Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Évangile selon Matthieu 14


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 En ce temps-là la renommée de Jésus arriva jusqu’à Hérode, le tétrarque,1 Κατ' εκεινον τον καιρον ηκουσεν Ηρωδης ο τετραρχης την φημην του Ιησου
2 et il dit à ses serviteurs: "Ce ne peut être que Jean-Baptiste! Il a été ressuscité d’entre les morts et c’est pourquoi les forces supérieures agissent à travers lui.”2 και ειπε προς τους δουλους αυτου? Ουτος ειναι Ιωαννης ο Βαπτιστης? αυτος ηγερθη απο των νεκρων, και δια τουτο ενεργουσιν αι δυναμεις εν αυτω.
3 Il faut savoir qu’Hérode avait fait arrêter Jean et l’avait mis en prison avec des chaînes pour l’affaire d’Hérodiade, la femme de son frère Philippe.3 Διοτι ο Ηρωδης συλλαβων τον Ιωαννην εδεσεν αυτον και εβαλεν εν φυλακη δια Ηρωδιαδα την γυναικα Φιλιππου του αδελφου αυτου.
4 Car Jean disait à Hérode: "Tu n’as pas le droit d’avoir cette femme.”4 Διοτι ελεγε προς αυτον ο Ιωαννης? Δεν σοι ειναι συγκεχωρημενον να εχης αυτην.
5 Hérode l’aurait bien fait mourir s’il n’avait pas craint le peuple; en effet les gens le considéraient comme un prophète.5 Και θελων να θανατωση αυτον εφοβηθη τον οχλον, διοτι ειχον αυτον ως προφητην.
6 Mais voici qu’arrive l’anniversaire d’Hérode: la fille d’Hérodiade vient danser au milieu des invités et elle plaît tellement à Hérode6 Οτε δε ετελουντο τα γενεθλια του Ηρωδου, εχορευσεν η θυγατηρ της Ηρωδιαδος εν τω μεσω και ηρεσεν εις τον Ηρωδην?
7 qu’il jure de lui donner tout ce qu’elle demandera.7 οθεν μεθ' ορκου ωμολογησεν εις αυτην να δωση ο, τι αν ζητηση.
8 Poussée par sa mère, elle répond: "Donne-moi ici, sur un plat, la tête de Jean-Baptiste.”8 Η δε, παρακινηθεισα υπο της μητρος αυτης, Δος μοι, λεγει, εδω επι πινακι την κεφαλην Ιωαννου του Βαπτιστου.
9 Le roi est très ennuyé, car il a juré et tous les invités du banquet sont témoins; alors il commande de la lui donner.9 Και ελυπηθη ο βασιλευς, δια τους ορκους ομως και τους συγκαθημενους προσεταξε να δοθη,
10 Il envoie un garde pour décapiter Jean dans sa prison;10 και πεμψας απεκεφαλισε τον Ιωαννην εν τη φυλακη.
11 la tête est apportée sur un plat et donnée à l’adolescente qui la remet à sa mère.11 Και εφερθη η κεφαλη αυτου επι πινακι και εδοθη εις το κορασιον, και εφερεν αυτην προς την μητερα αυτης.
12 Après cela, les disciples de Jean vinrent prendre son corps pour l’ensevelir, puis ils portèrent la nouvelle à Jésus.12 Και προσελθοντες οι μαθηται αυτου εσηκωσαν το σωμα και εθαψαν αυτο, και ελθοντες απηγγειλαν τουτο εις τον Ιησουν.
13 Lorsque Jésus connut la nouvelle, il s’éloigna et partit discrètement avec la barque vers un lieu désert. Mais la foule l’apprit et les gens vinrent des villes à pied pour le rejoindre.13 Και ακουσας ο Ιησους ανεχωρησεν εκειθεν εν πλοιω εις ερημον τοπον κατ' ιδιαν? και ακουσαντες οι οχλοι ηκολουθησαν αυτον πεζοι απο των πολεων.
14 En débarquant, Jésus vit cette foule nombreuse, il eut pitié d’eux et il guérit leurs malades.14 Και οτε ο Ιησους, ειδε πολυν οχλον και εσπλαγχνισθη δι' αυτους και εθεραπευσε τους αρρωστους αυτων.
15 Lorsque le soir arriva, ses disciples s’approchèrent de lui et lui dirent: "L’endroit est désert et l’heure est déjà passée. Renvoie cette foule pour qu’ils aillent s’acheter de quoi manger dans les villages voisins.”15 Οτε δε εγεινεν εσπερα, προσηλθον προς αυτον οι μαθηται αυτου, λεγοντες? Ερημος ειναι ο τοπος και η ωρα ηδη παρηλθεν? απολυσον τους οχλους, δια να υπαγωσιν εις τας κωμας και αγορασωσιν εις εαυτους τροφας.
16 Mais Jésus leur dit: "Il n’est pas nécessaire qu’ils s’en aillent, donnez-leur vous-mêmes à manger.”16 Ο δε Ιησους ειπε προς αυτους? Δεν εχουσι χρειαν να υπαγωσι? δοτε εις αυτους σεις να φαγωσιν.
17 Ils lui disent: "Ici, nous n’avons que cinq pains et deux poissons!”17 Οι δε λεγουσι προς αυτον? Δεν εχομεν εδω ειμη πεντε αρτους και δυο οψαρια.
