Scrutatio

Lunedi, 20 maggio 2024 - San Bernardino da Siena ( Letture di oggi)

Jób könyve 2


font
KÁLDI-NEOVULGÁTALXX
1 Történt pedig, amikor egyik napon eljöttek az Isten fiai és jelentkeztek az Úr előtt, a sátán is eljött közöttük és a színe elé állt;1 εγενετο δε ως η ημερα αυτη και ηλθον οι αγγελοι του θεου παραστηναι εναντι κυριου και ο διαβολος ηλθεν εν μεσω αυτων παραστηναι εναντιον του κυριου
2 az Úr pedig megkérdezte a sátánt: »Honnan jössz?« Az ezt válaszolta: »Szerte bolyongtam a földön és bejártam azt.«2 και ειπεν ο κυριος τω διαβολω ποθεν συ ερχη τοτε ειπεν ο διαβολος ενωπιον του κυριου διαπορευθεις την υπ' ουρανον και εμπεριπατησας την συμπασαν παρειμι
3 És mondta az Úr a sátánnak: »Észrevetted-e szolgámat, Jóbot? Nincs a földön hozzá hasonló férfi: feddhetetlen és igaz, istenfélő és a gonosztól tartózkodó! Mindezideig ragaszkodik a jámborsághoz, holott ellene ingereltél, hogy ok nélkül sújtsam!«3 ειπεν δε ο κυριος προς τον διαβολον προσεσχες ουν τω θεραποντι μου ιωβ οτι ουκ εστιν κατ' αυτον των επι της γης ανθρωπος ακακος αληθινος αμεμπτος θεοσεβης απεχομενος απο παντος κακου ετι δε εχεται ακακιας συ δε ειπας τα υπαρχοντα αυτου δια κενης απολεσαι
4 A sátán pedig ezt válaszolta neki: »Bőrért csak bőrt, életéért azonban mindent odaad az ember, amije csak van;4 υπολαβων δε ο διαβολος ειπεν τω κυριω δερμα υπερ δερματος οσα υπαρχει ανθρωπω υπερ της ψυχης αυτου εκτεισει
5 bocsásd csak rá kezedet és verd meg a csontját és a húsát, akkor majd meglátod, hogy szemtől-szembe áld ő téged.«5 ου μην δε αλλα αποστειλας την χειρα σου αψαι των οστων αυτου και των σαρκων αυτου ει μην εις προσωπον σε ευλογησει
6 Az Úr erre azt mondta a sátánnak: »Nos, kezedbe adom őt, de kíméld az életét!«6 ειπεν δε ο κυριος τω διαβολω ιδου παραδιδωμι σοι αυτον μονον την ψυχην αυτου διαφυλαξον
7 Eltávozott tehát a sátán az Úr színe elől és Jóbot undok keléssel sújtotta tetőtől talpig.7 εξηλθεν δε ο διαβολος απο του κυριου και επαισεν τον ιωβ ελκει πονηρω απο ποδων εως κεφαλης
8 Jób a szemétdombon ülve, cseréppel kapargatta sebeit.8 και ελαβεν οστρακον ινα τον ιχωρα ξυη και εκαθητο επι της κοπριας εξω της πολεως
9 A felesége megkérdezte: »Mégis megmaradsz jámborságodban? Áldd az Istent és halj meg!«9 χρονου δε πολλου προβεβηκοτος ειπεν αυτω η γυνη αυτου μεχρι τινος καρτερησεις λεγων [9α] ιδου αναμενω χρονον ετι μικρον προσδεχομενος την ελπιδα της σωτηριας μου [9β] ιδου γαρ ηφανισται σου το μνημοσυνον απο της γης υιοι και θυγατερες εμης κοιλιας ωδινες και πονοι ους εις το κενον εκοπιασα μετα μοχθων [9χ] συ τε αυτος εν σαπρια σκωληκων καθησαι διανυκτερευων αιθριος [9δ] καγω πλανητις και λατρις τοπον εκ τοπου περιερχομενη και οικιαν εξ οικιας προσδεχομενη τον ηλιον ποτε δυσεται ινα αναπαυσωμαι των μοχθων και των οδυνων αι με νυν συνεχουσιν [9ε] αλλα ειπον τι ρημα εις κυριον και τελευτα
10 Ő erre azt felelte neki: »Balga nő módjára beszélsz! Ha a jót elvesszük Isten kezéből, a rosszat miért ne vennénk?« Mindezekben sem vétkezett Jób az ajkával.10 ο δε εμβλεψας ειπεν αυτη ωσπερ μια των αφρονων γυναικων ελαλησας ει τα αγαθα εδεξαμεθα εκ χειρος κυριου τα κακα ουχ υποισομεν εν πασιν τουτοις τοις συμβεβηκοσιν αυτω ουδεν ημαρτεν ιωβ τοις χειλεσιν εναντιον του θεου
11 Jób három barátja pedig értesült mindarról a szerencsétlenségről, amely őt érte, s eljöttek hozzá, mindegyik a maga lakóhelyéről: a temáni Elifáz, a súhi Bildád és a naámai Szófár; megegyeztek ugyanis, hogy együtt elmennek, felkeresik és megvigasztalják.11 ακουσαντες δε οι τρεις φιλοι αυτου τα κακα παντα τα επελθοντα αυτω παρεγενοντο εκαστος εκ της ιδιας χωρας προς αυτον ελιφας ο θαιμανων βασιλευς βαλδαδ ο σαυχαιων τυραννος σωφαρ ο μιναιων βασιλευς και παρεγενοντο προς αυτον ομοθυμαδον του παρακαλεσαι και επισκεψασθαι αυτον
12 Amikor pedig még távolról felemelték szemüket, meg sem ismerték, mire fennhangon sírni kezdtek, megszaggatták ruhájukat és port hintettek fejük fölött az ég felé.12 ιδοντες δε αυτον πορρωθεν ουκ επεγνωσαν και βοησαντες φωνη μεγαλη εκλαυσαν ρηξαντες εκαστος την εαυτου στολην και καταπασαμενοι γην
13 Azután hét napon és hét éjjelen át a földön ültek vele és egyikük sem szólt hozzá egy szót sem, mert látták, hogy igen nagy a fájdalma.13 παρεκαθισαν αυτω επτα ημερας και επτα νυκτας και ουδεις αυτων ελαλησεν εωρων γαρ την πληγην δεινην ουσαν και μεγαλην σφοδρα