Scrutatio

Mercoledi, 15 maggio 2024 - Sant'Isidoro agricoltore ( Letture di oggi)

Krónikák második könyve 10


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Roboám el is ment Szíchembe: ott gyűlt ugyanis egybe egész Izrael, hogy őt királlyá tegye.1 Και υπηγεν ο Ροβοαμ εις Συχεμ? διοτι ηρχετο πας ο Ισραηλ εις Συχεμ δια να καμη αυτον βασιλεα.
2 Amikor azonban meghallotta ezt Jeroboám, Nábát fia, aki Egyiptomban tartózkodott, (oda menekült ugyanis Salamon elől), azonnal visszatért.2 Και ως ηκουσε τουτο Ιεροβοαμ ο υιος του Ναβατ, οστις ητο εν Αιγυπτω, οπου ειχε φυγει απο προσωπου Σολομωντος του βασιλεως, επεστρεψεν ο Ιεροβοαμ εξ Αιγυπτου,
3 El is hívták, és ő eljött egész Izraellel és ezeket mondta Roboámnak:3 διοτι απεστειλαν και εκαλεσαν αυτον. Τοτε ηλθον ο Ιεροβοαμ και πας ο Ισραηλ, και ελαλησαν προς τον Ροβοαμ, λεγοντες,
4 »Atyád igen kemény igával sújtott minket: te könnyebb dolgokat parancsolj, mint atyád, aki nehéz szolgaságot rakott ránk, és enyhíts egy kissé a terhen s akkor szolgálni fogunk neked.«4 Ο πατηρ σου εσκληρυνε τον ζυγον ημων? τωρα λοιπον την δουλειαν την σκληραν του πατρος σου και τον ζυγον αυτου τον βαρυν, τον οποιον επεβαλεν εφ' ημας, ελαφρωσον συ, και θελομεν σοι δουλευει.
5 Ő így válaszolt: »Három nap múlva jöjjetek vissza hozzám.« Amikor aztán a nép eltávozott,5 Ο δε ειπε προς αυτους, Επανελθετε προς εμε μετα τρεις ημερας. Και ανεχωρησεν ο λαος.
6 tanácsot tartott azokkal a vénekkel, akik atyja, Salamon előtt szolgáltak, amíg élt. Megkérdezte tőlük: »Mit tanácsoltok, mit feleljek a népnek?«6 Και συνεβουλευθη ο βασιλευς Ροβοαμ τους πρεσβυτερους, οιτινες παρισταντο ενωπιον Σολομωντος του πατρος αυτου ετι ζωντος, λεγων, Τι με συμβουλευετε σεις να αποκριθω προς τον λαον τουτον;
7 Ők azt mondták neki: »Ha megnyered e nép tetszését s kegyes szavakkal megnyugtatod őket, szolgálni fognak neked minden időben.«7 Και ελαλησαν προς αυτον, λεγοντες, Εαν φερθης ευμενως προς τον λαον τουτον και ευαρεστησης εις αυτους, και λαλησης προς αυτους αγαθους λογους, τοτε θελουσιν εισθαι δουλοι σου δια παντος.
8 Ám ő figyelmen kívül hagyta a vének tanácsát, és azokkal az ifjakkal kezdett tanácskozni, akik vele nevelkedtek s az ő kíséretét alkották.8 Απερριψεν ομως την συμβουλην των πρεσβυτερων, την οποιαν εδωκαν εις αυτον, και συνεβουλευθη τους νεους τους συνανατραφεντας μετ' αυτου, τους παρισταμενους ενωπιον αυτου.
9 Ezt kérdezte tőlük: »Mit láttok jónak, vagy mit kell felelnem e népnek, amely azt mondta nekem: ‘Enyhíts azon az igán, amelyet atyád reánk rakott.’«9 Και ειπε προς αυτους, Τι με συμβουλευετε σεις να αποκριθωμεν προς τον λαον τουτον, οστις ελαλησε προς εμε, λεγων, Ελαφρωσον τον ζυγον τον οποιον ο πατηρ σου επεβαλεν εφ' ημας;
10 Ők úgy feleltek neki, mint ifjak s mint akik vele nevelkedtek a gyönyörökben, s azt mondták: »Így szólj a néphez, amely azt mondta neked: ‘Atyád súlyos igát rakott ránk, te könnyíts rajta’ – így felelj neki: Az én kisujjam vastagabb, mint atyám dereka!10 Και ελαλησαν προς αυτον οι νεοι οι συνανατραφεντες μετ' αυτου, λεγοντες, Ουτω θελεις λαλησει προς τον λαον, οστις ελαλησε προς σε, λεγων, Ο πατηρ σου εβαρυνε τον ζυγον ημων, αλλα συ ελαφρωσον αυτον εις ημας? ουτω θελεις λαλησει προς αυτους? Ο μικρος μου δακτυλος θελει εισθαι παχυτερος της οσφυος του πατρος μου?
