ΙΩΒ - Giobbe - Job 14
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
GREEK BIBLE | VULGATA |
---|---|
1 Ανθρωπος γεγεννημενος εκ γυναικος ειναι ολιγοβιος και πληρης ταραχης? | 1 Homo natus de muliere, brevi vivens tempore, repletur multis miseriis. |
2 αναβλαστανει ως ανθος και κοπτεται? φευγει ως σκια και δεν διαμενει. | 2 Qui quasi flos egreditur et conteritur, et fugit velut umbra, et numquam in eodem statu permanet. |
3 Και επι τοιουτον ανοιγεις τους οφθαλμους σου, και με φερεις εις κρισιν μετα σου; | 3 Et dignum ducis super hujuscemodi aperire oculos tuos, et adducere eum tecum in judicium ? |
4 Τις δυναται να εξαγαγη καθαρον απο ακαθαρτου; ουδεις. | 4 Quis potest facere mundum de immundo conceptum semine ? nonne tu qui solus es ? |
5 Επειδη αι ημεραι αυτου ειναι προσδιωρισμεναι, ο αριθμος των μηνων αυτου ευρισκεται παρα σοι, και συ εθεσας τα ορια αυτου, και δεν δυναται να υπερβη αυτα, | 5 Breves dies hominis sunt : numerus mensium ejus apud te est : constituisti terminos ejus, qui præteriri non poterunt. |
6 αποστρεψον απ' αυτου, δια να ησυχαση, εωσου χαιρων εκπληρωση ως μισθωτος την ημεραν αυτου. | 6 Recede paululum ab eo, ut quiescat, donec optata veniat, sicut mercenarii, dies ejus. |
7 Διοτι περι του δενδρου, εαν κοπη, ειναι ελπις οτι θελει αναβλαστησει, και οτι ο τρυφερος αυτου βλαστος δεν θελει εκλειψει. | 7 Lignum habet spem : si præcisum fuerit, rursum virescit, et rami ejus pullulant. |
8 Και αν η ριζα αυτου παλαιωθη εν τη γη και ο κορμος αυτου αποθανη εν τω χωματι, | 8 Si senuerit in terra radix ejus, et in pulvere emortuus fuerit truncus illius, |
9 ομως δια της οσμης του υδατος θελει αναβλαστησει και θελει εκβαλει κλαδους ως νεοφυτον. | 9 ad odorem aquæ germinabit, et faciet comam, quasi cum primum plantatum est. |
10 Αλλ' ο ανθρωπος αποθνησκει και παρερχεται? και ο ανθρωπος εκπνεει, και που ειναι; | 10 Homo vero cum mortuus fuerit, et nudatus, atque consumptus, ubi, quæso, est ? |
11 Καθως τα υδατα εκλειπουσιν εκ της θαλασσης και ο ποταμος στειρευει και ξηραινεται, | 11 Quomodo si recedant aquæ de mari, et fluvius vacuefactus arescat : |
12 ουτως ο ανθρωπος, αφου κοιμηθη, δεν ανισταται? εωσου οι ουρανοι μη υπαρξωσι, δεν θελουσιν εξυπνησει, και δεν θελουσιν εγερθη εκ του υπνου αυτων. | 12 sic homo, cum dormierit, non resurget : donec atteratur cælum, non evigilabit, nec consurget de somno suo. |
13 Ειθε να με εκρυπτες εν τω ταφω, να με εσκεπαζες εωσου παρελθη η οργη σου, να προσδιωριζες εις εμε προθεσμιαν, και τοτε να με ενθυμηθης | 13 Quis mihi hoc tribuat, ut in inferno protegas me, et abscondas me donec pertranseat furor tuus, et constituas mihi tempus in quo recorderis mei ? |
14 Εαν αποθανη ο ανθρωπος, θελει αναζησει; πασας τας ημερας της εκστρατειας μου θελω περιμενει, εωσου ελθη η απαλλαγη μου. | 14 Putasne mortuus homo rursum vivat ? cunctis diebus quibus nunc milito, expecto donec veniat immutatio mea. |
15 Θελεις καλεσει, και εγω θελω σοι αποκριθη? θελεις επιβλεψει εις το εργον των χειρων σου. | 15 Vocabis me, et ego respondebo tibi : operi manuum tuarum porriges dexteram. |
16 Διοτι τωρα αριθμεις τα διαβηματα μου? δεν παραφυλαττεις τας αμαρτιας μου; | 16 Tu quidem gressus meos dinumerasti : sed parce peccatis meis. |
17 Η παραβασις μου ειναι επεσφραγισμενη εν βαλαντιω, και επισημειονεις την ανομιαν μου. | 17 Signasti quasi in sacculo delicta mea, sed curasti iniquitatem meam. |
18 Βεβαιως το μεν ορος πιπτον εξουδενουται, ο δε βραχος μετακινειται απο του τοπου αυτου. | 18 Mons cadens defluit, et saxum transfertur de loco suo : |
19 Τα υδατα τρωγουσι τας πετρας? αι πλημμυραι αυτων παρασυρουσι το χωμα της γης? ουτω συ καταστρεφεις την ελπιδα του ανθρωπου, | 19 lapides excavant aquæ, et alluvione paulatim terra consumitur : et hominem ergo similiter perdes. |
20 υπερισχυεις παντοτε εναντιον αυτου, και αυτος παρερχεται? μεταβαλλεις την οψιν αυτου και αποπεμπεις αυτον. | 20 Roborasti eum paululum, ut in perpetuum transiret : immutabis faciem ejus, et emittes eum. |
21 Οι υιοι αυτου υψουνται, και αυτος δεν εξευρει? και ταπεινουνται, και αυτος δεν εννοει ουδεν περι αυτων. | 21 Sive nobiles fuerint filii ejus, sive ignobiles, non intelliget. |
22 Μονον η σαρξ αυτου επ' αυτου θελει πονει, και η ψυχη αυτου εν αυτω θελει πενθει. | 22 Attamen caro ejus, dum vivet, dolebit, et anima illius super semetipso lugebit. |