Scrutatio

Mercoledi, 8 maggio 2024 - Madonna del Rosario di Pompei ( Letture di oggi)

Évangile selon Luc 19


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Jésus était entré dans Jéricho et traversait la ville.1 Και εισελθων διηρχετο την Ιεριχω?
2 Or il y avait là un homme du nom de Zachée, un homme fort riche qui était chef des collecteurs de l’impôt.2 και ιδου, ανθρωπος ονομαζομενος Ζακχαιος, οστις ητο αρχιτελωνης, και ουτος ητο πλουσιος,
3 Il voulait absolument voir qui était Jésus, mais il ne le pouvait pas car il était de petite taille et il y avait beaucoup de monde.3 και εζητει να ιδη τον Ιησουν τις ειναι, και δεν ηδυνατο δια τον οχλον, διοτι ητο μικρος το αναστημα.
4 Il courut donc en avant, là où il devait passer, et il monta sur un sycomore afin de le voir.4 και δραμων εμπρος ανεβη επι συκομορεαν δια να ιδη αυτον? επειδη δι' εκεινης της οδου εμελλε να περαση.
5 Quand Jésus arriva à cet endroit, il leva les yeux et lui dit: "Zachée, dépêche-toi de descendre, car c’est chez toi que je dois m’arrêter aujourd’hui.”5 Και ως ηλθεν εις τον τοπον ο Ιησους, αναβλεψας ειδεν αυτον και ειπε προς αυτον? Ζακχαιε, καταβα ταχεως? διοτι σημερον πρεπει να μεινω εν τω οικω σου.
6 Zachée aussitôt s’empressa de descendre, et c’est avec grande joie qu’il le reçut.6 Και κατεβη ταχεως και υπεδεχθη αυτον μετα χαρας.
7 Voyant cela, tous murmuraient et l’on disait: "Il s’est arrêté chez un pécheur de bonne condition!”7 Και ιδοντες απαντες εγογγυζον, λεγοντες οτι εις αμαρτωλον ανθρωπον εισηλθε να καταλυση.
8 Mais Zachée faisait le pas et disait au Seigneur: "Je vais donner aux pauvres la moitié de mes biens, Seigneur, et si j’ai extorqué quelque chose à quelqu’un, je vais rendre quatre fois plus.”8 Σταθεις δε ο Ζακχαιος, ειπε προς τον Κυριον? Ιδου, τα ημιση των υπαρχοντων μου, Κυριε, διδω εις τους πτωχους, και εαν εσυκοφαντησα τινα εις τι, αποδιδω τετραπλουν.
9 Jésus dit alors, pensant à lui: "Aujourd’hui le salut est entré dans cette maison; n’est-il pas lui aussi fils d’Abraham?9 Ειπε δε προς αυτον ο Ιησους οτι, Σημερον εγεινε σωτηρια εις τον οικον τουτον, καθοτι και αυτος υιος του Αβρααμ ειναι.
10 Le Fils de l’Homme est venu chercher et sauver ce qui était perdu.”10 Διοτι ο Υιος του ανθρωπου ηλθε να ζητηση και να σωση το απολωλος.
11 Comme Jésus approchait de Jérusalem, il dit cette autre parabole car ses auditeurs étaient convaincus que le Royaume de Dieu allait se manifester maintenant.11 Και ενω αυτοι ηκουον ταυτα, προσθεσας ειπε παραβολην, διοτι ητο πλησιον της Ιερουσαλημ και αυτοι ενομιζον οτι η βασιλεια του Θεου εμελλεν ευθυς να φανη?
12 Il leur dit: "Un homme de grande famille partit dans un pays lointain pour y recevoir le pouvoir royal et ensuite revenir.12 ειπε λοιπον? Ανθρωπος τις ευγενης υπηγεν εις χωραν μακραν δια να λαβη εις εαυτον βασιλειαν και να υποστρεψη.
13 Il appela dix de ses serviteurs et leur confia dix mines, dix sacs d’argent, en leur disant: Faites-les fructifier jusqu’à mon retour.”13 Και καλεσας δεκα δουλους εαυτου, εδωκεν εις αυτους δεκα μνας και ειπε προς αυτους? Πραγματευθητε εωσου ελθω.
14 “Comme ses concitoyens le détestaient, ils envoyèrent une ambassade derrière lui avec ce message: ‘Nous ne voulons pas de celui-là comme roi.’14 Οι συμπολιται αυτου ομως εμισουν αυτον και απεστειλαν κατοπιν αυτου πρεσβεις, λεγοντες? Δεν θελομεν τουτον να βασιλευση εφ' ημας.
15 Il revint pourtant, ayant reçu le pouvoir royal, et il fit appeler les serviteurs auxquels il avait confié l’argent pour voir comment chacun d’eux l’avait fait valoir.15 Και αφου υπεστρεψε λαβων την βασιλειαν, ειπε να προσκληθωσι προς αυτον οι δουλοι εκεινοι, εις τους οποιους εδωκε το αργυριον, δια να μαθη τι εκερδησεν εκαστος.
