Scrutatio

Sabato, 11 maggio 2024 - San Fabio e compagni ( Letture di oggi)

Premier livre de Samuel 17


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Les Philistins rassemblèrent leurs troupes pour la guerre. Ils se réunirent à Soko de Juda: leur camp se trouvait à Éphès-Damim, entre Soko et Azéka.1 Συνηθροισαν δε οι Φιλισταιοι τα στρατευματα αυτων δια πολεμον και ησαν συνηθροισμενοι εν Σοκχω, ητις ειναι του Ιουδα, και εστρατοπεδευσαν μεταξυ Σοκχω και Αζηκα, εν Εφες-δαμμειμ.
2 Saül et les Israélites se concentrèrent également, ils établirent leur camp dans la vallée du Térébinthe et se rangèrent en bataille face aux Philistins.2 Ο δε Σαουλ και οι ανδρες Ισραηλ συνηθροισθησαν, και εστρατοπεδευσαν εν τη κοιλαδι Ηλα, και παρεταχθησαν εις μαχην εναντιον των Φιλισταιων.
3 Les Philistins se tenaient sur un des versants de la montagne et les Israélites sur l’autre, la vallée les séparait.3 Και οι μεν Φιλισταιοι ισταντο επι του ορους εντευθεν, ο δε Ισραηλ ιστατο επι του ορους εκειθεν? η δε κοιλας ητο μεταξυ αυτων.
4 Un guerrier d’élite, du nom de Goliath, sortit des rangs Philistins; c’était un homme de Gat qui mesurait plus de deux mètres.4 Και εξηλθεν ανηρ προμαχητης εκ του στρατοπεδου των Φιλισταιων ονομαζομενος Γολιαθ, εκ της Γαθ, υψους εξ πηχων και σπιθαμης?
5 Il avait un casque de bronze sur la tête et il était revêtu d’une cuirasse d’écailles. Le poids de sa cuirasse de bronze était de 60 kilos.5 ειχε δε περικεφαλαιαν χαλκινην επι της κεφαλης αυτου και ητο ενδεδυμενος θωρακα αλυσιδωτον? και το βαρος του θωρακος ητο πεντε χιλιαδες σικλων χαλκου?
6 Il portait des jambières de bronze et un javelot de bronze entre les épaules,6 και κνημιδας χαλκινας επι των σκελων αυτου και ασπιδα χαλκινην μεταξυ των ωμων αυτου.
7 le bois de sa lance était aussi gros que celui dont on fait le cadre d’un métier à tisser et la pointe de fer de sa lance pesait à elle seule sept kilos. Un porte-bouclier marchait devant lui.7 Και το κονταριον του δορατος αυτου ητο ως αντιον υφαντου? και η λογχη του δορατος αυτου εζυγιζεν εξακοσιους σικλους σιδηρου? εις δε κρατων τον θυρεον προεπορευετο αυτου.
8 Il se plaça face aux rangs d’Israël et les interpella: “Pourquoi êtes-vous sortis pour vous ranger en bataille? Je suis le Philistin et vous êtes les esclaves de Saül, n’est-ce pas? Choisissez donc parmi vous un homme, et qu’il vienne lutter contre moi.8 Και σταθεις εβοησε προς τας παραταξεις του Ισραηλ και ειπε προς αυτους, Δια τι εξερχεσθε να παραταχθητε εις μαχην; δεν ειμαι εγω ο Φιλισταιος, και σεις δουλοι του Σαουλ; εκλεξατε εις εαυτους ανδρα, και ας καταβη προς εμε?
9 S’il est capable de l’emporter sur moi, s’il m’abat, alors nous serons vos serviteurs; mais si je l’emporte sur lui, si je l’abats, c’est vous qui deviendrez nos esclaves et qui nous servirez.”9 εαν μεν δυνηθη να πολεμηση μετ' εμου και με θανατωση, τοτε ημεις θελομεν εισθαι δουλοι σας? αλλ' εαν εγω υπερισχυσω κατ' αυτου και θανατωσω αυτον, τοτε σεις θελετε εισθαι δουλοι ημων και θελετε δουλευει ημας.
10 Le Philistin ajouta: “Aujourd’hui j’ai lancé un défi aux troupes d’Israël, donnez-moi donc un homme pour que nous nous mesurions en combat singulier.”10 Και ειπεν ο Φιλισταιος, Εγω εξουθενησα τας παραταξεις του Ισραηλ την ημεραν ταυτην? δοτε εις εμε ανδρα, δια να μονομαχησωμεν.
