Livre des Psaumes 144
1234567891011121314151617181920212224252627282930313233343536373839404142434445464748495051525354555657585960616263646566676869707172737475767778798081828384858687888990919293949596979899100101102103104105106107108109110111112113114115116117118119120121122123124125126127128129130131132133134135136137138139140141142144145146147148149150
Confronta con un'altra Bibbia
Cambia Bibbia
BIBLES DES PEUPLES | GREEK BIBLE |
---|---|
1 De David. Béni soit le Seigneur, mon rocher: il exerce mes mains, mes doigts, à l’art de la guerre! | 1 Ψαλμος του Δαβιδ.>> Ευλογητος ο Κυριος, το φρουριον μου, ο διδασκων τας χειρας μου εις πολεμον, τους δακτυλους μου εις μαχην? |
2 Il est mon refuge, mon rempart, ma cité haute et mon libérateur. Il est mon bouclier: je m’abrite en lui, et lui abaisse sous moi les peuples. | 2 το ελεος μου και το οχυρωμα μου, το υψηλον καταφυγιον μου και ο ελευθερωτης μου? η ασπις μου, επι τον οποιον ηλπισα, οστις υποτασσει τον λαον μου υπ' εμε. |
3 Qu’est-ce que l’homme? Et toi tu t’en souviens. Qu’est-ce que le fils d’homme? Et tu veilles sur lui. | 3 Κυριε, τι ειναι ο ανθρωπος, και γνωριζεις αυτον; η ο υιος του ανθρωπου, και συλλογιζεσαι αυτον; |
4 L’homme n’est guère plus qu’un souffle, et ses jours comme une ombre passent. | 4 Ο ανθρωπος ομοιαζει την ματαιοτητα? αι ημεραι αυτου ειναι ως σκια παρερχομενη. |
5 Ne veux-tu pas, Seigneur, incliner tes cieux, descendre, et d’une touche réveiller les volcans? | 5 Κυριε, κλινον τους ουρανους σου και καταβηθι? εγγισον τα ορη, και θελουσι καπνισει. |
6 Fais jaillir les éclairs et disperse l’ennemi, lance tes flèches qui les mettront en déroute! | 6 Αστραψον αστραπην, και θελεις διασκορπισει αυτους? ριψον τα βελη σου, και θελεις εξολοθρευσει αυτους. |
7 D’en haut tu étendras ta main pour me sauver des grandes eaux, tu me reprendras de la main des étrangers. | 7 Εξαποστειλον την χειρα σου εξ υψους? λυτρωσον με και ελευθερωσον με εξ υδατων πολλων, εκ χειρος των υιων του αλλοτριου, |
8 Ils n’ont que le mensonge à la bouche, et lorsqu’ils tendent la main, c’est pour trahir. | 8 των οποιων το στομα λαλει ματαιοτητα, και η δεξια αυτων ειναι δεξια ψευδους. |
9 Je veux chanter pour toi, mon Dieu, un chant nouveau, et jouer pour toi de la harpe à dix cordes. | 9 Θεε, ωδην νεαν θελω ψαλλει εις σε? εν ψαλτηριω δεκαχορδω θελω ψαλμωδει εις σε? |
10 Car c’est toi qui donnes au roi la victoire et qui sauves David ton serviteur. Sauve-moi de l’épée du malheur | 10 τον διδοντα σωτηριαν εις τους βασιλεις? τον λυτρονοντα Δαβιδ τον δουλον αυτου απο ρομφαιας πονηρας. |
11 et reprends-moi de la main des étrangers, qui n’ont que le mensonge à la bouche, qui ne tendent la main que pour mieux trahir. | 11 Λυτρωσον με και ελευθερωσον με απο χειρος των υιων του αλλοτριου, των οποιων το στομα λαλει ματαιοτητα, και η δεξια αυτων ειναι δεξια ψευδους? |
12 Voici nos fils, comme des plants qui ont grandi dès leurs premiers ans, et nos filles, colonnes sculptées qui rehaussent les lignes du temple. | 12 δια να ηναι οι υιοι ημων ως νεοφυτα, αυξανοντες εις την νεοτητα αυτων? αι θυγατερες ημων ως ακρογωνιαιοι λιθοι τετορνευμενοι προς στολισμον παλατιου? |
13 Nos greniers sont pleins, ils débordent de récoltes de toute espèce. Nos brebis se multiplient par milliers, par dizaines de mille dans nos campagnes, | 13 Αι αποθηκαι ημων πληρεις, ωστε να διδωσι παν ειδος τροφης? τα προβατα ημων πληθυνομενα εις χιλιαδας και μυριαδας εν τοις αγροις ημων? |
14 et nos bestiaux font bon poids. Il n’y a pas d’angoisse sur nos places, ni brèche au mur, ni reddition à l’ennemi. | 14 οι βοες ημων πολυτοκοι? να μη υπαρχη μητε εφοδος εχθρων μητε εξορμησις, μηδε κραυγη εν ταις πλατειαις ημων. |
15 Heureux le peuple qui peut en dire autant, heureux le peuple qui a pour Dieu l’Unique! | 15 Μακαριος ο λαος, οστις ευρισκεται εν τοιαυτη καταστασει μακαριος ο λαος, του οποιου ο Κυριος ειναι ο Θεος αυτου. |