18 Alors Jésus leur dit: "Apportez-les-moi ici!”18 Ο δε ειπε? Φερετε μοι αυτα εδω.
19 Puis il donne l’ordre à tout le monde de s’étendre sur l’herbe. Il prend les cinq pains et les deux poissons, il lève le regard vers le ciel, il prononce la bénédiction et rompt le pain. Ensuite il donne le pain aux disciples et les disciples le donnent à la foule.19 Και προσταξας τους οχλους να καθησωσιν επι τα χορτα, και λαβων τους πεντε αρτους και τα δυο οψαρια, αναβλεψας εις τον ουρανον ευλογησε, και κοψας εδωκεν εις τους μαθητας τους αρτους, οι δε μαθηται εις τους οχλους.
20 Tous mangèrent et furent rassasiés, et l’on emporta les morceaux qui restaient: douze pleins paniers.20 Και εφαγον παντες και εχορτασθησαν, και εσηκωσαν το περισσευμα των κλασματων, δωδεκα κοφινους πληρεις.
21 Pourtant ceux qui avaient mangé étaient près de 5 000 hommes, sans compter les femmes et les enfants.21 οι δε τρωγοντες ησαν εως πεντακισχιλιοι ανδρες, εκτος γυναικων και παιδιων.
22 Aussitôt Jésus obligea les disciples à monter dans la barque et à passer sur l’autre rive sans l’attendre, pendant que lui renvoyait la foule.22 Και ευθυς ηναγκασεν ο Ιησους τους μαθητας αυτου να εμβωσιν εις το πλοιον και να υπαγωσι προ αυτου εις το περαν, εωσου απολυση τους οχλους.
23 Après l’avoir renvoyée, il gravit la montagne pour y prier à l’écart. La nuit était tombée et il était là, seul.23 Και αφου απελυσε τους οχλους, ανεβη εις το ορος κατ' ιδιαν δια να προσευχηθη. Και οτε εγεινεν εσπερα, ητο μονος εκει.
24 Pendant ce temps la barque était déjà loin de terre, bien secouée par les vagues, car le vent était contraire.24 Το δε πλοιον ητο ηδη εν τω μεσω της θαλασσης, βασανιζομενον υπο των κυματων? διοτι ητο εναντιος ο ανεμος.
25 Jésus vint à eux peu avant le lever du jour: il marchait sur les eaux.25 Εν δε τη τεταρτη φυλακη της νυκτος υπηγε προς αυτους ο Ιησους, περιπατων επι την θαλασσαν.
26 En le voyant marcher sur la mer, les disciples furent effrayés. Ils disaient: "C’est un fantôme!” et ils se mirent à crier tellement ils avaient peur.26 Και ιδοντες αυτον οι μαθηται επι την θαλασσαν περιπατουντα, εταραχθησαν, λεγοντες οτι φαντασμα ειναι, και απο του φοβου εκραξαν.
27 Tout de suite Jésus leur parla: "Remettez-vous, c’est moi, ne craignez pas!”27 Ευθυς δε ελαλησε προς αυτους ο Ιησους λεγων? Θαρσειτε, εγω ειμαι? μη φοβεισθε.
28 Pierre alors lui dit: "Seigneur, si c’est toi, donne-moi l’ordre d’aller sur l’eau jusqu’à toi.”28 Αποκριθεις δε προς αυτον ο Πετρος ειπε? Κυριε, εαν ησαι συ, προσταξον με να ελθω προς σε επι τα υδατα.
29 Et Jésus lui dit: "Viens!” Pierre descend donc de la barque; il marche sur l’eau et s’approche de Jésus.29 Ο δε ειπεν, Ελθε. Και καταβας απο του πλοιου ο Πετρος περιεπατησεν επι τα υδατα, δια να ελθη προς τον Ιησουν.
30 Mais il voit que le vent est fort et il a peur, et comme il commence à s’enfoncer, il crie: "Seigneur, sauve-moi!”30 Βλεπων ομως τον ανεμον δυνατον εφοβηθη, και αρχισας να καταποντιζηται, εκραξε λεγων? Κυριε, σωσον με.
31 Aussitôt Jésus étend la main, le saisit et lui dit: "Homme de peu de foi! Pourquoi as-tu hésité?”31 Και ευθυς ο Ιησους εκτεινας την χειρα επιασεν αυτον και λεγει προς αυτον? Ολιγοπιστε, εις τι εδιστασας;
32 Au moment où ils remontaient dans la barque, le vent tomba32 Και αφου εισηλθον εις το πλοιον, επαυσεν ο ανεμος?
33 et ceux qui étaient dans la barque se prosternèrent devant lui en disant: "Vraiment tu es Fils de Dieu!”33 οι δε εν τω πλοιω ελθοντες προσεκυνησαν αυτον, λεγοντες? Αληθως Θεου Υιος εισαι.
34 Ayant achevé la traversée, ils abordèrent la rive de Génésaret.34 Και διαπερασαντες ηλθον εις την γην Γεννησαρετ.
35 Les hommes de l’endroit le reconnurent et le firent savoir dans tous les environs, de sorte qu’on amenait à Jésus tous ceux qui étaient mal en point.35 Και γνωρισαντες αυτον οι ανθρωποι του τοπου εκεινου, απεστειλαν εις ολην την περιχωρον εκεινην και εφεραν προς αυτον παντας τους πασχοντας,
36 Ils lui demandaient de pouvoir seulement toucher la frange de son vêtement, et tous ceux qui la touchaient étaient sauvés.36 και παρεκαλουν αυτον να εγγισωσι μονον το ακρον του ιματιου αυτου? και οσοι ηγγισαν ιατρευθησαν.