Giobbe 21
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
NOVA VULGATA | GREEK BIBLE |
---|---|
1 Respondens autem Iob dixit: | 1 Και απεκριθη ο Ιωβ και ειπεν? |
2 “ Audite, quaeso, sermones meos, et sint haec consolationes vestrae. | 2 Ακουσατε μετα προσοχης την ομιλιαν μου, και τουτο ας ηναι αντι των παρηγοριων σας. |
3 Sustinete me, et ego loquar; et post verba mea ridebitis. | 3 Υποφερετε με να λαλησω? και αφου λαλησω, εμπαιζετε. |
4 Numquid contra hominem disputatio mea est, ut merito non debeam impatiens fieri? | 4 Μη εις ανθρωπον παραπονουμαι εγω; δια τι λοιπον να μη ταραχθη το πνευμα μου; |
5 Attendite me et obstupescite et superponite digitum ori vestro. | 5 Εμβλεψατε εις εμε και θαυμασατε, και βαλετε χειρα επι στοματος. |
6 Et ego, quando recordatus fuero, pertimesco, et concutit carnem meam tremor. | 6 Μονον να ενθυμηθω, ταραττομαι, και τρομος κυριευει την σαρκα μου. |
7 Quare ergo impii vivunt, senuerunt confortatique sunt divitiis? | 7 Δια τι οι ασεβεις ζωσι, γηρασκουσι, μαλιστα ακμαζουσιν εις πλουτη; |
8 Semen eorum permanet coram eis, et progenies eorum in conspectu eorum. | 8 Το σπερμα αυτων στερεουται εμπροσθεν αυτων μετ' αυτων, και τα εκγονα αυτων εμπροσθεν των οφθαλμων αυτων. |
9 Domus eorum securae sunt et pacatae, et non est virga Dei super illos. | 9 Αι οικιαι αυτων ειναι ασφαλεις απο φοβου? και ραβδος Θεου δεν ειναι επ' αυτους. |
10 Bos eorum concepit et non abortivit, vacca peperit et non est privata fetu suo. | 10 Ο βους αυτων συλλαμβανει και δεν αποτυγχανει? η δαμαλις αυτων τικτει και δεν αποβαλλει. |
11 Egrediuntur quasi greges parvuli eorum, et infantes eorum exsultant lusibus. | 11 Απολυουσι τα τεκνα αυτων ως προβατα, και τα παιδια αυτων σκιρτωσι. |
12 Tenent tympanum et citharam et gaudent ad sonitum organi. | 12 Λαμβανουσι το τυμπανον και την κιθαραν και ευφραινονται εις τον ηχον του οργανου. |
13 Ducunt in bonis dies suos et in puncto ad inferna descendunt. | 13 Διαγουσι τας ημερας αυτων εν αγαθοις και εν μια στιγμη καταβαινουσιν εις τον αδην. |
14 Qui dixerant Deo: “Recede a nobis! Scientiam viarum tuarum nolumus. | 14 Και λεγουσι προς τον Θεον, αποστηθι αφ' ημων, διοτι δεν θελομεν να γνωρισωμεν τας οδους σου? |
15 Quis est Omnipotens, ut serviamus ei, et quid nobis prodest, si oraverimus illum?”. | 15 τι ειναι ο Παντοδυναμος δια να δουλευωμεν αυτον; και τι ωφελουμεθα επικαλουμενοι αυτον; |
16 Sint in manu eorum bona sua; consilium vero impiorum longe sit a me. | 16 Ιδου, τα αγαθα αυτων δεν ειναι εν τη χειρι αυτων? μακραν απ' εμου η βουλη των ασεβων. |
17 Quam saepe lucerna impiorum exstinguitur, et superveniet eis pernicies, et dolores dividet in furore suo? | 17 Ποσακις σβυνεται ο λυχνος των ασεβων, και ερχεται η καταστροφη αυτων επ' αυτους Ο Θεος διαμοιραζει εις αυτους ωδινας εν τη οργη αυτου. |