16 “Le premier arrive et dit: ‘Seigneur, ta mine a rapporté dix autres mines!’16 Και ηλθεν ο πρωτος, λεγων? Κυριε, η μνα σου εκερδησε δεκα μνας.
17 Le roi lui répond: ‘Très bien, tu es un bon serviteur et tu t’es montré digne de confiance dans cette petite affaire! À cause de cela tu auras dix villes sous ta dépendance.’17 Και ειπε προς αυτον? Ευγε, αγαθε δουλε? επειδη εις το ελαχιστον εφανης πιστος, εχε εξουσιαν επανω δεκα πολεων.
18 Le deuxième vient à son tour et dit: ‘Ta mine, seigneur, en a produit cinq autres.’18 Και ηλθεν ο δευτερος, λεγων? Κυριε, η μνα σου εκαμε πεντε μνας.
19 Le roi lui dit: ‘Toi, tu auras cinq villes sous ta dépendance.’19 Ειπε δε και προς τουτον? Και συ γενου εξουσιαστης επανω πεντε πολεων.
20 “Et puis arrive un autre qui dit: ‘Seigneur, voici ta mine! Je l’avais mise de côté dans un linge.20 Ηλθε και αλλος, λεγων? Κυριε, ιδου η μνα σου, την οποιαν ειχον πεφυλαγμενην εν μανδηλιω.
21 Car j’avais peur de toi, je sais que tu es un homme exigeant, tu prends là où tu n’as rien engagé, et tu moissonnes là où tu n’as pas semé.’21 Διοτι σε εφοβουμην, επειδη εισαι ανθρωπος αυστηρος? λαμβανεις ο, τι δεν κατεβαλες, και θεριζεις ο, τι δεν εσπειρας.
22 “Le roi lui dit: ‘Mauvais serviteur, je te juge sur tes propres paroles. Tu me connaissais comme un homme exigeant qui prend là où il n’a rien engagé et moissonne là où il n’a pas semé.22 Και λεγει προς αυτον? Εκ του στοματος σου θελω σε κρινει, πονηρε δουλε? ηξευρες οτι εγω ειμαι ανθρωπος αυστηρος, λαμβανων ο, τι δεν κατεβαλον, και θεριζων ο, τι δεν εσπειρα?
23 Pourquoi n’as-tu pas déposé mon argent à la banque? À mon retour je l’aurais retiré avec les intérêts.’23 δια τι λοιπον δεν εδωκας το αργυριον μου εις την τραπεζαν, ωστε εγω ελθων ηθελον συναξει αυτο μετα του τοκου;
24 “Puis, se tournant vers ceux qui sont là, il leur dit: ‘Prenez-lui la mine, et donnez-la à celui qui en a dix.’24 Και ειπε προς τους παρεστωτας? Αφαιρεσατε απ' αυτου την μναν και δοτε εις τον εχοντα τας δεκα μνας.
25 Ils répondent: ‘Seigneur, il a déjà dix mines!’25 Και ειπον προς αυτον? Κυριε, εχει δεκα μνας.
26 - ‘Mais oui! on donnera à celui qui a, mais à celui qui n’a pas, même ce qu’il a lui sera enlevé.26 Διοτι σας λεγω οτι εις παντα τον εχοντα θελει δοθη, απο δε του μη εχοντος και ο, τι εχει θελει αφαιρεθη απ' αυτου.
27 Maintenant, amenez ici mes ennemis, ceux qui ne voulaient pas que je règne sur eux, et égorgez-les devant moi.’”27 Πλην τους εχθρους μου εκεινους, οιτινες δεν με ηθελησαν να βασιλευσω επ' αυτους, φερετε εδω και κατασφαξατε εμπροσθεν μου.
28 Ayant dit cela, Jésus prit la tête du groupe et commença la montée vers Jérusalem.28 Και ειπων ταυτα, προεχωρει αναβαινων εις Ιεροσολυμα.
29 Quand il approcha de Bethphagé et de Béthanie, au mont dit des Oliviers,29 Και ως επλησιασεν εις Βηθφαγη και Βηθανιαν, προς το ορος το καλουμενον Ελαιων, απεστειλε δυο των μαθητων αυτου,
30 il envoya deux des disciples en leur disant: "Allez jusqu’au village que vous voyez en face; à l’entrée vous trouverez un ânon attaché que personne n’a jamais monté. Détachez-le et amenez-le.30 ειπων? Υπαγετε εις την κατεναντι κωμην, εις την οποιαν εμβαινοντες θελετε ευρει πωλαριον δεδεμενον, επι του οποιου ουδεις ανθρωπος εκαθησε ποτε? λυσατε αυτο και φερετε.
31 Si quelqu’un vous demande pourquoi vous le détachez, vous répondrez simplement: Le Seigneur en a besoin.”31 Και εαν τις σας ερωτηση, Δια τι λυετε αυτο ουτω θελετε ειπει προς αυτον, Οτι ο Κυριος εχει χρειαν αυτου.