11 Lorsque Saül et Israël entendirent les paroles du Philistin, ils furent terrifiés et complètement démoralisés.11 Οτε ηκουσεν ο Σαουλ και πας ο Ισραηλ εκεινους τους λογους του Φιλισταιου, εξεστησαν και εφοβηθησαν σφοδρα.
12 David était le fils de Jessé, un Éfratéen de Bethléem de Juda qui avait huit fils. Au temps de Saül, Jessé était déjà vieux, avancé en âge,12 Ητο δε Δαβιδ ο υιος εκεινου του Εφραθαιου εκ Βηθλεεμ Ιουδα, ονομαζομενου Ιεσσαι? ειχε δε οκτω υιους? και ο ανθρωπος εις τας ημερας του Σαουλ ειχε ταξιν γεροντος μεταξυ των ανθρωπων.
13 mais ses trois aînés étaient partis à la guerre avec Saül. Ces trois fils qui partirent à la guerre étaient Éliab, l’aîné, Abinadab, le second, et Chamma, le troisième.13 Και υπηγαν οι τρεις υιοι του Ιεσσαι οι μεγαλητεροι ακολουθουντες τον Σαουλ εις την μαχην? και τα ονοματα των τριων υιων αυτου οιτινες υπηγαν εις την μαχην ησαν Ελιαβ ο πρωτοτοκος, και ο δευτερος αυτου Αβιναδαβ, και ο τριτος Σαμμα.
14 David était plus jeune, et comme les trois aînés étaient partis avec Saül,14 Ο δε Δαβιδ ητο ο νεωτερος? και οι τρεις οι μεγαλητεροι ηκολουθουν τον Σαουλ.
15 David allait et venait du service de Saül à la garde du troupeau de son père à Bethléem.15 Και ανεχωρει ο Δαβιδ και επεστρεφεν απο του Σαουλ, δια να ποιμαινη τα προβατα του πατρος αυτου εν Βηθλεεμ.
16 Chaque matin et chaque soir le Philistin se présentait: il fit ainsi pendant quarante jours.16 Ο δε Φιλισταιος επλησιαζε πρωι και εσπερας και εστηλονετο τεσσαρακοντα ημερας.
17 Jessé dit à David son fils: “Prends donc pour tes frères une mesure de grain grillé et dix pains. Tu iras au camp pour les porter à tes frères.17 Και ειπεν Ιεσσαι προς Δαβιδ τον υιον αυτου, Λαβε τωρα δια τους αδελφους σου εν εφα εκ τουτου του πεφρυγανισμενου σιτου και τους δεκα τουτους αρτους, και τρεξον εις το στρατοπεδον προς τους αδελφους σου?
18 Tu donneras ces dix morceaux de fromage au chef de mille, puis tu prendras des nouvelles de tes frères et tu me ramèneras d’eux un gage.”18 και τα δεκα ταυτα νωπα τυρια φερε προς τον χιλιαρχον, και ιδε αν υγιαινωσιν οι αδελφοι σου και λαβε σημειον παρ' αυτων.
19 Or ils étaient avec Saül et tout Israël dans la vallée du Térébinthe pour combattre les Philistins.19 Ο δε Σαουλ και αυτοι και παντες οι ανδρες Ισραηλ ησαν εν τη κοιλαδι Ηλα, μαχομενοι μετα των Φιλισταιων.
20 De bon matin David se leva, il confia le troupeau à un gardien, puis il emporta son sac et partit comme Jessé le lui avait ordonné. Lorsqu’il arriva, l’armée quittait le camp pour prendre ses positions et pousser le cri de guerre.20 Και εξηγερθη ο Δαβιδ ενωρις το πρωι? και αφησας τα προβατα εις φυλακα, ελαβε και υπηγε, καθως προσεταξεν αυτον ο Ιεσσαι? και ηλθεν εις το περιχαρακωμα, ενω το στρατευμα εξηρχετο εις παραταξιν? και ηλαλαξαν προς την μαχην?
21 Les Israélites et les Philistins se rangèrent face à face.21 διοτι παρεταχθησαν ο Ισραηλ και οι Φιλισταιοι, στρατευμα κατα προσωπον στρατευματος.
