Scrutatio

Lunedi, 13 maggio 2024 - Beata Vergine Maria di Fatima ( Letture di oggi)

Királyok első könyve 22


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Elmúlt erre három esztendő, anélkül, hogy háború lett volna Szíria s Izrael között.1 Παρηλθον δε τρια ετη ανευ πολεμου αναμεσον της Συριας και του Ισραηλ.
2 A harmadik esztendőben aztán lement Jozafát, Júda királya Izrael királyához.2 Κατα δε το τριτον ετος κατεβη Ιωσαφατ ο βασιλευς του Ιουδα προς τον βασιλεα του Ισραηλ.
3 Izrael királya pedig azt mondta szolgáinak: »Nem tudjátok-e, hogy Rámót-Gileád a miénk? És mi hagyjuk és nem vesszük vissza Szíria királyának kezéből?«3 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τους δουλους αυτου, Εξευρετε οτι η Ραμωθ-γαλααδ ειναι ημων, και ημεις σιωπωμεν εις το να λαβωμεν αυτην εκ της χειρος του βασιλεως της Συριας;
4 Azt mondta ekkor Jozafátnak: »Eljössz-e velem hadakozni Rámót-Gileád ellen?«4 Και ειπε προς τον Ιωσαφατ, Ερχεσαι μετ' εμου δια να πολεμησωμεν την Ραμωθ-γαλααδ; Και ειπεν ο Ιωσαφατ προς τον βασιλεα του Ισραηλ, Εγω ειμαι καθως συ, ο λαος μου καθως ο λαος σου, οι ιπποι μου καθως οι ιπποι σου.
5 Azt mondta erre Jozafát Izrael királyának: »Éppoly kész vagyok, mint te: népem s néped egy, s lovasaim a te lovasaid.« Majd azt mondta Jozafát Izrael királyának: »Kérdezd meg, kérlek, még ma az Úr szavát.«5 Και ειπεν ο Ιωσαφατ προς τον βασιλεα του Ισραηλ, Ερωτησον, παρακαλω, τον λογον του Κυριου σημερον.
6 Egybegyűjtötte erre Izrael királya a prófétákat, mintegy négyszáz embert, s azt mondta nekik: »Elmenjek-e hadakozni Rámót-Gileád ellen, vagy maradjak nyugton?« Azok azt felelték: »Menj fel, s az Úr a király kezébe adja.«6 Και συνηθροισεν ο βασιλευς του Ισραηλ τους προφητας, περιπου τετρακοσιους ανδρας, και ειπε προς αυτους, να υπαγω εναντιον της Ραμωθ-γαλααδ να πολεμησω, η να απεχω; οι δε ειπον, Αναβα, και ο Κυριος θελει παραδωσει αυτην εις την χειρα του βασιλεως.
7 Azt mondta azonban Jozafát: »Nincs-e itt az Úr valamelyik prófétája, hogy ő általa kérdezősködhetnénk?«7 Και ειπεν ο Ιωσαφατ, Δεν ειναι ενταυθα ετι προφητης του Κυριου, δια να ερωτησωμεν δι' αυτου;
8 Azt mondta erre Izrael királya Jozafátnak: »Van itt még egy ember, aki által megkérdezhetnénk az Urat, de én gyűlölöm, mert nem jövendöl nekem jót, csak rosszat: Mikeás, Jemla fia.« Azt mondta neki Jozafát: »Ne beszélj így, király!«8 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Ιωσαφατ, Ειναι ετι ανθρωπος τις, Μιχαιας, ο υιος του Ιεμλα, δια του οποιου δυναμεθα να ερωτησωμεν τον Κυριον? πλην μισω αυτον? διοτι δεν προφητευει καλον περι εμου, αλλα κακον. Και ειπεν ο Ιωσαφατ, Ας μη λαλη ο βασιλευς ουτως.
