Scrutatio

Martedi, 14 maggio 2024 - San Mattia ( Letture di oggi)

Deuxième livre des Rois 4


font
BIBLES DES PEUPLESGREEK BIBLE
1 Une des femmes des frères prophètes fit appel à Élisée: “Ton serviteur, mon mari, est mort, dit-elle, et tu sais que ton serviteur craignait Yahvé. Or un homme à qui nous devions de l’argent est venu prendre mes deux fils pour en faire ses esclaves.”1 Γυνη δε τις εκ των γυναικων των υιων των προφητων εβοα προς τον Ελισσαιε, λεγουσα, Ο δουλος σου ο ανηρ μου απεθανε? και συ εξευρεις οτι ο δουλος σου εφοβειτο τον Κυριον? και ο δανειστης ηλθε να λαβη τους δυο υιους μου εις εαυτον δια δουλους.
2 Élisée lui dit: “Que puis-je faire pour toi? Dis-moi, qu’as-tu à la maison?” Elle répondit: “Ta servante n’a rien du tout à la maison, sauf une petite cruche d’huile.”2 Και ειπε προς αυτην ο Ελισσαιε, Τι να σοι καμω; φανερωσον μοι τι εχεις εν τω οικω σου; Η δε ειπεν, Η δουλη σου δεν εχει ουδεν εν τω οικω, ειμη εν αγγειον ελαιου.
3 Il lui dit: “Va demander à tous tes voisins des cruches, des cruches vides, et pas seulement quelques-unes.3 Και ειπεν, Υπαγε, δανεισθητι εξωθεν αγγεια παρα παντων των γειτονων σου, αγγεια κενα? δανεισθητι ουχι ολιγα?
4 Lorsque tu seras de retour, tu fermeras la porte sur toi et tes fils, tu verseras de ton huile dans toutes ces cruches, et à mesure qu’elles seront pleines, tu les mettras de côté.”4 εισελθε επειτα και κλεισον την θυραν οπισθεν σου και οπισθεν των υιων σου, και χυσον εκ του ελαιου εις παντα τα σκευη εκεινα, και τα γεμιζομενα θες κατα μερος.
5 Alors elle s’en alla, elle ferma la porte sur elle et sur ses fils; ils approchaient les cruches et elle les remplissait.5 Ανεχωρησε λοιπον απ' αυτου και εκλεισε θυραν οπισθεν αυτης και οπισθεν των υιων αυτης? και εκεινοι μεν επλησιαζον εις αυτην τα αγγεια, αυτη δε ενεχεε.
6 Lorsque les cruches furent remplies, elle dit à son fils: “Apportes-en encore une.” Mais il lui répondit: “Il n’y en a plus.” Et l’huile s’arrêta de couler.6 Και αφου εγεμισαν τα αγγεια, ειπε προς τον υιον αυτης, Φερε μοι και αλλο αγγειον. Ο δε ειπε προς αυτην, Δεν ειναι αλλο αγγειον. Και εσταθη το ελαιον.
7 Elle alla rapporter tout cela à l’homme de Dieu; il lui dit: “Va vendre l’huile et paie ta dette; ce qui restera te permettra de vivre avec tes fils.”7 Τοτε ηλθε και απηγγειλε προς τον ανθρωπον του Θεου. Και εκεινος ειπεν, Υπαγε, πωλησον το ελαιον και πληρωσον το χρεος σου και ζησον με το υπολοιπον, συ και τα τεκνα σου.
8 Un jour Élisée passait à Chounem. Il y avait là une femme aisée qui insista pour qu’il reste à manger, et dès lors, chaque fois qu’il passait par là, il s’arrêtait chez elle.8 Και εν ημερα τινι διεβαινεν ο Ελισσαιε εις Σουναμ, οπου ητο γυνη τις μεγαλη, και αυτη εκρατησεν αυτον δια να φαγη αρτον. Και οσακις διεβαινεν, εστρεφεν εκει δια να φαγη αρτον.
