Scrutatio

Domenica, 12 maggio 2024 - Santi Nereo e Achilleo ( Letture di oggi)

Királyok első könyve 17


font
KÁLDI-NEOVULGÁTAGREEK BIBLE
1 Majd azt mondta a Tisbéből, Gileád lakói közül való Illés Áchábnak: »Az Úrnak, Izrael Istenének életére mondom, akinek színe előtt szolgálok, hogy nem lesz ezekben az esztendőkben sem harmat, sem eső, csak majd az én szám szavára.«1 Και ειπεν Ηλιας ο Θεσβιτης, ο εκ των κατοικων της Γαλααδ, προς τον Αχααβ, Ζη Κυριος ο Θεος του Ισραηλ, εμπροσθεν του οποιου παρισταμαι, δεν θελει εισθαι τα ετη ταυτα δροσος και βροχη, ειμη δια του λογου του στοματος μου.
2 Ekkor az Úr szózatot intézett hozzá, ezekkel a szavakkal:2 Και ηλθεν ο λογος του Κυριου προς αυτον, λεγων,
3 »Távozz innen, s eredj napkeletre, s rejtőzz el a Kárit-pataknál, amely a Jordán felé van.3 Αναχωρησον εντευθεν και στρεψον προς ανατολας και κρυφθητι πλησιον του χειμαρρου Χεριθ, του απεναντι του Ιορδανου?
4 A patakból lesz ott italod, s a hollóknak hagytam meg, hogy tápláljanak ott téged.«4 και θελεις πινει εκ του χειμαρρου? προσεταξα δε τους κορακας να σε τρεφωσιν εκει.
5 Elment tehát, s az Úr szava szerint cselekedett, s amikor odaért, megtelepedett a Kárit-pataknál, amely a Jordán felé van.5 Και υπηγε και εκαμε κατα τον λογον του Κυριου? διοτι υπηγε και εκαθησε πλησιον του χειμαρρου Χεριθ, του απεναντι του Ιορδανου.
6 A hollók hoztak is neki kenyeret és húst reggel, valamint kenyeret s húst este, s a patakból ivott.6 Και οι κορακες εφερον προς αυτον αρτον και κρεας το πρωι, και αρτον και κρεας το εσπερας? και επινεν εκ του χειμαρρου.
7 Napok múltával azonban kiszáradt a patak, mert nem volt eső az országban.7 Μετα δε τινας ημερας εξηρανθη ο χειμαρρος, επειδη δεν εγεινε βροχη επι της γης.
8 Ezért az Úr szózatot intézett hozzá, ezekkel a szavakkal:8 Και ηλθεν ο λογος του Κυριου προς αυτον, λεγων,
9 »Kelj fel, s eredj a szidoniak Száreftájába, s tartózkodj ott: íme, meghagytam ott egy özvegyasszonynak, hogy tápláljon téged.«9 Σηκωθεις υπαγε εις Σαρεπτα της Σιδωνος και καθισον εκει? ιδου, προσεταξα εκει γυναικα χηραν να σε τρεφη.
10 Felkelt és elment Száreftába. Amikor a város kapujához ért, meglátott egy özvegyasszonyt, aki fát szedegetett. Megszólította, s azt mondta neki: »Adj nekem egy kis vizet valami edényben, hadd igyam.«10 Και σηκωθεις υπηγεν εις Σαρεπτα. Και ως ηλθεν εις την πυλην της πολεως, ιδου, εκει γυνη χηρα συναγουσα ξυλαρια? και εφωνησε προς αυτην και ειπε, Φερε μοι, παρακαλω, ολιγον υδωρ εν αγγειω, δια να πιω.
11 Amikor aztán az elment, hogy hozzon, ő így kiáltott utána: »Hozz nekem, kérlek, egy falat kenyeret is kezedben.«11 Και ενω υπηγε να φερη αυτο, εφωνησε προς αυτην και ειπε, Φερε μοι παρακαλω, κομματιον αρτου εν τη χειρι σου.
12 Az ezt felelte: »Az Úrnak, a te Istenednek életére mondom, hogy nincs semmiféle kenyerem, csak egy maroknyi lisztem a vékában s egy kis olajam a korsóban: éppen egy pár darabka fát szedek, hogy elkészítsem azt magamnak s fiamnak, hogy megegyük, s azután meghaljunk.«12 Η δε ειπε, Ζη Κυριος ο Θεος σου, δεν εχω ψωμιον, αλλα μονον μιαν χεριαν αλευρου εις το πιθαριον και ολιγον ελαιον εις το ρωγιον? και ιδου, συναγω δυο ξυλαρια, δια να υπαγω και να καμω αυτο δι' εμαυτην και δια τον υιον μου, και να φαγωμεν αυτο και να αποθανωμεν.