9 Odahívatott tehát Izrael királya egy udvari szolgát, s azt mondta neki: »Siess, hozd ide Mikeást, Jemla fiát.«9 Και εκαλεσεν ο βασιλευς του Ισραηλ ενα ευνουχον και ειπε, Σπευσον να φερης Μιχαιαν τον υιον του Ιεμλα.
10 Ezalatt Izrael királya s Jozafát, Júda királya ott üldögéltek, mindenki a maga királyi székében, királyi díszbe öltözötten, a Szamaria kapuja előtti térségen, s a próféták mind ott prófétáltak színük előtt.10 Ο δε βασιλευς του Ισραηλ και Ιωσαφατ ο βασιλευς του Ιουδα εκαθηντο, εκαστος επι του θρονου αυτου, ενδεδυμενοι στολας, εν τοπω ανοικτω κατα την εισοδον της πυλης της Σαμαρειας? και παντες οι προφηται προεφητευον εμπροσθεν αυτων.
11 Cidkija, Kánaána fia, vasszarvakat is készített magának, s azt mondta: »Ezt üzeni az Úr: Ilyenekkel ökleled majd Szíriát, amíg el nem törlöd.«11 Και Σεδεκιας ο υιος του Χαναανα ειχε καμει εις εαυτον σιδηρα κερατα? και ειπεν, Ουτω λεγει Κυριος? Δια τουτων θελεις κερατισει τους Συριους, εωσου συντελεσης αυτους.
12 Valamennyi próféta hasonlóképp prófétált és azt mondta: »Menj fel Rámót-Gileád ellen: sikerülni fog, s az Úr a király kezébe adja.«12 Και παντες οι προφηται προεφητευον ουτω, λεγοντες, Αναβα εις Ραμωθ-γαλααδ και ευοδου? διοτι ο Κυριος θελει παραδωσει αυτην εις την χειρα του βασιλεως.
13 Eközben az a követ, aki elment, hogy elhívja Mikeást, azt mondta neki: »Íme, a próféták szavai egyhangúlag jót jövendölnek a királynak: legyen tehát szavad hasonló az övékéhez és szólj jót.«13 Και ο μηνυτης, οστις υπηγε να καλεση τον Μιχαιαν, ειπε προς αυτον, λεγων, Ιδου τωρα, οι λογοι των προφητων φανερονουσιν εξ ενος στοματος καλον περι του βασιλεως? ο λογος σου λοιπον ας ηναι ως ο λογος ενος εξ εκεινων, και λαλησον το καλον.
14 Azt mondta neki Mikeás: »Az Úr életére mondom, hogy azt fogom mondani, amit az Úr mond nekem.«14 Ο δε Μιχαιας ειπε, Ζη Κυριος, ο, τι μοι ειπη ο Κυριος, τουτο θελω λαλησει.
15 Amikor aztán a királyhoz ért, azt mondta neki a király: »Mikeás, felmenjünk-e hadakozni Rámót-Gileád ellen, vagy hagyjuk?« Ő azt felelte neki: »Menj fel, sikerülni fog, s az Úr a király kezébe adja.«15 Ηλθε λοιπον προς τον βασιλεα. Και ειπεν ο βασιλευς προς αυτον, Μιχαια, να υπαγωμεν εις Ραμωθ-γαλααδ δια να πολεμησωμεν, η να απεχωμεν; Ο δε απεκριθη προς αυτον, Αναβα και ευοδου? διοτι ο Κυριος θελει παραδωσει αυτην εις την χειρα του βασιλεως.