9 Elle dit à son mari: “J’ai appris que cet homme qui passe souvent chez nous est un saint homme de Dieu;9 Και ειπεν η γυνη προς τον ανδρα αυτης, Ιδου τωρα, γνωριζω οτι ειναι αγιος ανθρωπος του Θεου ουτος, οστις παντοτε διαβαινει προς ημας?
10 nous allons construire sur la terrasse une petite chambre et nous y mettrons pour lui un lit, une table, une chaise et une lampe. Et lorsqu’il passera chez nous, il pourra s’y retirer.”10 ας καμωμεν, παρακαλω, μικρον υπερωον επι του τοιχου? και ας βαλωμεν εκει δι' αυτον κλινην και τραπεζαν και καθεδραν και λυχνον, δια να στρεφη εκει, οταν ερχηται προς ημας.
11 Ainsi, un jour qu’il était de passage, il se retira dans la chambre haute et s’étendit.11 Και εν ημερα τινι ηλθεν εκει και εστρεψεν εις το υπερωον και εκοιμηθη εκει.
12 Il dit à son serviteur Guéhazi: “Appelle cette bonne Chounamite! Lorsque tu l’auras appelée et qu’elle sera près de toi,12 Και ειπε προς Γιεζει τον υπηρετην αυτου, Καλεσον την Σουναμιτιν ταυτην. Και οτε εκαλεσεν αυτην, εσταθη εμπροσθεν αυτου.
13 tu lui diras: Tu te donnes beaucoup de mal pour nous, que pouvons-nous faire pour toi? Veux-tu que nous disions pour toi un mot au roi ou au chef de l’armée?” Mais elle répondit: “Je suis bien au milieu de mon clan.”13 Και ειπε προς αυτον, Ειπε τωρα προς αυτην, Ιδου, συ ελαβες πασας ταυτας τας φροντιδας υπερ ημων? τι να καμω προς σε; εχεις τι να ειπης προς τον βασιλεα η προς τον αρχιστρατηγον; Η δε απεκριθη, Εγω κατοικω μεταξυ του λαου μου.
14 Élisée revint un jour sur le même sujet: “Alors, que peut-on faire pour elle?” Guéhazi répondit: “Elle n’a pas de fils et son mari est vieux.”14 Και ειπε, Τι λοιπον να καμω δι' αυτην; Και ο Γιεζει απεκριθη, Αληθως, αυτη δεν εχει τεκνον, και ο ανηρ αυτης ειναι γερων.
15 Élisée dit: “Appelle-la-moi!” Le serviteur l’appela et elle vint à l’entrée de la chambre.15 Και ειπε, Καλεσον αυτην. Και οτε εκαλεσεν αυτην, εσταθη εις την θυραν.
16 Élisée lui dit alors: “À cette même époque l’an prochain, tu caresseras un fils.” Elle répondit: “Non, mon seigneur, tu es un homme de Dieu; ne mens pas à ta servante!”16 Και ειπε, Το ερχομενον ετος, κατα τουτον τον καιρον, θελεις εχει υιον εις τας αγκαλας σου. Η δε ειπε, Μη, κυριε μου, ανθρωπε του Θεου, μη ψευσθης προς την δουλην σου.
17 Or la femme conçut et, l’année suivante à la même époque, elle eut un fils comme Élisée l’avait annoncé.17 Και η γυνη συνελαβε και εγεννησεν υιον το ερχομενον ετος, κατα τον καιρον εκεινον τον οποιον ειπε προς αυτην ο Ελισσαιε.
18 L’enfant grandit. Un jour qu’il était allé trouver son père auprès des moissonneurs,18 Και οτε εμεγαλωσε το παιδιον, εξηλθεν ημεραν τινα προς τον πατερα αυτου εις τους θεριστας.
