δυνασαι να δεσμευσης τας γλυκειας επιρροας της Πλειαδος η να λυσης τα δεσμα τον Ωριωνος; | 31 Puoi tu annodare i legami delle Plèiadi o sciogliere i vincoli di Orione? |
32 Δυνασαι να εκβαλης τα Ζωδια εις τον καιρον αυτων; η δυνασαι να οδηγησης τον Αρκτουρον μετα των υιων αυτου; | 32 Puoi tu far spuntare a suo tempo le costellazioni o guidare l’Orsa insieme con i suoi figli? |
33 Γνωριζεις τους νομους του ουρανου; δυνασαι να διαταξης τας επιρροας αυτου επι την γην; | 33 Conosci tu le leggi del cielo o ne applichi le norme sulla terra? |
34 Δυνασαι να υψωσης την φωνην σου εις τα νεφη, δια να σε σκεπαση αφθονια υδατων; | 34 Puoi tu alzare la voce fino alle nubi per farti inondare da una massa d’acqua? |
35 Δυνασαι να αποστειλης αστραπας, ωστε να εξελθωσι και να ειπωσι προς σε, Ιδου, ημεις; | 35 Scagli tu i fulmini ed essi partono dicendoti: “Eccoci!”? |
36 Τις εβαλε σοφιαν εντος του ανθρωπου; η τις εδωκε συνεσιν εις την καρδιαν αυτου; | 36 Chi mai ha elargito all’ibis la sapienza o chi ha dato al gallo intelligenza? |
37 Τις δυναται να αριθμηση τα νεφη δια σοφιας; η τις δυναται να κενονη τα δοχεια του ουρανου, | 37 Chi mai è in grado di contare con esattezza le nubi e chi può riversare gli otri del cielo, |
38 δια να χωνευθη το χωμα εις συμπηξιν και οι βωλοι να συγκολλωνται; | 38 quando la polvere del suolo diventa fango e le zolle si attaccano insieme? |
39 Θελεις κυνηγησει θηραμα δια τον λεοντα; η χορτασει την ορεξιν των σκυμνων, | 39 Sei forse tu che vai a caccia di preda per la leonessa e sazi la fame dei leoncelli, |
40 οταν κοιτωνται εν τοις σπηλαιοις και καθηνται εις τους κρυπτηρας δια να ενεδρευωσι; | 40 quando sono accovacciati nelle tane o stanno in agguato nei nascondigli? |
41 Τις ετοιμαζει εις τον κορακα την τροφην αυτου, οταν οι νεοσσοι αυτου κραζωσι προς τον Θεον, περιπλανωμενοι δι' ελλειψιν τροφης; | 41 Chi prepara al corvo il suo pasto, quando i suoi piccoli gridano verso Dio e vagano qua e là per mancanza di cibo? |