22 David confia son sac à celui qui gardait les bagages et courut vers le front des troupes. Il alla saluer ses frères.22 Και ο Δαβιδ, αφησας επανωθεν αυτου τα σκευη εις την χειρα του σκευοφυλακος, εδραμε προς το στρατευμα και ηλθε και ηρωτησε τους αδελφους αυτου πως εχουσι.
23 Pendant qu’il parlait avec eux, voici que le colosse philistin sortit des lignes. Il s’appelait Goliath, c’était un Philistin de Gat. Il répétait toujours les mêmes paroles et David l’entendit.23 Και ενω ωμιλει μετ' αυτων, ιδου, ανεβαινεν ο προμαχητης, ο Φιλισταιος ο εκ της Γαθ, Γολιαθ το ονομα, εκ των στρατευματων των Φιλισταιων, και ελαλησε κατα τους αυτους λογους? και ηκουσεν ο Δαβιδ.
24 Dès qu’on le voyait, les Israélites se mettaient à distance car ils tremblaient de peur.24 Παντες δε οι ανδρες Ισραηλ, ως ειδον τον ανδρα, εφυγον απο προσωπου αυτου και εφοβηθησαν σφοδρα.
25 Un homme d’Israël dit: “Avez-vous vu cet homme qui monte des lignes philistines pour insulter Israël. Le roi comblera de richesses celui qui l’abattra, il lui donnera sa fille en mariage et exemptera la maison de son père de tout impôt en Israël.”25 Και ελεγον οι ανδρες Ισραηλ, Ειδετε τον ανδρα τουτον τον αναβαινοντα; βεβαιως ανεβη δια να εξουθενηση τον Ισραηλ? και οστις θανατωση αυτον, τουτον θελει πλουτισει ο βασιλευς με πλουτη μεγαλα, και την θυγατερα αυτου θελει δωσει εις αυτον, και τον οικον του πατρος αυτου θελει καμει ελευθερον μεταξυ του Ισραηλ.
26 David demanda aux hommes qui étaient autour de lui: “Que fera-t-on pour celui qui abattra ce Philistin et vengera l’insulte faite à Israël? Qui est ce Philistin incirconcis, pour insulter les troupes du Dieu vivant!”26 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τους ανδρας τους ισταμενους πλησιον αυτου, λεγων, Τι θελει γεινει εις τον ανδρα, οστις παταξη τον Φιλισταιον τουτον και αφαιρεση το ονειδος απο του Ισραηλ; διοτι τις ειναι ο Φιλισταιος ουτος ο απεριτμητος, ωστε να εξουθενη τα στρατευματα του Θεου του ζωντος;
27 Les gens lui répétèrent les paroles qu’ils avaient entendues: “Voilà ce qu’on fera pour l’homme qui l’abattra.”27 Και απεκριθη προς αυτον ο λαος κατα τον λογον τουτον, λεγων, ουτω θελει γεινει εις τον ανδρα, οστις παταξη αυτον.
28 Éliab, son frère aîné, l’entendit qui parlait avec les hommes de guerre et il se mit en colère contre David. Il lui dit: “Pourquoi es-tu venu ici? À qui as-tu confié les quelques brebis que nous avons dans le désert? Je te connais: tu cours après les occasions, et c’est pour voir la bataille que tu es venu ici.”28 Και ηκουσεν Ελιαβ ο αδελφος αυτου ο μεγαλητερος, ενω ελαλει προς τους ανδρας? και εξηφθη ο θυμος του Ελιαβ εναντιον του Δαβιδ, και ειπε, Δια τι κατεβης ενταυθα; και εις ποιον αφηκες τα ολιγα εκεινα προβατα εν τη ερημω; εγω εξευρω την υπερηφανιαν σου και την πονηριαν της καρδιας σου? βεβαιως δια να ιδης την μαχην κατεβης.
29 David répondit: “Qu’ai-je donc fait? N’a-t-on plus le droit de parler?”29 Και ειπεν ο Δαβιδ, Τι εκαμα τωρα; δεν ειναι αιτια;
30 Il se tourna vers un autre et lui posa la même question, mais les gens lui firent la même réponse que la première fois.30 Και εστραφη απ' αυτου προς αλλον και ελαλησε κατα τον αυτον τροπον? και ο λαος απεκριθη παλιν προς αυτον κατα τον πρωτον λογον.