19 il dit à son père: “Ma tête! Ma tête!” Le père dit au serviteur: “Porte-le vite à sa mère!”19 Και ειπε προς τον πατερα αυτου, Την κεφαλην μου, την κεφαλην μου. Ο δε ειπε προς τον δουλον, Λαβε αυτο προς την μητερα αυτου.
20 Le serviteur l’emporta et le donna à sa mère; l’enfant resta assis sur ses genoux, puis à midi il mourut.20 Και λαβων αυτο, εφερεν αυτο προς την μητερα αυτου, και εκαθησεν επι των γονατων αυτης μεχρι μεσημβριας και απεθανε.
21 Alors elle monta le coucher sur le lit de l’homme de Dieu, puis elle ferma la porte et sortit.21 Και ανεβη και επλαγιασεν αυτο επι της κλινης του ανθρωπου του Θεου, και εκλεισε την θυραν επανωθεν αυτου και εξηλθε.
22 Elle appela son mari et lui dit: “Envoie-moi donc un des garçons avec une ânesse. Je vais courir chez l’homme de Dieu et ensuite je reviendrai.”22 Και εκαλεσε τον ανδρα αυτης, λεγουσα, Αποστειλον προς εμε, παρακαλω, ενα εκ των δουλων και μιαν εκ των ονων, δια να τρεξω προς τον ανθρωπον του Θεου και να επιστρεψω.
23 Il lui demanda: “Pourquoi veux-tu aller vers lui aujourd’hui? Ce n’est pas un jour de nouvelle lune ni un sabbat.” Elle lui répondit: “Ne t’inquiète pas.”23 Ο δε ειπε, Δια τι συ υπαγεις σημερον προς αυτον; δεν ειναι νεομηνια ουδε σαββατον. Η δε ειπεν, Ειρηνη.
24 Elle sella donc l’ânesse et dit au serviteur: “Allons, conduis-moi et ne m’arrête pas en chemin sauf si je te le demande.”24 Τοτε εστρωσε την ονον και ειπε προς τον δουλον αυτης, Συρε και προχωρει μη παυσης εις εμε την πορειαν, εκτος εαν σε προσταξω.
25 Elle partit donc et se rendit vers l’homme de Dieu, sur le mont Carmel. Lorsque l’homme de Dieu l’aperçut de loin, il dit à Guéhazi, son serviteur: “Voici la Chounamite.25 Και υπηγε και ηλθε προς τον ανθρωπον του Θεου εις το ορος τον Καρμηλον. Και ως ειδεν ο ανθρωπος του Θεου αυτην μακροθεν, ειπε προς τον Γιεζει τον υπηρετην αυτου, Ιδου, η Σουναμιτις εκεινη?
26 Cours donc à sa rencontre et demande-lui: Tout va-t-il bien? Ton mari se porte-t-il bien? Et l’enfant?” Elle répondit: “Oui, bien.”26 τωρα λοιπον, τρεξον εις συναντησιν αυτης? και ειπε προς αυτην, Καλως εχεις; καλως εχει ο ανηρ σου; καλως εχει το παιδιον; Η δε ειπε, Καλως.
27 Mais dès qu’elle fut arrivée auprès de l’homme de Dieu sur la montagne, elle lui étreignit les pieds. Guéhazi s’approcha pour la repousser, mais l’homme de Dieu lui dit: “Laisse-la! Son cœur est rempli de tristesse, Yahvé me l’a caché et ne m’a rien fait connaître.”27 Και οτε ηλθε προς τον ανθρωπον του Θεου εις το ορος, επιασε τους ποδας αυτου? ο δε Γιεζει επλησιασε δια να αποσυρη αυτην. Ο ανθρωπος ομως του Θεου ειπεν, Αφες αυτην? διοτι η ψυχη αυτης ειναι καταπικρος εν αυτη? και ο Κυριος εκρυψεν αυτο απ' εμου και δεν μοι εφανερωσε.