18 Erunt sicut paleae ante faciem venti, et sicut favilla, quam turbo dispergit. | 18 Ειναι ως αχυρον εμπροσθεν του ανεμου? και ως κονιορτος, τον οποιον αρπαζει ο ανεμοστροβιλος. |
19 “Servabitne Deus filiis iniquitatem eius?”. Retribuat illi, ut sciat. | 19 Ο Θεος φυλαττει την ποινην της ανομιας αυτων δια τους υιους αυτων? ανταποδιδει εις αυτους, και θελουσι γνωρισει τουτο. |
20 Videbunt oculi eius interfectionem suam, et de furore Omnipotentis bibet. | 20 Οι οφθαλμοι αυτων θελουσιν ιδει την καταστροφην αυτων, και θελουσι πιει απο του θυμου του Παντοδυναμου. |
21 Quid enim ad eum pertinet de domo sua post se, et si numerus mensium eius recidetur? | 21 Διοτι ο ασεβης ποιαν ηδονην εχει μεθ' εαυτον εν τω οικω αυτου, αφου κοπη εις το μεσον ο αριθμος των μηνων αυτου; |
22 Numquid Deum docebit quispiam scientiam, qui excelsos iudicat? | 22 Θελει διδαξει τις τον Θεον γνωσιν; και αυτος κρινει τους υψηλους. |
23 Iste moritur robustus et sanus, dives et felix; | 23 Ο μεν αποθνησκει εν τω ακρω της ευδαιμονιας αυτου, ενω ειναι κατα παντα ευτυχης και ησυχος? |
24 viscera eius plena sunt adipe, et medullis ossa illius irrigantur. | 24 τα πλευρα αυτου ειναι πληρη παχους, και τα οστα αυτου ποτιζονται μυελον. |
25 Alius vero moritur in amaritudine animae absque ullis opibus; | 25 Ο δε αποθνησκει εν πικρια ψυχης, και ποτε δεν εφαγεν εν ευφροσυνη. |
26 et tamen simul in pulvere dormient, et vermes operient eos. | 26 Θελουσι κοιτεσθαι ομου εν τω χωματι, και σκωληκες θελουσι σκεπασει αυτους. |
27 Certe novi cogitationes vestras et sententias contra me iniquas. | 27 Ιδου, γνωριζω τους διαλογισμους σας, και τας πονηριας τας οποιας μηχανασθε κατ' εμου. |
28 Dicitis enim: “Ubi est domus principis, et ubi tabernacula impiorum?”. | 28 Διοτι λεγετε, Που ο οικος του αρχοντος; και που η σκηνη της κατοικησεως των ασεβων; |
29 Nonne interrogastis quemlibet de viatoribus et signa eorum non agnovistis? | 29 Δεν ηρωτησατε τους διαβαινοντας την οδον; και τα σημεια αυτων δεν καταλαμβανετε; |
30 Quia in diem perditionis servatur malus et ad diem furoris abducetur. | 30 Οτι ο ασεβης φυλαττεται εις ημεραν αφανισμου, εις ημεραν οργης φερεται. |
31 Quis arguet coram eo viam eius, et, quae fecit, quis reddet illi? | 31 Τις θελει φανερωσει εμπροσθεν αυτου την οδον αυτου; και τις θελει ανταποδωσει εις αυτον ο, τι αυτος επραξε; |
32 Ipse ad sepulcra ducetur, et super tumulum vigilabunt. | 32 και αυτος θελει φερθη εις τον ταφον, και θελει διαμενει εν τω μνηματι. |
33 Dulces erunt ei glebae vallis, et post se omnem hominem trahet et ante se innumerabiles. | 33 Οι βωλοι της κοιλαδος θελουσιν εισθαι γλυκεις εις αυτον, και πας ανθρωπος θελει υπαγει κατοπιν αυτου, καθως αναριθμητοι προπορευονται αυτου. |
34 Quomodo igitur consolamini me frustra, et responsionis vestrae restat perfidia? ”. | 34 Πως λοιπον με παρηγορειτε ματαιως, αφου εις τας αποκρισεις σας μενει ψευδος; |