16 Azt mondta erre neki a király: »Ismét s ismét eskü alatt kényszerítelek, hogy ne mondj nekem az Úr nevében mást, csak azt, ami igaz.«16 Και ειπε προς αυτον ο βασιλευς, Εως ποσακις θελω σε ορκιζει, να μη λεγης προς εμε παρα την αληθειαν εν ονοματι Κυριου;
17 Erre ő azt mondta: »Láttam egész Izraelt szétszórva a hegyeken mint a juhokat, amelyeknek nincs pásztoruk. És azt mondta az Úr: ‘Nincs ezeknek uruk, térjen vissza mindenki békességben házába.’«17 Ο δε ειπεν, ειδον παντα τον Ισραηλ διεσπαρμενον επι τα ορη, ως προβατα μη εχοντα ποιμενα. Και ειπε Κυριος, Ουτοι δεν εχουσι κυριον? ας επιστρεψωσιν εκαστος εις τον οικον αυτου εν ειρηνη.
18 (Azt mondta erre Izrael királya Jozafátnak: »Nem megmondtam neked, hogy nem jövendöl jót nekem, csak mindig rosszat?«)18 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Ιωσαφατ, Δεν σοι ειπα ετι δεν θελει προφητευσει καλον περι εμου, αλλα κακον;
19 Majd folytatta és azt mondta: »Halljad tehát az Úr szavát: Láttam az Urat, amint királyi székében ült, s az egész mennyei sereg jobbról s balról mellette állt19 Και ο Μιχαιας ειπεν, Ακουσον λοιπον τον λογον του Κυριου. Ειδον τον Κυριον καθημενον επι του θρονου αυτου, και πασαν την στρατιαν του ουρανου παρισταμενην περι αυτον, εκ δεξιων αυτου και εξ αριστερων αυτου.
20 és az Úr azt mondta: ‘Ki szedné rá Áchábot, Izrael királyát, hogy felmenjen és elessék Rámót-Gileádnál?’ Ekkor egyik ezt, a másik azt a dolgot mondta.20 Και ειπε Κυριος, Τις θελει απατησει τον Αχααβ, ωστε να αναβη και να πεση εν Ραμωθ-γαλααδ; Και ο μεν ειπεν ουτως, ο δε ειπεν ουτως.
21 Előlépett azonban a lélek, s az Úr elé állt és szólt: ‘Én rászedem.’ Szólt hozzá az Úr: ‘Mi által?’21 Και εξηλθε το πνευμα και εσταθη ενωπιον Κυριου και ειπεν, Εγω θελω απατησει αυτον.
22 Erre ő azt mondta: ‘Kimegyek, s hazug lélek leszek valamennyi prófétája szájában.’ Azt mondta erre az Úr: ‘Szedd rá, sikerülni fog: menj csak ki és tégy úgy.’ –22 Και ειπε Κυριος προς αυτο, Τινι τροπω; Και ειπε, Θελω εξελθει και θελω εισθαι πνευμα ψευδους εν τω στοματι παντων των προφητων αυτου. Και ειπε Κυριος, Θελεις απατησει και ετι θελεις κατορθωσει? εξελθε και καμε ουτω.
23 Nos tehát íme, a hazugság lelkét adta az Úr valamennyi itt levő prófétád szájába, az Úr azonban rosszat szólt ellened.«23 Τωρα λοιπον, ιδου, ο Κυριος εβαλε πνευμα ψευδους εν τω στοματι παντων τουτων των προφητων σου, και ο Κυριος ελαλησε κακον επι σε.
24 Odalépett ekkor Cidkija, Kánaána fia, s arcul ütötte Mikeást és azt mondta: »Hát engem elhagyott az Úr lelke, neked azonban szólt?«24 Τοτε πλησιασας Σεδεκιας ο υιος του Χαναανα, ερραπισε τον Μιχαιαν επι την σιαγονα και ειπε, Δια ποιας οδου επερασε το Πνευμα του Κυριου απ' εμου, δια να λαληση προς σε;
25 Azt mondta erre Mikeás: »Majd meglátod azon a napon, amikor a kamrában levő kamrába fogsz menni elbújni.«25 Και ειπεν ο Μιχαιας, Ιδου, θελεις ιδει, καθ' ην ημεραν θελεις εισερχεσθαι απο ταμειου εις ταμειον δια να κρυφθης.