28 Alors elle dit: “Est-ce moi qui avais demandé un fils à mon seigneur? Je t’avais bien dit: Ne me mens pas!”28 Και εκεινη ειπε, Μηπως εζητησα υιον παρα του κυριου μου; δεν ειπα, Μη με απατας;
29 Élisée dit à Guéhazi: “Mets ta ceinture, prends mon bâton et va! Si tu rencontres quelqu’un, ne t’arrête pas pour le saluer, et si quelqu’un te salue, ne lui réponds pas. Tu mettras mon bâton sur le visage de l’enfant.”29 Τοτε ειπε προς τον Γιεζει, Ζωσθητι την οσφυν σου και λαβε την βακτηριαν μου εις την χειρα σου και υπαγε? εαν απαντησης ανθρωπον, μη χαιρετησης αυτον? και εαν τις σε χαιρετηση, μη αποκριθης εις αυτον? και επιθες την βακτηριαν μου επι το προσωπον του παιδιου.
30 Mais la mère de l’enfant lui dit: “Par la vie de Yahvé et par ta propre vie, je ne te quitterai pas.” Alors il se leva et la suivit.30 Και η μητηρ του παιδιου ειπε, Ζη Κυριος και ζη η ψυχη σου, δεν θελω σε αφησει. Και εσηκωθη και ηκολουθησεν αυτην.
31 Guéhazi avait pris de l’avance; il posa le bâton sur le visage de l’enfant, mais il n’y eut ni voix ni réponse. Il revint donc vers Élisée et lui fit savoir: “L’enfant ne s’est pas réveillé.”31 Ο δε Γιεζει επερασεν εμπροσθεν αυτων, και επεθεσε την βακτηριαν επι το προσωπον του παιδιου? πλην ουδεμια φωνη και ουδεμια ακροασις. Οθεν επεστρεψεν εις συναντησιν αυτου και απηγγειλε προς αυτον, λεγων, Δεν εξυπνησε το παιδιον.
32 Élisée entra dans la maison; l’enfant était là, mort, couché sur son lit.32 Και οτε εισηλθεν ο Ελισσαιε εις την οικιαν, ιδου, το παιδιον νεκρον, πλαγιασμενον επι της κλινης αυτου.
33 Il entra et ferma la porte sur eux deux, puis il pria Yahvé.33 Εισηλθε λοιπον και εκλεισε την θυραν οπισθεν των δυο αυτων και προσηυχηθη εις τον Κυριον.
34 Il se coucha ensuite sur l’enfant, il mit sa bouche sur sa bouche, ses yeux sur ses yeux, ses mains sur ses mains; il resta là penché sur lui et la chair de l’enfant se réchauffa.34 Και ανεβη και επλαγιασεν επι το παιδιον, και επεθεσε το στομα αυτου επι το στομα εκεινου, και τους οφθαλμους αυτου επι τους οφθαλμους εκεινου, και τας χειρας αυτου επι τας χειρας εκεινου? και εξηπλωθη επ' αυτο? και εθερμανθη η σαρξ του παιδιου.
35 Puis il redescendit dans la maison et fit quelques pas de long en large, il remonta et se pencha de nouveau sur l’enfant. Il fit ainsi sept fois. Alors l’enfant remua et il ouvrit les yeux.35 Επειτα εσυρθη, και περιεπατει εν τω οικηματι ποτε εδω και ποτε εκει? και ανεβη παλιν και εξηπλωθη επ' αυτο? και το παιδιον επταρνισθη εως επτακις και ηνοιξε το παιδιον τους οφθαλμους αυτου.
36 Élisée appela Guéhazi; il lui dit: “Fais venir cette Chounamite.” Il l’appela et elle monta vers lui; il lui dit: “Emporte ton fils.”36 Τοτε εφωνησε τον Γιεζει και ειπε, Καλεσον ταυτην την Σουναμιτιν. Και εκαλεσεν αυτην? και οτε εισηλθε προς αυτον, ειπε, Λαβε τον υιον σου.