32 Les envoyés partirent et trouvèrent tout comme il leur avait dit.32 Υπηγαν δε οι απεσταλμενοι και ευρον καθως ειπε προς αυτους?
33 Au moment où ils détachaient l’ânon, les maîtres leur dirent: "Pourquoi détachez-vous l’ânon?”33 και ενω ελυον το πωλαριον, ειπον προς αυτους οι κυριοι αυτου? Δια τι λυετε το πωλαριον;
34 Ils répondirent: "Le Seigneur en a besoin.”34 Οι δε ειπον? Ο Κυριος εχει χρειαν αυτου,
35 Ils amenèrent à Jésus l’ânon, jetèrent sur lui leurs manteaux et firent monter Jésus.35 και εφεραν αυτο προς τον Ιησουν? και ριψαντες επι το πωλαριον τα ιματια αυτων, επεκαθισαν τον Ιησουν.
36 À mesure qu’il avançait, les gens étendaient leurs manteaux sur le chemin.36 Ενω δε επορευετο, υπεστρωνον τα ιματια αυτων εις την οδον.
37 Comme il approchait déjà de la descente du Mont des Oliviers, toute la foule des disciples manifesta sa joie: ils se mirent à louer Dieu à pleine voix pour tous les miracles qu’ils avaient vus.37 Και οτε επλησιαζεν ηδη εις την καταβασιν του ορους των Ελαιων, ηρχισαν απαν το πληθος των μαθητων χαιροντες να υμνωσι τον Θεον μεγαλοφωνως δια παντα τα θαυματα, τα οποια ειδον,
38 Ils disaient: “Béni soit ce roi qui vient au nom du Seigneur! Paix dans le ciel et gloire au plus haut des cieux!”38 λεγοντες? Ευλογημενος ο ερχομενος Βασιλευς εν ονοματι του Κυριου? ειρηνη εν ουρανω, και δοξα εν υψιστοις.
39 Dans la foule quelques Pharisiens lui dirent: "Reprends tes disciples, Maître!”39 Και τινες των Φαρισαιων απο του οχλου ειπον προς αυτον? Διδασκαλε, επιπληξον τους μαθητας σου.
40 Il leur répondit: "Je vous le dis: s’ils se taisent, les pierres crieront.”40 Και αποκριθεις ειπε προς αυτους? Σας λεγω οτι εαν ουτοι σιωπησωσιν, οι λιθοι θελουσι φωναξει.
41 Lorsque déjà on approchait il aperçut la ville41 Και οτε επλησιασεν, ιδων την πολιν εκλαυσεν επ' αυτην,
42 et prononça une lamentation sur elle. Il dit: "Si toi aussi en ce jour tu pouvais reconnaître les chemins de la paix! Mais désormais ils seront cachés à tes yeux.42 λεγων, Ειθε να εγνωριζες και συ, τουλαχιστον εν τη ημερα σου ταυτη, τα προς ειρηνην σου αποβλεποντα? αλλα τωρα εκρυφθησαν απο των οφθαλμων σου?
43 “Des jours viendront auxquels tu n’échapperas pas, où tes ennemis t’entoureront de tranchées, t’enfermeront, te presseront de toutes parts43 διοτι θελουσιν ελθει ημεραι επι σε και οι εχθροι σου θελουσι καμει χαρακωμα περι σε, και θελουσι σε περικυκλωσει και θελουσι σε στενοχωρησει πανταχοθεν,
44 et t’écraseront avec tes enfants au milieu de toi. Il ne restera pas de toi pierre sur pierre, parce que tu n’as pas reconnu le temps où tu étais visitée.”44 και θελουσι κατεδαφισει σε και τα τεκνα σου εν σοι, και δεν θελουσιν αφησει εν σοι λιθον επι λιθον, διοτι δεν εγνωρισας τον καιρον της επισκεψεως σου.
45 Alors Jésus entra dans le Temple. Il commença à jeter dehors les vendeurs45 Και εισελθων εις το ιερον, ηρχισε να εκβαλλη τους πωλουντας εν αυτω και αγοραζοντας,
46 en leur disant: "Il est écrit: Ma maison sera une maison de prière. Mais vous, vous en avez fait une caverne de brigands!”46 λεγων προς αυτους? Ειναι γεγραμμενον, Ο οικος μου ειναι οικος προσευχης? σεις δε εκαμετε αυτον σπηλαιον ληστων.
47 Chaque jour il était là dans le Temple et il enseignait. Les grands prêtres et les maîtres de la Loi voulaient sa perte, et de même les chefs du peuple,47 Και εδιδασκε καθ' ημεραν εν τω ιερω οι δε αρχιερεις και οι γραμματεις και οι πρωτοι του λαου εζητουν να απολεσωσιν αυτον.
48 mais ils ne savaient que faire car tout le peuple l’écoutait, suspendu à ses lèvres.48 Και δεν ευρισκον το τι να πραξωσι? διοτι πας ο λαος ητο προσηλωμενος εις το να ακουη αυτον.