31 On avait entendu les paroles de David et on les avait rapportées à Saül qui le fit venir.31 Και οτε ηκουσθησαν οι λογοι, τους οποιους ελαλησεν ο Δαβιδ, ανηγγειλαν προς τον Σαουλ? και παρελαβεν αυτον.
32 David dit à Saül: “Que personne ne tremble en face de ce Philistin, ton serviteur ira se battre contre lui.”32 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Μηδενος ανθρωπου η καρδια ας μη ταπεινονηται δια τουτον? ο δουλος σου θελει υπαγει και πολεμησει μετα του Φιλισταιου τουτου.
33 Mais Saül dit à David: “Tu ne pourras pas combattre ce Philistin, tu n’es qu’un enfant et lui est un homme de guerre depuis sa jeunesse.”33 Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Δαβιδ, Δεν δυνασαι να υπαγης εναντιον του Φιλισταιου τουτου δια να πολεμησης μετ' αυτου? διοτι συ εισαι παιδιον, αυτος δε ανηρ πολεμιστης εκ νεοτητος αυτου.
34 David dit à Saül: “Ton serviteur gardait les troupeaux de son père, et lorsqu’un lion ou un ours venait pour emporter un mouton du troupeau,34 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Ο δουλος σου εβοσκε τα προβατα του πατρος αυτου, και ηλθε λεων και αρκτος και ηρπασε προβατον εκ του ποιμνιου?
35 je partais à sa poursuite, je le frappais et je lui arrachais de la gueule sa proie. S’il se jetait sur moi, je le saisissais par la barbe, je le frappais et je le mettais en pièces.35 και εξηλθον κατοπιν αυτου και επαταξα αυτον και ηλευθερωσα αυτο εκ του στοματος αυτου? και καθως εσηκωθη εναντιον μου, ηρπασα αυτον απο της σιαγονος και επαταξα αυτον και εθανατωσα αυτον?
36 “Ton serviteur a mis à mal le lion et l’ours, et ce sera pareil pour ce Philistin qui a insulté les troupes du Dieu vivant!”36 επαταξεν ο δουλος σου και τον λεοντα και την αρκτον? και ο Φιλισταιος ουτος ο απεριτμητος θελει εισθαι ως εν εκ τουτων, επειδη εξουθενησε τα στρατευματα του Θεου του ζωντος.
37 David dit encore: “Yahvé qui m’a délivré de la griffe du lion et de la patte de l’ours, me délivrera de la main de ce Philistin.” Alors Saül dit à David: “Va et que Yahvé soit avec toi.”37 Και ειπεν ο Δαβιδ, Ο Κυριος ο ελευθερωσας με εκ χειρος του λεοντος και εκ χειρος της αρκτου, ουτος θελει με ελευθερωσει εκ χειρος του Φιλισταιου τουτου. Και ειπεν ο Σαουλ προς τον Δαβιδ, Υπαγε, και ο Κυριος ας ηναι μετα σου.
38 Saül donna à David ses propres vêtements, il mit sur sa tête un casque de bronze et l’habilla d’une cuirasse.38 Και ωπλισεν ο Σαουλ τον Δαβιδ με την πανοπλιαν αυτου και εβαλε χαλκινην περικεφαλαιαν επι της κεφαλης αυτου? και ενεδυσεν αυτον θωρακα.
39 David attacha son épée par-dessus ses vêtements, il essaya de marcher, mais il n’était pas habitué. Alors David dit à Saül: “Je ne peux marcher avec tout cela, car je ne suis pas habitué.” Et David enleva tout.39 Και εζωσθη ο Δαβιδ την ρομφαιαν αυτου επανωθεν της πανοπλιας αυτου και ηθελησε να περιπατηση? διοτι δεν ειχε δοκιμασει. Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Σαουλ, Δεν δυναμαι να περιπατησω με ταυτα? διοτι δεν εδοκιμασα ποτε. Και εξεδυθη ο Δαβιδ αυτα επανωθεν αυτου.
40 Il prit son bâton et choisit dans le torrent cinq pierres bien plates. Il les mit dans son sac de berger, dans sa sacoche, il prit sa fronde en main et s’avança contre le Philistin.40 Και ελαβε την ραβδον αυτου εν τη χειρι αυτου, και εξελεξεν εις εαυτον πεντε λιθους ομαλους εκ του χειμαρρου, και θεσας αυτους εις το ποιμενικον αυτου σακκιον και θυλακιον, την δε σφενδονην αυτου εις την χειρα αυτου, επλησιαζε προς τον Φιλισταιον.