13 Azt mondta neki Illés: »Ne félj, csak eredj, s tégy, ahogy mondtad. Először azonban nekem készíts abból a lisztecskéből egy kis hamuban sült lepényt, s hozd ki azt nekem. Magadnak és fiadnak azután csinálj.13 Ο δε Ηλιας ειπε προς αυτην, Μη φοβου? υπαγε, καμε ως ειπας? πλην εξ αυτου καμε εις εμε πρωτον μιαν μικραν πητταν και φερε εις εμε, και επειτα καμε δια σεαυτην και δια τον υιον σου?
14 Ezt üzeni ugyanis az Úr, Izrael Istene: ‘Nem ürül ki lisztes vékád, s nem apad el olajos korsód mindaddig, amíg esőt nem ad az Úr a föld színére.’«14 διοτι ουτω λεγει Κυριος ο Θεος του Ισραηλ? το πιθαριον του αλευρου δεν θελει κενωθη, ουδε το ρωγιον του ελαιου θελει ελαττωθη, εως της ημερας καθ' ην ο Κυριος θελει δωσει βροχην επι προσωπου της γης.
15 Erre az elment, s Illés szava szerint cselekedett, és evett ő s az asszony s egész házanépe, s attól a naptól kezdve15 Η δε υπηγε και εκαμε κατα τον λογον του Ηλια? και ετρωγεν αυτη και αυτος και ο οικος αυτης ημερας πολλας?
16 nem ürült ki a lisztes véka, s nem apadt el az olajos korsó – az Úr szava szerint, amelyet Illés által szólt.16 το πιθαριον του αλευρου δεν εκενωθη, ουδε το ρωγιον του ελαιου ηλαττωθη, κατα τον λογον του Κυριου, τον οποιον ελαλησε δια του Ηλια.
17 Történt pedig ezek után, hogy megbetegedett az asszonynak, a ház asszonyának fia, s olyan súlyos volt betegsége, hogy nem maradt lélegzet benne.17 Μετα δε τα πραγματα ταυτα, ηρρωστησεν ο υιος της γυναικος, της κυριας του οικου? και η αρρωστια αυτου ητο δυνατη σφοδρα, εωσου δεν εμεινε πνοη εν αυτω.
18 Azt mondta azért az asszony Illésnek: »Mi dolgom van veled, Isten embere? Azért jöttél-e hozzám, hogy felhívd a figyelmet vétkeimre, s megöld fiamat?«18 Και ειπε προς τον Ηλιαν, Τι εχεις μετ' εμου, ανθρωπε του Θεου; ηλθες προς εμε δια να φερης εις ενθυμησιν τας ανομιας μου και να θανατωσης τον υιον μου;
19 Azt mondta erre neki Illés: »Add ide fiadat.« Azzal elvette öléből, s felvitte a tetőszobába, ahol ő lakott, s ágyára fektette,19 Ο δε ειπε προς αυτην, Δος μοι τον υιον σου. Και ελαβεν αυτον εκ του κολπου αυτης και ανεβιβασεν αυτον εις το υπερωον, οπου αυτος εκαθητο, και επλαγιασεν αυτον επι την κλινην αυτου.
20 majd kiáltott az Úrhoz és azt mondta: »Uram, Istenem, sújtod ezt az özvegyet is, akinél én úgy ahogy ellátást találok, hogy fiát így megölöd?«20 Και ανεβοησε προς τον Κυριον και ειπε, Κυριε Θεε μου? επεφερες κακον και εις την χηραν, παρα τη οποια εγω παροικω, ωστε να θανατωσης τον υιον αυτης;
21 Aztán kinyújtotta magát, s háromszor ráborult a gyermekre, s az Úrhoz kiáltott és azt mondta: »Uram Istenem, kérlek, térjen vissza e gyermek lelke a testébe.«21 Και εξηπλωθη τρις επι το παιδαριον και ανεβοησε προς τον Κυριον και ειπε, Κυριε Θεε μου, ας επανελθη, δεομαι, η ψυχη του παιδαριου τουτου εντος αυτου.
22 Az Úr meg is hallgatta Illés szavát, s a gyermek lelke visszatért bele, s az ismét élt.22 Και εισηκουσεν ο Κυριος της φωνης του Ηλια? και επανηλθεν η ψυχη του παιδαριου εντος αυτου και ανεζησε.
23 Erre Illés vette a gyermeket, levitte a felső teremből az alsó házba, átadta anyjának, s azt mondta neki: »Íme, fiad él.«23 Και ελαβεν ο Ηλιας το παιδαριον, και κατεβιβασεν αυτο απο του υπερωου εις τον οικον και εδωκεν αυτο εις την μητερα αυτου. Και ειπεν ο Ηλιας, Βλεπε, ζη ο υιος σου.
24 Az asszony azt felelte Illésnek: »Ezáltal most megtudtam, hogy az Isten embere vagy, s az Úr szava igaz a te szádban.«24 Και ειπεν η γυνη προς τον Ηλιαν, Τωρα γνωριζω εκ τουτου οτι εισαι ανθρωπος του Θεου, και ο λογος του Κυριου εν τω στοματι σου ειναι αληθεια.