26 Izrael királya pedig azt mondta: »Vigyétek Mikeást el, s maradjon Ámonnál, a város parancsnokánál s Joásnál, a király fiánál26 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ, Πιασατε τον Μιχαιαν και επαναφερετε αυτον προς Αμων τον αρχοντα της πολεως και προς Ιωας τον υιον του βασιλεως?
27 és mondjátok nekik: ‘Ezt üzeni a király: Vessétek tömlöcbe ezt az embert, s tartsátok nyomorúságos kenyéren és szűk vízen, amíg én békével vissza nem térek.’«27 και ειπατε, Ουτω λεγει ο βασιλευς? Βαλετε τουτον εις την φυλακην και τρεφετε αυτον με αρτον θλιψεως και με υδωρ θλιψεως, εωσου επιστρεψω εν ειρηνη.
28 Azt mondta erre Mikeás: »Ha te békével visszatérsz, nem szólt az Úr általam.« Majd azt mondta: »Halljátok népek mindnyájan!«28 Και ειπεν ο Μιχαιας, Εαν τωοντι επιστρεψης εν ειρηνη, ο Θεος δεν ελαλησε δι' εμου. Και ειπεν, Ακουσατε σεις, παντες οι λαοι.
29 Felvonult tehát Izrael királya és Jozafát Júda királya Rámót-Gileád ellen.29 Και ανεβη ο βασιλευς του Ισραηλ και Ιωσαφατ ο βασιλευς του Ιουδα εις Ραμωθ-γαλααδ.
30 Azt mondta ekkor Izrael királya Jozafátnak: »Fogj fegyvert, s eredj a harcba, de csak öltsd fel saját ruháidat!« Izrael királya azonban álruhát öltött, s úgy ment a harcba. –30 Και ειπεν ο βασιλευς του Ισραηλ προς τον Ιωσαφατ, Εγω θελω μετασχηματισθη και εισελθει εις την μαχην? συ δε ενδυθητι την στολην σου. Και μετεσχηματισθη ο βασιλευς του Ισραηλ και εισηλθεν εις την μαχην.
31 Szíria királya pedig megparancsolta a szekerek harminckét parancsnokának: »Ne harcoljatok se kicsiny, se nagy ellen, hanem csak egyedül Izrael királya ellen.« –31 Ο δε βασιλευς της Συριας ειχε προσταξει τους τριακοντα δυο αμαξαρχας αυτου, λεγων, Μη πολεμειτε μητε μικρον μητε μεγαν, αλλα μονον τον βασιλεα του Ισραηλ.
32 Így amikor a szekerek parancsnokai Jozafátot meglátták, azt hitték, hogy ő Izrael királya, s rátámadtak, s ellene hadakoztak, de Jozafát felkiáltott.32 Και ως ειδον οι αμαξαρχαι τον Ιωσαφατ, τοτε αυτοι ειπον, Βεβαιως ουτος ειναι ο βασιλευς του Ισραηλ. Και περιεστραφησαν δια να πολεμησωσιν αυτον? αλλ' ο Ιωσαφατ ανεβοησεν.
33 Megértették erre a szekerek parancsnokai, hogy nem ő Izrael királya, s ott hagyták.33 Ιδοντες δε οι αμαξαρχαι οτι δεν ητο ο βασιλευς του Ισραηλ, επεστρεψαν απο της καταδιωξεως αυτου.
34 Egy ember azonban felvonta íját és csak úgy találomra ellőtte a nyilat, s véletlenül éppen Izrael királyát találta el a tüdő és a gyomor között. Erre ez azt mondta szekérvezetőjének: »Fordulj meg, s vigyél ki engem a seregből, mert súlyosan megsebesültem.«34 Ανθρωπος δε τις, τοξευσας ασκοπως, εκτυπησε τον βασιλεα του Ισραηλ μεταξυ των αρθρωσεων του θωρακος? ο δε ειπε προς τον ηνιοχον αυτου, Στρεψον την χειρα σου και εκβαλε με εκ του στρατευματος? διοτι επληγωθην.