41 Le Philistin allait et venait et s’approchait de David; son porte-bouclier s’avançait devant lui.41 Ο δε Φιλισταιος ηρχετο προχωρων και επλησιαζε προς τον Δαβιδ? και ο ανηρ ο ασπιδοφορος εμπροσθεν αυτου.
42 Le Philistin regarda David et il le méprisa, car il n’était encore qu’un garçon (David était roux et d’une belle apparence).42 Και οτε περιεβλεψεν ο Φιλισταιος και ειδε τον Δαβιδ, κατεφρονησεν αυτον? διοτι ητο παιδιον και ξανθος και ωραιος την οψιν.
43 Le Philistin dit à David: “Suis-je un chien, pour que tu viennes contre moi avec des bâtons?” Alors le Philistin maudit David par tous ses dieux,43 Και ειπεν ο Φιλισταιος προς τον Δαβιδ, Κυων ειμαι εγω, ωστε ερχεσαι προς εμε με ραβδους; Και κατηρασθη ο Φιλισταιος τον Δαβιδ εις τους θεους αυτου.
44 puis il dit à David: “Avance vers moi, pour que je te livre en pâture aux oiseaux des cieux et aux bêtes des champs.”44 Και ειπεν ο Φιλισταιος προς τον Δαβιδ, Ελθε προς εμε, και θελω παραδωσει τας σαρκας σου εις τα πετεινα του ουρανου και εις τα θηρια του αγρου.
45 David répondit au Philistin: “Tu viens à moi avec l’épée, la lance et le javelot, mais moi je marche contre toi au Nom de Yahvé des armées, le Dieu des troupes d’Israël que tu as insultées.45 Και ειπεν ο Δαβιδ προς τον Φιλισταιον, Συ ερχεσαι εναντιον μου με ρομφαιαν και δορυ και ασπιδα? εγω δε ερχομαι εναντιον σου εν τω ονοματι του Κυριου των δυναμεων, του Θεου των στρατευματων του Ισραηλ, τα οποια συ εξουθενησας?
46 Aujourd’hui Yahvé te livrera entre mes mains, je t’abattrai et j’enlèverai ta tête de sur tes épaules. Aujourd’hui je te donnerai en pâture, toi et toute l’armée des Philistins, aux oiseaux des cieux et aux animaux de la terre, pour que toute la terre sache qu’il y a un Dieu en Israël.46 την ημεραν ταυτην θελει σε παραδωσει ο Κυριος εις την χειρα μου? και θελω σε παταξει και αφαιρεσει απο σου την κεφαλην σου? και θελω παραδωσει τα πτωματα του στρατοπεδου των Φιλισταιων την ημεραν ταυτην εις τα πετεινα του ουρανου, και εις τα θηρια της γης? δια να γνωριση πασα η γη οτι ειναι Θεος εις τον Ισραηλ?
47 Tous ceux qui sont ici rassemblés sauront que Yahvé ne sauve ni par l’épée ni par la lance, mais que la victoire appartient à Yahvé: c’est lui qui va vous livrer entre nos mains.”47 και θελει γνωρισει παν το πληθος τουτο οτι ο Κυριος δεν σωζει με ρομφαιαν και δορυ? διοτι του Κυριου ειναι η μαχη, και αυτος θελει σας παραδωσει εις την χειρα ημων.
48 À ce moment le Philistin avance et s’approche de David. David se décide, court droit devant lui à la rencontre du Philistin,48 Και οτε εσηκωθη ο Φιλισταιος και ηρχετο και επλησιαζεν εις συναντησιν του Δαβιδ, ο Δαβιδ εσπευσε και εδραμε προς μαχην εναντιον του Φιλισταιου.
49 puis il porte la main à sa sacoche, il en tire une pierre et la lance avec la fronde. Il frappe le Philistin au front, la pierre s’enfonce dans son front et le Philistin tombe la face contre terre.49 Και εκτεινας ο Δαβιδ την χειρα αυτου εις το σακκιον, ελαβεν εκειθεν λιθον και εσφενδονησε και εκτυπησε τον Φιλισταιον κατα το μετωπον αυτου, ωστε ο λιθος ενεπηχθη εις το μετωπον αυτου? και επεσε κατα προσωπον εις την γην.
