Krónikák második könyve 10
123456789101112131415161718192021222324252627282930313233343536
Ter
Kiv
Lev
Szám
MTörv
Józs
Bír
Rút
1Sám
2Sám
1Kir
2Kir
1Krón
2Krón
Ezdr
Neh
Tób
Judit
Eszt
1Makk
2Makk
Jób
Zsolt
Péld
Préd
Én
Bölcs
Sir
Iz
Jer
Siralm
Bár
Ez
Dán
Óz
Jo
Ám
Abd
Jón
Mik
Náh
Hab
Szof
Agg
Zak
Mal
Mt
Mk
Lk
Jn
Csel
Róm
1Kor
2Kor
Gal
Ef
Fil
Kol
1Tessz
2Tessz
1Tim
2Tim
Tit
Filem
Zsid
Jak
1Pét
2Pét
1Ján
2Ján
3Ján
Júd
Jel
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
KÁLDI-NEOVULGÁTA | LXX |
---|---|
1 Roboám el is ment Szíchembe: ott gyűlt ugyanis egybe egész Izrael, hogy őt királlyá tegye. | 1 και ηλθεν ροβοαμ εις συχεμ οτι εις συχεμ ηρχετο πας ισραηλ βασιλευσαι αυτον |
2 Amikor azonban meghallotta ezt Jeroboám, Nábát fia, aki Egyiptomban tartózkodott, (oda menekült ugyanis Salamon elől), azonnal visszatért. | 2 και εγενετο ως ηκουσεν ιεροβοαμ υιος ναβατ και αυτος εν αιγυπτω ως εφυγεν απο προσωπου σαλωμων του βασιλεως και κατωκησεν ιεροβοαμ εν αιγυπτω και απεστρεψεν ιεροβοαμ εξ αιγυπτου |
3 El is hívták, és ő eljött egész Izraellel és ezeket mondta Roboámnak: | 3 και απεστειλαν και εκαλεσαν αυτον και ηλθεν ιεροβοαμ και πασα η εκκλησια ισραηλ προς ροβοαμ λεγοντες |
4 »Atyád igen kemény igával sújtott minket: te könnyebb dolgokat parancsolj, mint atyád, aki nehéz szolgaságot rakott ránk, és enyhíts egy kissé a terhen s akkor szolgálni fogunk neked.« | 4 ο πατηρ σου εσκληρυνεν τον ζυγον ημων και νυν αφες απο της δουλειας του πατρος σου της σκληρας και απο του ζυγου αυτου του βαρεος ου εδωκεν εφ' ημας και δουλευσομεν σοι |
5 Ő így válaszolt: »Három nap múlva jöjjetek vissza hozzám.« Amikor aztán a nép eltávozott, | 5 και ειπεν αυτοις πορευεσθε εως τριων ημερων και ερχεσθε προς με και απηλθεν ο λαος |
6 tanácsot tartott azokkal a vénekkel, akik atyja, Salamon előtt szolgáltak, amíg élt. Megkérdezte tőlük: »Mit tanácsoltok, mit feleljek a népnek?« | 6 και συνηγαγεν ο βασιλευς ροβοαμ τους πρεσβυτερους τους εστηκοτας εναντιον σαλωμων του πατρος αυτου εν τω ζην αυτον λεγων πως υμεις βουλευεσθε του αποκριθηναι τω λαω τουτω λογον |
7 Ők azt mondták neki: »Ha megnyered e nép tetszését s kegyes szavakkal megnyugtatod őket, szolgálni fognak neked minden időben.« | 7 και ελαλησαν αυτω λεγοντες εαν εν τη σημερον γενη εις αγαθον τω λαω τουτω και ευδοκησης και λαλησης αυτοις λογους αγαθους και εσονται σοι παιδες πασας τας ημερας |
8 Ám ő figyelmen kívül hagyta a vének tanácsát, és azokkal az ifjakkal kezdett tanácskozni, akik vele nevelkedtek s az ő kíséretét alkották. | 8 και κατελιπεν την βουλην των πρεσβυτερων οι συνεβουλευσαντο αυτω και συνεβουλευσατο μετα των παιδαριων των συνεκτραφεντων μετ' αυτου των εστηκοτων εναντιον αυτου |
9 Ezt kérdezte tőlük: »Mit láttok jónak, vagy mit kell felelnem e népnek, amely azt mondta nekem: ‘Enyhíts azon az igán, amelyet atyád reánk rakott.’« | 9 και ειπεν αυτοις τι υμεις βουλευεσθε και αποκριθησομαι λογον τω λαω τουτω οι ελαλησαν προς με λεγοντες ανες απο του ζυγου ου εδωκεν ο πατηρ σου εφ' ημας |