35 Ám nagy harc kerekedett azon a napon, s így Izrael királya továbbra is ott állt szekerén a szírekkel szemben. Estére azonban meghalt; sebéből a vér a szekér belsejébe folyt.35 Και η μαχη εμεγαλυνθη εν τη ημερα εκεινη? ο δε βασιλευς ιστατο επι της αμαξης αντικρυ των Συριων, και προς το εσπερας απεθανε? και το αιμα ερρεεν εκ της πληγης εις τον κολπον της αμαξης.
36 Erre még napnyugta előtt kikiáltotta a hírnök az egész seregben, s azt mondták: »Mindenki térjen vissza városába s földjére!«36 Και περι την δυσιν του ηλιου εγεινε διακηρυξις εν τω στρατοπεδω, λεγουσα, Εκαστος εις την πολιν αυτου και εκαστος εις τον τοπον αυτου.
37 Meghalt tehát a király, s elvitték Szamariába, s eltemették a királyt Szamariában,37 Και απεθανεν ο βασιλευς και εκομισθη εις Σαμαρειαν? και ενεταφιασαν τον βασιλεα εν Σαμαρεια.
38 szekerét pedig megmosták és szerszámát leöblítették Szamaria tavában, amikor is a kutyák felnyalták vérét – az Úrnak azon szava szerint, amelyet szólt.38 Και επλυναν την αμαξαν εις το υδροστασιον της Σαμαρειας? επλυναν ετι και τα οπλα αυτου? και εγλειψαν οι κυνες το αιμα αυτου, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησεν.
39 Ácháb egyéb dolgai pedig, s mindaz, amit cselekedett, az elefántcsontház, amelyet építtetett, s mindazok a városok, amelyeket kiépíttetett, nemde meg vannak írva Izrael királyainak krónikás könyvében?39 Αι δε λοιπαι των πραξεων του Αχααβ και παντα οσα εκαμε, και ο ελεφαντινος οικος τον οποιον ωκοδομησε και πασαι αι πολεις, τας οποιας εκτισε, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ισραηλ;
40 Ácháb tehát aludni tért atyáihoz, s fia, Ahaszja lett a király helyette.40 Και εκοιμηθη ο Αχααβ μετα των πατερων αυτου, και εβασιλευσεν αντ' αυτου Οχοζιας ο υιος αυτου.
41 Jozafát, Ásza fia, Áchábnak, Izrael királyának negyedik esztendejében kezdett uralkodni Júdán.41 Ο δε Ιωσαφατ ο υιος του Ασα εβασιλευσεν επι τον Ιουδα, το τεταρτον ετος του Αχααβ βασιλεως του Ισραηλ.
42 Harmincöt esztendős volt, amikor uralkodni kezdett, s huszonöt esztendeig uralkodott Jeruzsálemben; anyját, aki Saláj lánya volt, Azubának hívták.42 Ο Ιωσαφατ ητο τριακοντα πεντε ετων ηλικιας οτε εβασιλευσε? και εβασιλευσεν εικοσιπεντε ετη εν Ιερουσαλημ? το δε ονομα της μητρος αυτου ητο Αζουβα, θυγατηρ του Σιλει.
43 Mindenben apjának, Ászának útján járt, s arról le nem tért, s azt cselekedte, ami igaz az Úr színe előtt.43 Και περιεπατησεν εις πασας τας οδους Ασα του πατρος αυτου? δεν εξεκλινεν απ' αυτων, πραττων το ευθες ενωπιον του Κυριου. Οι υψηλοι ομως τοποι δεν αφηρεθησαν? ο λαος εθυσιαζεν ετι και εθυμιαζεν εν τοις υψηλοις τοποις.