50 C’est ainsi que David triomphe du Philistin avec la fronde et la pierre: il abat le Philistin et le met à mort. Mais il n’a pas d’épée dans la main.50 και υπερισχυσεν ο Δαβιδ κατα του Φιλισταιου δια της σφενδονης και δια του λιθου, και εκτυπησε τον Φιλισταιον και εθανατωσεν αυτον. Αλλα δεν ητο ρομφαια εν τη χειρι του Δαβιδ?
51 Alors David court, il se tient debout sur le Philistin, il lui prend son épée qu’il tire du fourreau et, l’épée en main, il tranche la tête du Philistin. C’est ainsi qu’il l’achève. Les Philistins avaient vu la mort de leur champion: ils prirent la fuite.51 οθεν ο Δαβιδ εδραμε και σταθεις επι τον Φιλισταιον, ελαβε την ρομφαιαν αυτου και εσυρεν αυτην εκ της θηκης αυτης, και θανατωσας αυτον, απεκοψε την κεφαλην αυτου με αυτην. Ιδοντες δε οι Φιλισταιοι, οτι απεθανεν ο ισχυρος αυτων, εφυγον?
52 Les hommes d’Israël et de Juda se levèrent, poussèrent le cri de guerre et se lancèrent à la poursuite des Philistins jusqu’à l’entrée de Gat, et jusqu’aux portes d’Ékron. Tout au long du chemin qui va de Chaarayim jusqu’à Gat et Ékron, on voyait des cadavres de Philistins.52 Τοτε εσηκωθησαν οι ανδρες του Ισραηλ και του Ιουδα και ηλαλαξαν και κατεδιωξαν τους Φιλισταιους, εως της εισοδου της κοιλαδος, και εως των πυλων της Ακκαρων. Και επεσον οι τραυματισμενοι των Φιλισταιων εν τη οδω Σααραειμ, εως Γαθ και εως Ακκαρων.
53 Quand les Israélites revinrent de cette poursuite acharnée contre les Philistins, ils pillèrent leur camp.53 Και επεστρεψαν οι υιοι Ισραηλ εκ της καταδιωξεως των Φιλισταιων και διηρπασαν τα στρατοπεδα αυτων.
54 David saisit la tête du Philistin et l’apporta à Jérusalem; quant à ses armes, il les déposa dans sa propre tente.54 Ο δε Δαβιδ ελαβε την κεφαλην του Φιλισταιου, και εφερεν αυτην εις Ιερουσαλημ? την δε πανοπλιαν αυτου εβαλεν εν τη σκηνη αυτου.
55 En voyant David partir à la rencontre du Philistin, Saül avait dit à Abner, le chef de son armée: “De qui ce garçon est-il le fils, Abner? Abner répondit: “Aussi vrai que je suis vivant, ô roi, je n’en sais rien.”55 Οτε δε ειδεν ο Σαουλ τον Δαβιδ εξερχομενον εναντιον του Φιλισταιου, ειπε προς Αβενηρ, τον αρχηγον του στρατευματος, Αβενηρ, τινος υιος ειναι ο νεος ουτος; Και ο Αβενηρ ειπε, Ζη η ψυχη σου, βασιλευ, δεν εξευρω.
56 Le roi lui dit: “Renseigne-toi pour savoir de qui ce garçon est le fils.”56 Και ειπεν ο βασιλευς, Ερωτησον συ, τινος υιος ειναι ο νεανισκος ουτος.
57 Lorsque David revint d’avoir abattu le Philistin, Abner le conduisit devant Saül; il tenait à la main la tête du Philistin.57 Και καθως επεστρεψεν ο Δαβιδ, παταξας τον Φιλισταιον, παρελαβεν αυτον ο Αβενηρ και εφερεν αυτον ενωπιον του Σαουλ? και η κεφαλη του Φιλισταιου ητο εν τη χειρι αυτου.
58 Saül lui dit: “De qui es-tu le fils, jeune homme?” Et David lui répondit: “Je suis le fils de ton serviteur Jessé de Bethléem.”58 Και ειπε προς αυτον ο Σαουλ, Τινος υιος εισαι, νεε; και απεκριθη ο Δαβιδ, Ο υιος του δουλου σου Ιεσσαι του Βηθλεεμιτου.