10 Ők úgy feleltek neki, mint ifjak s mint akik vele nevelkedtek a gyönyörökben, s azt mondták: »Így szólj a néphez, amely azt mondta neked: ‘Atyád súlyos igát rakott ránk, te könnyíts rajta’ – így felelj neki: Az én kisujjam vastagabb, mint atyám dereka! | 10 και ελαλησαν αυτω τα παιδαρια τα εκτραφεντα μετ' αυτου ουτως λαλησεις τω λαω τω λαλησαντι προς σε λεγων ο πατηρ σου εβαρυνεν τον ζυγον ημων και συ αφες αφ' ημων ουτως ερεις ο μικρος δακτυλος μου παχυτερος της οσφυος του πατρος μου |
11 Atyám nehéz igát rakott rátok, én még nehezebbel tetézem: atyám ostorral vert titeket, én skorpióval foglak verni titeket.« | 11 και νυν ο πατηρ μου επαιδευσεν υμας ζυγω βαρει και εγω προσθησω επι τον ζυγον υμων ο πατηρ μου επαιδευσεν υμας εν μαστιγξιν και εγω παιδευσω υμας εν σκορπιοις |
12 Jeroboám el is jött a harmadik napon az egész néppel együtt Roboámhoz, úgy, ahogy ez meghagyta nekik: »Térjetek vissza hozzám három nap múlva!« | 12 και ηλθεν ιεροβοαμ και πας ο λαος προς ροβοαμ τη ημερα τη τριτη ως ελαλησεν ο βασιλευς λεγων επιστρεψατε προς με τη ημερα τη τριτη |
13 A király keményen felelt, és figyelmen kívül hagyva a vének tanácsát, | 13 και απεκριθη ο βασιλευς σκληρα και εγκατελιπεν ο βασιλευς ροβοαμ την βουλην των πρεσβυτερων |
14 az ifjak kívánsága szerint így szólt: »Atyám nehéz igát rakott rátok: én azt nehezebbé teszem, atyám ostorral vert titeket: én skorpióval foglak verni titeket.« | 14 και ελαλησεν προς αυτους κατα την βουλην των νεωτερων λεγων ο πατηρ μου εβαρυνεν τον ζυγον υμων και εγω προσθησω επ' αυτον ο πατηρ μου επαιδευσεν υμας εν μαστιγξιν και εγω παιδευσω υμας εν σκορπιοις |
15 Nem hallgatta meg tehát a nép kérését, mert Isten meg akarta valósítani szavát, amelyet a silói Áhia által Jeroboámhoz, Nábát fiához intézett. | 15 και ουκ ηκουσεν ο βασιλευς του λαου οτι ην μεταστροφη παρα του θεου λεγων ανεστησεν κυριος τον λογον αυτου ον ελαλησεν εν χειρι αχια του σηλωνιτου περι ιεροβοαμ υιου ναβατ |
16 Amikor a király ilyen keményen felelt, az egész nép így szólt hozzá: »Nincs nekünk részünk Dávidban, nincs örökségünk Izáj fiában. Térj vissza sátraidba Izrael, te pedig legeltesd a magad házát, Dávid!« Azzal Izrael visszatért sátraiba. | 16 και παντος ισραηλ οτι ουκ ηκουσεν ο βασιλευς αυτων και απεκριθη ο λαος προς τον βασιλεα λεγων τις ημιν μερις εν δαυιδ και κληρονομια εν υιω ιεσσαι εις τα σκηνωματα σου ισραηλ νυν βλεπε τον οικον σου δαυιδ και επορευθη πας ισραηλ εις τα σκηνωματα αυτου |
17 Izraelnek azokon a fiain azonban, akik Júda városaiban laktak, továbbra is Roboám uralkodott. | 17 και ανδρες ισραηλ οι κατοικουντες εν πολεσιν ιουδα και εβασιλευσεν επ' αυτων ροβοαμ |
18 Erre Roboám király elküldte hozzájuk Adurám robotfelügyelőt, de Izrael fiai halálra kövezték őt. Ekkor Roboám király gyorsan szekérre szállt és Jeruzsálembe menekült. | 18 και απεστειλεν ο βασιλευς ροβοαμ τον αδωνιραμ τον επι του φορου και ελιθοβολησαν αυτον οι υιοι ισραηλ λιθοις και απεθανεν και ο βασιλευς ροβοαμ εσπευσεν του αναβηναι εις το αρμα του φυγειν εις ιερουσαλημ |
19 Így pártolt el Izrael Dávid házától mind a mai napig. | 19 και ηθετησεν ισραηλ εν τω οικω δαυιδ εως της ημερας ταυτης |