37 Elle tomba à ses pieds et se prosterna à terre, puis elle prit son fils et sortit.37 Και εκεινη εισηλθε και επεσεν εις τους ποδας αυτου και προσεκυνησεν εως εδαφους, και εσηκωσε τον υιον αυτης και εξηλθεν.
38 Élisée revint à Guilgal, il y avait la famine dans le pays. Comme les frères prophètes étaient assis devant lui, il dit à son serviteur: “Prépare le grand chaudron et fais cuire un potage pour les frères prophètes.”38 Ο δε Ελισσαιε επεστρεψεν εις Γαλγαλα? και ητο πεινα εν τη γη? και οι υιοι των προφητων εκαθηντο εμπροσθεν αυτου? και ειπε προς τον υπηρετην αυτου, Στησον τον λεβητα τον μεγαν και ψησον μαγειρευμα δια τους υιους των προφητων.
39 L’un d’entre eux sortit dans la campagne pour ramasser des herbes, il trouva une sorte de vigne sauvage, il y cueillit des coloquintes et en remplit son vêtement. De retour, il les coupa en morceaux dans le pot où l’on préparait le potage, mais personne ne savait ce que c’était.39 Και εξελθων τις εις τον αγρον δια να συναξη χορτα, ευρηκεν αγριοκολοκυνθην, και εσυναξεν απ' αυτης αγρια κολοκυνθια εωσου εγεμισε το ιματιον αυτου, και επιστρεψας, εκοψεν αυτα εις τον λεβητα του μαγειρευματος, επειδη δεν εγνωριζον αυτα.
40 On en versa à tous ces hommes pour leur repas, mais dès qu’ils eurent goûté, ils se mirent à crier: “Homme de Dieu, la mort est dans le chaudron!” Et ils étaient incapables d’en manger.40 Επειτα εκενωσαν εις τους ανθρωπους δια να φαγωσι και καθως εφαγον εκ του μαγειρευματος, εξεφωνησαν και ειπον, Ανθρωπε του Θεου, θανατος ειναι εν τω λεβητι. Και δεν ηδυναντο να φαγωσιν.
41 Il leur dit: “Trouvez-moi de la farine.” Il la jeta dans le chaudron, puis il ajouta: “Verse du potage à ces hommes et qu’ils mangent.” Il n’y avait plus rien de mauvais dans le chaudron.41 Ο δε ειπε, Φερετε αλευρον. Και ερριψεν αυτο εις τον λεβητα. Επειτα ειπε, Κενωσον εις τον λαον, δια να φαγωσι. Και δεν ητο ουδεν κακον εν τω λεβητι.
42 Un homme arriva de Baal-Chalicha; dans son sac il apportait du pain à l’homme de Dieu: 20 pains d’orge et de blé que l’on avait faits avec la farine de la nouvelle récolte. Élisée lui dit: “Donne à ces hommes pour qu’ils mangent.”42 Και ηλθεν ανθρωπος τις απο Βααλ-σαλισα, και εφερεν εις τον ανθρωπον του Θεου αρτον απο των πρωτογεννηματων, εικοσι κριθινα ψωμια και νωπα ασταχυα σιτου, εν τω σακκω αυτου. Και ειπε, Δος εις τον λαον, δια να φαγωσι.
43 Mais son serviteur lui dit: “Je ne vais tout de même pas servir cela pour 100 personnes.” Il reprit: “Donne à ces gens et qu’ils mangent, car voici ce que dit Yahvé: On en mangera et il en restera.”43 Και ο θεραπων αυτου ειπε, Τι να βαλω τουτο εμπροσθεν εκατον ανθρωπων; Ο δε ειπε, Δος εις τον λαον, δια να φαγωσι διοτι ουτω λεγει Κυριος? Θελουσι φαγει και αφησει υπολοιπον.
44 Il les servit donc, ils en mangèrent et laissèrent des restes comme Yahvé l’avait dit.44 Τοτε εβαλεν εμπροσθεν αυτων, και εφαγον και αφηκαν υπολοιπον, κατα τον λογον του Κυριου.