11 Atyám nehéz igát rakott rátok, én még nehezebbel tetézem: atyám ostorral vert titeket, én skorpióval foglak verni titeket.«11 τωρα λοιπον ο μεν πατηρ μου επεφορτισεν εις εσας ζυγον βαρυν, εγω δε θελω καμει βαρυτερον τον ζυγον σας? ο πατηρ μου σας επαιδευσε με μαστιγας, εγω δε θελω σας παιδευσει με σκορπιους.
12 Jeroboám el is jött a harmadik napon az egész néppel együtt Roboámhoz, úgy, ahogy ez meghagyta nekik: »Térjetek vissza hozzám három nap múlva!«12 Και ηλθεν ο Ιεροβοαμ και πας ο λαος προς τον Ροβοαμ την τριτην ημεραν, ως ειχε λαλησει ο βασιλευς, λεγων, Επανελθετε προς εμε την τριτην ημεραν.
13 A király keményen felelt, és figyelmen kívül hagyva a vének tanácsát,13 Και απεκριθη ο βασιλευς προς αυτους σκληρως? και εγκατελιπεν ο βασιλευς Ροβοαμ την συμβουλην των πρεσβυτερων,
14 az ifjak kívánsága szerint így szólt: »Atyám nehéz igát rakott rátok: én azt nehezebbé teszem, atyám ostorral vert titeket: én skorpióval foglak verni titeket.«14 και ελαλησε προς αυτους κατα την συμβουλην των νεων, λεγων, Ο πατηρ μου εβαρυνε τον ζυγον σας, αλλ' εγω θελω καμει αυτον βαρυτερον? ο πατηρ μου σας επαιδευσε με μαστιγας, αλλ' εγω θελω σας παιδευσει με σκορπιους.
15 Nem hallgatta meg tehát a nép kérését, mert Isten meg akarta valósítani szavát, amelyet a silói Áhia által Jeroboámhoz, Nábát fiához intézett.15 Και δεν εισηκουσεν ο βασιλευς εις τον λαον? διοτι το πραγμα εγεινε παρα του Θεου, δια να εκτελεση ο Κυριος τον λογον αυτου, τον οποιον ελαλησε δια του Αχια του Σηλωνιτου προς Ιεροβοαμ τον υιον του Ναβατ.
16 Amikor a király ilyen keményen felelt, az egész nép így szólt hozzá: »Nincs nekünk részünk Dávidban, nincs örökségünk Izáj fiában. Térj vissza sátraidba Izrael, te pedig legeltesd a magad házát, Dávid!« Azzal Izrael visszatért sátraiba.16 Και ιδων πας ο Ισραηλ οτι ο βασιλευς δεν εισηκουσεν εις αυτους, απεκριθη ο λαος προς τον βασιλεα, λεγων, Τι μερος εχομεν ημεις εις τον Δαβιδ; ουδεμιαν κληρονομιαν εχομεν εις τον υιον του Ιεσσαι? εις τας σκηνας σου εκαστος, Ισραηλ? προβλεψον τωρα, Δαβιδ, περι του οικου σου. Και ανεχωρησε πας ο Ισραηλ εις τας σκηνας αυτου.
17 Izraelnek azokon a fiain azonban, akik Júda városaiban laktak, továbbra is Roboám uralkodott.17 Περι δε των υιων Ισραηλ των κατοικουντων εν ταις πολεσιν Ιουδα, ο Ροβοαμ εβασιλευσεν επ' αυτους.
18 Erre Roboám király elküldte hozzájuk Adurám robotfelügyelőt, de Izrael fiai halálra kövezték őt. Ekkor Roboám király gyorsan szekérre szállt és Jeruzsálembe menekült.18 Και απεστειλεν ο βασιλευς Ροβοαμ τον Αδωραμ, τον επι των φορων? και ελιθοβολησαν αυτον οι υιοι Ισραηλ με λιθους, και απεθανεν. Οθεν εσπευσεν ο βασιλευς Ροβοαμ να αναβη εις την αμαξαν, δια να φυγη εις Ιερουσαλημ.
19 Így pártolt el Izrael Dávid házától mind a mai napig.19 Ουτως απεστατησεν ο Ισραηλ απο του οικου του Δαβιδ, εως της ημερας ταυτης.