44 Mindazonáltal a magaslatokat nem távolította el: a nép ugyanis még a magaslatokon áldozott és gyújtott jó illatot.44 Και ειχεν ειρηνην ο Ιωσαφατ μετα του βασιλεως του Ισραηλ.
45 Jozafát békességet tartott Izrael királyával.45 Αι δε λοιπαι των πραξεων του Ιωσαφατ, και τα κατορθωματα αυτου οσα εκαμε, και οι πολεμοι αυτου, δεν ειναι γεγραμμενα εν τω βιβλιω των χρονικων των βασιλεων του Ιουδα;
46 Jozafát egyéb dolgai pedig és cselekedetei, amelyeket művelt, valamint harcai, nemde meg vannak írva Júda királyainak krónikás könyvében?46 Και το υπολοιπον των σοδομιτων, το εναπολειφθεν εν ταις ημεραις Ασα του πατρος αυτου, αυτος εξηλειψεν απο της γης.
47 Ő eltávolította az országból azoknak a fiúszeretőknek maradékait is, akik apja, Ásza napjaiból maradtak.47 Τοτε δεν υπηρχε βασιλευς εν Εδωμ? διοικητης ητο βασιλευς.
48 Akkoriban nem állt király Edom élén.48 Ο Ιωσαφατ εκαμε πλοια εν Θαρσεις, δια να πλευσωσιν εις Οφειρ δια χρυσιον? πλην δεν υπηγον, διοτι τα πλοια συνετριφθησαν εν Εσιων-γαβερ.
49 Így Jozafát király tengeri hajókat készíttetett, hogy Ofírba hajózzanak aranyért, de nem mehettek el, mert összetörtek Ecjon-Géberben.49 Τοτε ειπεν Οχοζιας ο υιος του Αχααβ προς τον Ιωσαφατ, Ας υπαγωσιν οι δουλοι μου μετα των δουλων σου εις τα πλοια? ο Ιωσαφατ ομως δεν ηθελησε.
50 Akkor azt mondta Ahaszja, Ácháb fia Jozafátnak: »Menjenek szolgáim szolgáiddal a hajókon« – de azt Jozafát nem akarta.50 Και εκοιμηθη ο Ιωσαφατ μετα των πατερων αυτου και εταφη μετα των πατερων αυτου εν τη πολει Δαβιδ του πατρος αυτου? εβασιλευσε δε αντ' αυτου Ιωραμ ο υιος αυτου.
51 Amikor aztán Jozafát aludni tért atyáihoz, eltemették melléjük atyja, Dávid városában és fia, Jórám lett a király helyette.51 Οχοζιας ο υιος του Αχααβ εβασιλευσεν επι τον Ισραηλ εν Σαμαρεια, το δεκατον εβδομον ετος του Ιωσαφατ βασιλεως του Ιουδα? και εβασιλευσε δυο ετη επι τον Ισραηλ.
52 Ahaszja, Ácháb fia Jozafátnak, Júda királyának tizenhetedik esztendejében kezdett uralkodni Izraelen Szamariában, s két esztendeig uralkodott Izraelen.52 Και επραξε τα πονηρα ενωπιον του Κυριου, και περιεπατησεν εις την οδον του πατρος αυτου και εις την οδον της μητρος αυτου και εις την οδον του Ιεροβοαμ υιου του Ναβατ, οστις εκαμε τον Ισραηλ να αμαρτηση?
53 Azt cselekedte, ami gonosz az Úr színe előtt, s apjának meg anyjának útján járt, meg Jeroboámnak, Nábát fiának az útján, aki vétekre vitte Izraelt.53 διοτι ελατρευσε τον Βααλ και προσεκυνησεν αυτον, και παρωργισε Κυριον τον Θεον του Ισραηλ, κατα παντα οσα επραξεν ο πατηρ αυτου.
54 Baált szolgálta és imádta – az Urat, Izrael Istenét pedig bosszantotta, egészen úgy, ahogy apja cselekedett.